Ο Βεντούζας
ξανάνοιξε τα μάτια του. Πόσο είχε κοιμηθεί από την τελευταία φορά; Δεν μπορούσε
να το υπολογίσει. Ένιωθε όλο το κορμί του ναρκωμένο.
- Ο
ασθενής έμεινε αρκετό καιρό σε καταστολή, άκουσε μία άγνωστη σε αυτόν φωνή.
Αφού οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν αποκατασταθεί, νομίζω πως ήρθε η ώρα να
ελαττώσουμε τη φαρμακευτική αγωγή, μέχρι την πλήρη αποθεραπεία, τι λέτε κι εσείς,
δόκτωρ Σκούλντερ;
- Ναι,
συμφωνώ κι εγώ, ακούστηκε μια δεύτερη, γηραιότερη φωνή.
Ο Βεντούζας
γύρισε το κεφάλι του προς την πηγή του ήχου. Τρεις γυναίκες, οι δύο με λευκές,
ιατρικές μπλούζες, η τρίτη με στολή νοσοκόμας, συζητούσαν.
Η μία από τις γιατρούς,
η γηραιότερη, κρατούσε και έναν φάκελο στα χέρια της, τον φάκελο με το ιστορικό
του, μάλλον. Το πρόσωπό της φαινόταν πολύ ρυτιδιασμένο και τα μαλλιά της ήταν
ολόασπρα. Πολύ μεγάλη για να δουλεύει ακόμα, πιθανώς, αλλά για τους γιατρούς ίσως
να μην υπάρχει όριο ηλικίας.
Η δεύτερη, η
νεότερη γιατρός, ήταν κοκκινομάλλα και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο φακίδες.
Νόστιμη κοπέλα, δεν θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι ήταν γιατρός, και με
μια ομορφιά ιδιαίτερη. Έμοιαζε ξένη. Σε εκείνη, προφανώς, ανήκε η πρώτη φωνή
που είχε ακούσει ο Βεντούζας μόλις ξύπνησε.
- Α, γιατρέ,
ο ασθενής ξύπνησε, είπε η νοσοκόμα, που εκείνη την ώρα έτυχε να γυρίσει το
κεφάλι της προς το μέρος του Βεντούζα.
- Ακριβώς
αυτό που λέγαμε, γιατρέ Ουρντεζίδου, είπε η ηλικιωμένη γιατρός. Δεν υπάρχει
λόγος να τον κρατάμε άλλο σε καταστολή. Να μειωθεί η αγωγή στο μισό για τις επόμενες
τρεις μέρες και το ξαναβλέπουμε τότε.
- Πώς
αισθάνεστε; ρώτησε η νοσοκόμα τον Βεντούζα.
- Πολύ
κουρασμένος, είπε εκείνος με δυσκολία.
Οι μέρες που
είχαν περάσει, σαν να του είχαν στερήσει την ικανότητα της ομιλίας.
- Αυτό
είναι λογικό, απάντησε η νοσοκόμα. Ύστερα από την ταλαιπωρία που υποστήκατε…
- Τι
συνέβη;
- Πάθατε
ένα οξύ ισχαιμικό επεισόδιο, αλλά ευτυχώς καταφέρατε να συνέλθετε. Είχατε
ξαναπάθει κάτι παρόμοιο, δεν είναι έτσι;
Ο καθηγητής
προσπάθησε να θυμηθεί. Είχε ξαναπάθει κάτι παρόμοιο; Ίσως ναι, ίσως όχι, δεν
μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Η νοσοκόμα του χαμογέλασε. Τα μαλλιά της ήταν πολύ
ξανθά, σχεδόν άσπρα.
- Καλά,
μην πιέζεστε προσπαθώντας να θυμηθείτε, του είπε. Το θέμα είναι πως αναρρώνετε
και σύντομα θα είστε εντελώς καλά.
- Αδελφή,
αφήστε τον ασθενή να ησυχάσει, είπε η νέα γιατρός, και ακολουθήστε μας στον
διπλανό θάλαμο. Η δόκτωρ Σκούλντερ πετάει σε λίγες ώρες και πρέπει να προλάβει
να δει όλους τους ασθενείς προτού φύγει.
- Έρχομαι,
γιατρέ, είπε η νοσοκόμα.
- Πώς σας
λένε; τη ρώτησε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια ο Βεντούζας.
- Μαρία,
είπε εκείνη. Μαρία Δαβερντάντη.
- Ευχαριστώ,
Μαρία, είπε εκείνος και χαμογέλασε με κόπο.
Οι τρεις
γυναίκες έφυγαν. Ο Βεντούζας έμεινε μόνος. Δοκίμασε να κουνηθεί. Τα κατάφερε,
αν και με δυσκολία. Πώς το είχε πάθει το επεισόδιο; Τι μπορούσε να θυμηθεί;
Α, ναι,
σιγά-σιγά άρχισαν να του έρχονται εικόνες στο μυαλό: ένα αεροδρόμιο, και το
σπίτι της Λιλήθ, μια φωτογραφία με δύο παιδάκια, να και η Τατιάνα ντυμένη
αεροσυνοδός, η κυρία Αντιγόνη να καθαρίζει στο σπίτι , το γραφείο του στο
Πανεπιστήμιο…
Η πόρτα άνοιξε.
Μια νοσοκόμα – όχι η Μαρία – μπήκε μέσα.
- Α, είστε
ξύπνιος, είπε, τι καλά! Ο γιατρός διέταξε να σας βγάλουμε τον ορό. Σήμερα θα
αρχίσετε να τρώτε και πάλι κανονικά. Βέβαια, όταν λέμε κανονικά εννοούμε
ελαφρά. Σουπίτσα και, αν μπορέσετε, και κομπόστα.
- Είναι
πολύ έμπειρη η γιατρός, έτσι; ρώτησε εκείνος.
- Ποια
γιατρός; Ό γιατρός, εννοείτε, είπε η νοσοκόμα.
- Η
δόκτωρ Σκούλ…ντερ.
- Σκούλντερ;
Τι όνομα είναι αυτό;
- Της γιατρού.
- Μα
δεν υπάρχει γιατρός με τέτοιο όνομα.
- Πώς
δεν υπάρχει, τώρα ήταν εδώ.
- Θα το
φανταστήκατε.
- Μα
όχι, ήταν εδώ με την άλλη τη γιατρό, την…, πώς ήταν το όνομά της, Ουρντοκάτι,
Ουρντοζίδου, Ουρντεζίδου, κάπως έτσι…
- Κι
αυτό θα το φανταστήκατε.
- Μα
δεν μπορεί, και τη Μαρία τη φαντάστηκα;
- Όχι,
Μαρία υπάρχει.
- Ε,
τότε;
- Εγώ
είμαι η Μαρία.
- Όχι,
εγώ εννοώ την άλλη, την… Δαβέρντη, Δαβερντίνα, Δαβερντάτη, αχ, δεν μπορεί,
είναι μία πολύ ξανθιά, τόσο ξανθιά που το μαλλί της φαίνεται άσπρο…
- Όχι,
δεν υπάρχει νοσοκόμα όπως μου την περιγράφετε, στον ύπνο σας θα την είδατε και
αυτήν.
- Είναι
ποτέ δυνατόν;
- Και
πώς να μην είναι; Ξεχνάτε ότι τόσες μέρες τώρα βρίσκεστε σε καταστολή; Λέτε πως
τα φάρμακα δεν μπορούν να προκαλέσουν παραισθήσεις; Εσείς μόλις τώρα συνήλθατε.
-
Συνήλθα; αναρωτήθηκε ο Βεντούζας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου