«Ραντεβού στο γνωστό μας μέρος. Θα σε περιμένω στις 8. Πρέπει να σου
μιλήσω ιδιαιτέρος»
-
Κι άλλη ανορθογραφία, σκέφτηκε ο Βεντούζας και ο νους
του πήγε κατευθείαν στη λέξη «αεροπορικός», που ήταν γραμμένη στο φάκελο που
είχε λάβει με το ταχυδρομείο.
Τι ήταν πάλι αυτό; Νέα συνάντηση του πρότεινε η Τατιάνα; Και τι άραγε
θα είχε να του πει; Ότι ίσως εκείνη ήταν πίσω από όλα αυτά, πίσω και από το
«αεροπορικός», πίσω και από το «ιδιαιτέρος»; Θα ομολογούσε έτσι απλά την ενοχή
της, ή ήθελε να του θολώσει τα νερά και πάλι; Μήπως ήθελε να τον παρασύρει στο
θάνατο, όπως πιθανώς (πιθανός, σύμφωνα με την Τατιάνα) είχε παρασύρει και τον
καημένο τον Περικλή;
Μπα, όχι, αν ήθελε να τον παρασύρει στο θάνατο, τότε γιατί δεν του
έδινε ραντεβού σε κανένα νταμάρι ή σε καμιά ερημική τοποθεσία; Σε ένα
ταβερνάκι, όπως το γνωστό τους μέρος, το να τον σκοτώσει θα ήταν μάλλον
δύσκολο. Εκτός αν ήθελε να τον δηλητηριάσει.
Αλλά, και πάλι, γιατί θα έπρεπε να του κλείσει ραντεβού; Δε θα μπορούσε
να τον σκοτώσει με ένα στημένο ατύχημα; Και τι μακάβριες σκέψεις ήταν αυτές;
Γιατί θα έπρεπε κάποιος να τον σκοτώσει;
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Και στο δρόμο είχε αυξηθεί η κίνηση.
Τώρα το λεωφορείο πήγαινε σχεδόν σημειωτόν.
- Δε
θα φτάσω ποτέ στο σπίτι, σκέφτηκε ο Βεντούζας και αναστέναξε.
Έπρεπε, τελικά, να πάει στο ραντεβού; Μήπως έπρεπε να αγνοήσει το
μήνυμα, έτσι ώστε να την αναγκάσει να αλλάξει τα τυχόν σχέδιά της; Και γιατί
όχι, εξάλλου; Εκείνη δεν είχε ξεκινήσει την ιστορία με τα εισιτήρια, τον έβαλε
να ετοιμαστεί για το Ελσίνκι και ύστερα του πήρε το εισιτήριο και δεν τον άφησε
να ταξιδέψει; Μία ανατροπή σχεδίων της την χρωστούσε.
Βέβαια, στο τηλέφωνο, του είχε πει ότι δεν ήταν εκείνη που του είχε
πάρει το εισιτήριο. Αλλά ποιος ένοχος ομολογεί την ενοχή του; Κι αν δεν ήταν
αυτή, ποιος άλλος μπορούσε να ήταν; Η Παπαδοπούλου, μήπως;
Και αν ήταν η Παπαδοπούλου, πότε του είχε πάρει το εισιτήριο, και
μάλιστα χωρίς εκείνος να το καταλάβει; Αφού οι δυο τους δεν είχαν ανταλλάξει
ούτε χειραψία. Μήπως την ώρα που η Παπαδοπούλου τον προειδοποιούσε, τάχα,
κάποιος άλλος του αφαιρούσε με τρόπο το εισιτήριο; Μήπως το «προσέξτε τον» που
είχε πει αναφερόταν σε εκείνον τον ίδιο και η Παπαδοπούλου απλώς ειδοποιούσε
τον κλέφτη του εισιτηρίου να προσέχει τον Βεντούζα; Πού βρισκόταν το εισιτήριο,
όση ώρα του μιλούσε η Παπαδοπούλου;
Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Θυμόταν, όμως, πολύ
καλά, το μήνυμα του Περικλή. «Με παρακολουθεί η Τατιάνα». Πώς θα μπορούσε,
λοιπόν, η Τατιάνα να ήταν αθώα, αφού παρακολουθούσε τον Περικλή;
Στη θύμηση του Περικλή αναστέναξε ξανά. Ήταν, τελικά, ο μόνος δικός του
άνθρωπος. Τώρα που πια δεν υπήρχε στη ζωή του, ο Βεντούζας ήταν πραγματικά
μόνος κι έρημος.
Πόσοι «κακοί» υπήρχαν σε αυτή την ιστορία, άραγε; Αυτός ήταν σίγουρα με
τους καλούς, δηλαδή ήταν ο μόνος καλός. Ο Μπάσσης θα μπορούσε να θεωρηθεί κι αυτός
καλός, αλλά του ήταν παντελώς άχρηστος. Κρίμα το πάθος του για τους γρίφους!
Αθώα και η Αγγελικούλα…
Η Παρθένα Βαλαωρίτη; Α, αυτή ένοχη! Ένοχη που του την έπεφτε με κάθε
ευκαιρία, ένοχη που γνώριζε τη Λιλήθ… Ένοχη, αλλά με ελαφρυντικά. Τον είχε
ενημερώσει για το χωρισμό της Λιλήθ, όπως και να το κάνεις. Από την άλλη, πόσο
καλά την ήξερε τη Λιλήθ; Ήξερε και για την παλιά τους σχέση; Σίγουρα θα ήξερε.
Και τότε, μήπως οι πληροφορίες που του έδωσε για τη Λιλήθ ήταν εγκεκριμένες από
την ίδια τη Λιλήθ; Ένοχη, χωρίς ελαφρυντικά!
Η Τατιάνα; Ένοχη, ασυζητητί. Εμφανίστηκε από το πουθενά, μέσω του
τηλεφώνου, ύστερα μια συνάντηση στο ταβερνάκι, που διακόπηκε από την είδηση της
επίθεσης στον Περικλή, η επίσκεψη στο νοσοκομείο, μετά εξαφανίστηκε, και
εμφανίστηκε και πάλι όταν έγινε η επίθεση στο γραφείο του, όπου βρισκόταν και η
Βαλαωρίτη, μέσω τηλεφώνου που έγινε στο σπίτι της Λιλήθ, η οποία του αποκάλυψε
ότι είχε γνωριστεί με την Τατιάνα σε ένα ταξίδι.
Και αν ήταν ένοχη η Τατιάνα, πόσο πολύ πιο ένοχη ήταν η Λιλήθ, που είχε
εξαφανιστεί από τη ζωή του, αλλά του είχε αφήσει το μαξιλάρι με τα χαρτάκια,
για τα οποία δήλωνε ότι δεν γνώριζε τίποτα, όπως δήλωνε ακόμα παντρεμένη με τον
δικηγόρο της φωτογραφίας…
Και, φυσικά, ένοχη και η Παπαδοπούλου, που είχε εισβάλει στη ζωή του και είχε δώσει το έναυσμα για όλον αυτόν τον κυκεώνα.
-
Τελικά είμαι μόνος μου σε αυτήν την ιστορία, σκέφτηκε
άλλη μια φορά ο Βεντούζας. Μόνος μου εναντίον όλων.
Ένιωσε εντονότερα από κάθε άλλη φορά σαν να ήταν πιόνι στα χέρια ενός αόρατου
παίκτη, μόνο που τον παίκτη μάλλον τον ήξερε. Ή, μάλλον, τους παίκτες.
Ξαφνικά ένιωσε θυμό. Με ποιο δικαίωμα έπαιζαν μαζί του; Και γιατί
εκείνος το επέτρεπε;
-
Ήρθε η ώρα να πάρω την τύχη μου στα χέρια μου, σκέφτηκε
αποφασιστικά. Δε θα είμαι το πιόνι κανενός!
Τραντάχτηκε στη θέση του. Το λεωφορείο είχε φρενάρει. Είχαν φτάσει στο
τέρμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου