Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

36. Μια βαλίτσα ταξιδεύει ασυνόδευτη



-  Μπορώ να δω την κάρτα επιβίβασής σας, κύριε; ρώτησε ο υπάλληλος της ασφάλειας.
-   Φυσικά, είπε και έδωσε το διαβατήριο που κρατούσε στο χέρι του.
-   Θα χρειαστώ και την κάρτα επιβίβασης, είπε ο υπάλληλος.
Ο Βεντούζας κοίταξε το διαβατήριο, που βρισκόταν στα χέρια του υπαλλήλου. Μέσα στο διαβατήριο ήταν η κάρτα επιβίβασης, το θυμόταν καλά.
Ανήσυχος κοίταξε κάτω, αλλά δεν είδε τίποτα. Δεν του είχε πέσει από το χέρι, αλλιώς θα ήταν εκεί.
-   Λυπάμαι, κύριε, συνέχισε ο υπάλληλος της ασφάλειας, χωρίς κάρτα επιβίβασης δεν μπορώ να σας αφήσω να περάσετε.
Ο Βεντούζας κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, το μυαλό του ήταν ήδη αλλού.
-   Αν θέλετε, περάστε πιο δίπλα, εμποδίζετε τη σειρά. Πάρτε και το διαβατήριό σας.
Μηχανικά πήρε το διαβατήριο και το κοίταξε. Τουλάχιστον, ήταν το δικό του διαβατήριο, αλλά κάποιος του είχε πάρει την κάρτα επιβίβασης. Μήπως, όμως, είχε γίνει υπερβολικά καχύποπτος; Μήπως απλώς του είχε πέσει εκεί που καθόταν;
Γύρισε πίσω και έψαξε με αγωνία. Από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου τον καλούσαν ήδη να εμφανιστεί, είχε αργήσει.
-   Πού στα κομμάτια είναι; μονολόγησε.
Μίστερ Βεντούζας πληζ προσήντ του γκέιτ νάμπερ εϊτήν, συνέχιζε η φωνή στα αγγλικά.
Άρχισε να ψάχνεται ο ίδιος. Κοίταξε τις τσέπες του, ύστερα άνοιξε τις σημειώσεις, το βιβλίο του, τίποτα. Άφαντη η κάρτα επιβίβασης.
Πληζ προσήντ του γκέιτ νάμπερ εϊτήν, ξαναείπε η φωνή.
Νόου γκέιτ εϊτήν φορ μι, είπε ο Βεντούζας απογοητευμένος, λες και η φωνή επρόκειτο να τον ακούσει. Γκουντμπάι Ελσίνκι, συνέχισε.
Σωριάστηκε σε ένα κάθισμα. Και τώρα, τι θα γινόταν; Τι θα έπρεπε να κάνει; Έπρεπε να βγάλει καινούργιο εισιτήριο; Αλλά αν το ταξίδι για κάποιον λόγο έπρεπε να πραγματοποιηθεί τη συγκεκριμένη μέρα, αυτό δε θα είχε νόημα. Μήπως θα έπρεπε να περιμένει οδηγίες; Αλλά, από ποιον; Έτσι κι αλλιώς, σε αυτήν την ιστορία μάλλον ήταν μόνος. Όλοι έμοιαζαν να ξέρουν περισσότερα από εκείνον. Μόνο «ο Περικλής αντιλήφθηκε αυτόν τον παραλογισμό», είχε πει η Παπαδοπούλου, αλλά ο Περικλής δεν μπορούσε να τον βοηθήσει πια, η Νόρνα Σκουλντ τον επισκέφτηκε νωρίτερα. Σκουλντ, η Νόρνα που σήμαινε το πρέπον. Αφού όμως, η Νόρνα Σκουλντ ήταν το πρέπον, γιατί ήρθε νωρίτερα για τον Περικλή; Ήταν λίγο οξύμωρο, από τη μία είναι η Νόρνα που σχετίζεται με αυτό που πρέπει να γίνει – άρα ο Περικλής έπρεπε να «φύγει» όταν «έφυγε» – από την άλλη ήρθε νωρίτερα από όταν έπρεπε. Κι άλλος γρίφος. Ή, μήπως, η Παπαδοπούλου τον κορόιδευε;
Αλλά όχι, φαινόταν ειλικρινής, τουλάχιστον όσο ειλικρινής φαινόταν και η Τατιάνα τη νύχτα που πέθανε ο Περικλής. «Ξέρει πολύ περισσότερα από όσα λέει», είχε πει η Παπαδοπούλου, για την Τατιάνα, «έχει αποφασίσει να σας μπλέξει σε κάτι φοβερό»… Τι το φοβερό θα μπορούσε να υπάρχει, όπου να είναι μπλεγμένη η Τατιάνα, η ρώσικη μαφία;
Παρελθόν-παρόν-μέλλον, άρχισε να σκέφτεται. Η Ληλίθ του παρελθόντος είναι η Ληλίθ του παρόντος… Και η Τατιάνα, τότε, και αυτή ήταν και του παρελθόντος και του παρόντος. Μήπως αυτό σήμαινε ότι η ιστορία του με τις δύο γυναίκες απλώς δεν είχε τελειώσει ακόμα ή ότι δε θα τελείωνε ποτέ;
-   Προσέξτε τον, σκέφτηκε ξαφνικά. Προσέξτε τον.
