Ο Βεντούζας
δοκίμασε να μιλήσει. Του ήταν αδύνατον.
- Πάλι
ονειρεύομαι, σκέφτηκε.
- Τι με
κοιτάζεις σαν να είδες φάντασμα; τον ρώτησε το φάντασμα του Περικλή.
Η πόρτα του
δωματίου άνοιξε.
- Τι κάνετε
εδώ; είπε αυστηρά η νοσοκόμα που είχε ανοίξει την πόρτα. Δε σας είπαν ότι ο
ασθενής χρειάζεται ανάπαυση;
- Μα δεν κάνω
τίποτα, εξάλλου, τόσον καιρό αναπαύεται...
- Αυτό το
λέτε εσείς, το κώμα δεν είναι ανάπαυση, κάθε άλλο, είπε η νοσοκόμα.
Ώστε η
νοσοκόμα το έβλεπε το φάντασμα!
- Σας
παρακαλώ, αφήστε με, δε θα τον ενοχλήσω, το υπόσχομαι, είπε το φάντασμα.
- Δέκα λεπτά,
είπε η νοσοκόμα και έφυγε.
Το φάντασμα
κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Ο Βεντούζας ένιωσε ένα βάρος κοντά στα πόδια
του.
- Μας
ανησύχησες για τα καλά, Βεντούζα μου, είπε το φάντασμα που είχε βάρος και που
το έβλεπαν οι νοσοκόμες και που, τώρα πια άρχιζε να το νιώθει ο Βεντούζας,
μάλλον δεν ήταν φάντασμα.
- Περικλή...
είπε με μεγάλο κόπο.
- Επιτέλους!
είπε ο Περικλής. Επιτέλους, συνήλθες, δεν ξέρεις πόσο φοβήθηκα!
Εκείνος είχε
φοβηθεί; Εκείνος, που είχε πεθάνει; Αλλά, στάσου, πώς είχε πεθάνει, αφού τώρα τον
έβλεπε καθισμένο μπροστά του και ένιωθε το βάρος του κοντά στα πόδια του;
- Δεν
πέθανες... είπε ανακουφισμένος και ένιωσε την ανάγκη να βάλει τα κλάματα.
- Θεός
φυλάξοι! είπε ο Περικλής και σταυροκοπήθηκε. Εγώ να πεθάνω; Εσύ κόντεψες να
πεθάνεις, αν δεν το κατάλαβες!
- Μα αφού σε
είδα... που πέθανες... προτού πάθω... σε είδα... ήρθα στην κηδεία σου...
- Μπα, που να
φας την γλώσσα σου, για καλό συνήλθες;
- Ρώτα και
την Τατιάνα, όχι, η Τατιάνα δεν ήρθε, ρώτα και τη Λιλήθ, ήταν κι εκείνη στην
κηδεία...
- Την
Τατιάνα; Τη Λιλήθ; Πού τις θυμήθηκες τώρα αυτές;
- Τι εννοείς;
- Εννοώ αυτό
που λέω: πού τις θυμήθηκες; Είναι χρόνια που δεν έχετε επαφή!
- Δεν
μπορεί... αφού τις είδα... ναι... πρόσφατα... στο σπίτι της Λιλήθ έπαθα...
- Σε ποιο
σπίτι της Λιλήθ, στο γραφείο σου το έπαθες, δε θυμάσαι τίποτα; Εκείνη η
συνάδελφός σου, η Βαλαωρίτη, ειδοποίησε το 166...
- Και εκείνη
ήρθε στην κηδεία...
- Βρε, λύσσα
με την κηδεία! Αν πήγες σε κηδεία, σίγουρα ήταν κάποιου άλλου.
- Αφού σε
είδα... στο φέρετρο...
- Λες αν είχα
πεθάνει να μην το ήξερα;
- Μπορεί να
είσαι ακόμα σε κατάσταση σοκ...
- Σε
κατάσταση σοκ, προφανώς, είσαι εσύ! Σου λέω δεν πέθανα, τι πρέπει να κάνω για
να με πιστέψεις;
Ο Βεντούζας
κοίταξε το φάντασμα που μάλλον δεν ήταν φάντασμα. Ένιωθε ξύπνιος, δεν μπορεί να
ονειρευόταν. Κι αν δεν είχε πεθάνει ο Περικλής, τότε ποιος πέθανε;
- Δεν ξέρω,
απάντησε ο Περικλής, πάντως σίγουρα δεν ήμουν εγώ. Εκτός αν κάτι σου έκανα και
εννοείς ότι έχω πεθάνει για εσένα.
- Και τότε τι
έγινε; Μα δεν μπορεί να ονειρεύτηκα...
- Ξεχνάς ότι
ήσουν σε κώμα τόσες μέρες;
- Σε κώμα...
Α, ναι, το είπε η νοσοκόμα.
- Ήμουν σε
μια διημερίδα στην Πάρο, όταν το έμαθα. Τα παράτησα όλα και ήρθα. Τρεις
βδομάδες τώρα έρχομαι κάθε απόγευμα, μετά το Πανεπιστήμιο. Και, για να μην
αναρωτιέσαι, ούτε την Τατιάνα είδα, ούτε τη Λιλήθ, όλες αυτές τις μέρες...
Ο Βεντούζας
έμεινε σκεπτικός. Ώστε ό,τι του είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες ήταν αποκύημα
της φαντασίας του; Ούτε Λιλήθ, ούτε Τατιάνα, ούτε Παπαδοπούλου;
-
Παπαδοπούλου; Όχι, ούτε Παπαδοπούλου, πώς σου ήρθε, αν και είναι συνηθισμένο
επώνυμο, και τώρα που το σκέφτομαι, είναι μία νευροχειρουργός στο νοσοκομείο
που λέγεται έτσι...
Ο Βεντούζας
σιγά-σιγά του διηγήθηκε τα γεγονότα που πίστευε πως είχε ζήσει τις τελευταίες
ημέρες.
- Φαντασία
που την έχεις, είπε ο Περικλής. Μήπως να άρχιζες να γράφεις σενάρια; Πιο πολλά
λεφτά θα βγάζεις.
Ο Βεντούζας
χαμογέλασε.
- Δηλαδή, η
Λιλήθ δε μένει ακόμα στο πατρικό της; Δεν είναι χωρισμένη; Δεν έχει δύο παιδιά;
- Τι να σου
πω; Την τελευταία φορά που την είδα, πριν από πέντε χρόνια, ήταν ακόμα ελεύθερη
και τραβιόταν με έναν στρατιωτικό. Τώρα, αν στο μεταξύ παντρεύτηκε, δεν το
ξέρω. Πάντως, αν θυμάμαι καλά, το πατρικό της το έχει πουλήσει.
- Ούτε την
Τατιάνα την έχω δει τώρα τελευταία;
- Δεν μπορώ
να ξέρω ποιον έχεις δει τώρα τελευταία, μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Αν
σκεφτούμε, όμως, ότι η Τατιάνα, μετά από εσένα τα έφτιαξε με εκείνο το
μεγαλοστέλεχος της αεροπορικής εταιρείας όπου δούλευε και ότι ύστερα από λίγο
πήρε προαγωγή και τοποθετήθηκε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στη Μόσχα,
λίγο δύσκολο το κόβω να τα άφησε όλα αυτά για τα μάτια σου μόνο. Σε παραδέχομαι,
πάντως. Από αυτοπεποίθηση σκίζεις.
Ο Βεντούζας
έμεινε σκεπτικός. Ήταν τόσο σίγουρος ότι όλα είχαν γίνει όπως ακριβώς τα
θυμόταν…
- Τουλάχιστον
χαίρομαι που ζεις, είπε ύστερα από λίγο.
- Και εγώ το
ίδιο, είπε ο Περικλής, αν και προσπάθησες επίμονα να με πεθάνεις...
Έβαλαν τα
γέλια.
- Τι κάνετε
ακόμα εδώ; είπε η νοσοκόμα που άνοιξε την πόρτα για να ρίξει μια ματιά. Τα δέκα
λεπτά πέρασαν προ πολλού. Ο ασθενής χρειάζεται ξεκούραση. Πηγαίνετε!
Ο Περικλής
σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα.
- Τα λέμε
αύριο, είπε.
- Ναι,
απάντησε ο Βεντούζας.
Η πόρτα
έκλεισε και ο Βεντούζας έμεινε μόνος του στο δωμάτιο. Τα βιαστικά βήματα της νοσοκόμας
αντηχούσαν στο διάδρομο.
- Πολύ άγρια
αυτή η νοσοκόμα, σκέφτηκε ο Βεντούζας... και πολύ ξανθιά. Τόσο ξανθιά που τα
μαλλιά της φαίνονται σχεδόν άσπρα…