Ήταν τα τελευταία λόγια της Παπαδοπούλου, προτού εξαφανιστεί από μπροστά του.
Ποιον θα έπρεπε να προσέξει, πάλι; Τον χρόνο; Τον άντρα της Ληλίθ; Τον Μπάσση; Τον πρύτανη; Τον γείτονα; Τον εαυτό του;
Οι σκέψεις του είχαν μετατραπεί σε φωνές μέσα στο κεφάλι του. Τις άκουγε όλες μαζί να διατυπώνονται μέσα στο μυαλό του και ήταν σαν σα είχε στο κρανίο του μία κυψέλη γεμάτη μέλισσες και όχι έναν εγκέφαλο. Οι φωνές άρχισαν να δυναμώνουν, τόσο που φαίνονταν πραγματικές.
-   Συγγνώμη, κύριε, ακούστηκε μία από τις φωνές καθαρότερα.
Ο Βεντούζας συνειδητοποίησε ότι αυτή η φωνή δεν έβγαινε από το κεφάλι του. Γύρισε πίσω του. Ένας νεαρός με σγουρά μαλλιά ήταν εκεί και τον κοίταζε.
-   Συγγνώμη, επανέλαβε ο νεαρός, αλλά μήπως χάσατε αυτό;
Ο Βεντούζας κοίταξε το χέρι που του έτεινε ο νεαρός. Ήταν η κάρτα επιβίβασής του!
«Προσέξτε τον».
Κοίταξε το νεαρό καχύποπτα.
-   Πού την βρήκατε; ρώτησε.
-   Ήταν πεσμένη εδώ δίπλα, κάτω από το κάθισμα.
-   Και πώς ξέρατε ότι ήταν δικιά μου;
-   Μια κυρία μου το είπε.
Η Παπαδοπούλου!
- …Ήταν ψηλή, ξανθιά, μάλλον ρωσίδα, συνέχισε ο νεαρός σαν να ήξερε ότι έπρεπε να την περιγράψει. Φορούσε κάποιο είδος στολής, μάλλον αεροσυνοδός…
Η Τατιάνα!
Ο Βεντούζας κοίταξε βιαστικά γύρω του, προσπαθώντας να διακρίνει την Τατιάνα ανάμεσα στο πλήθος. Άδικος κόπος. Δεν πειράζει, σημασία είχε προς το παρόν ότι θα μπορούσε να ταξιδέψει.
-   Ευχαριστώ, είπε στο νεαρό και πήρε την κάρτα επιβίβασης.
Μέσα στον ενθουσιασμό του δεν πρόσεξε ότι η πτήση προς Ελσίνκι είχε αφαιρεθεί από τον πίνακα αναχωρήσεων. Και ίσως γι’αυτό δεν ένιωσε την παραμικρή ζήλεια, που εκείνη την ώρα η ωραία τακτοποιημένη βαλίτσα του ταξίδευε ήδη, στριμωγμένη στο χώρο αποσκευών του αεροσκάφους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου