Το τηλέφωνο
χτύπησε εφτά φορές. Τόσες χρειάστηκαν μέχρι να το ακούσει η Τατιάνα, που είχε
βάλει μουσική και έκανε την πρωινή της γυμναστική.
- Έλα,
πού είσαι; ακούστηκε ανήσυχη η φωνή της Λιλήθ.
- Τι
συμβαίνει; ρώτησε εκείνη παραξενεμένη, καθώς ήταν η πρώτη φορά που η Λιλήθ της
τηλεφωνούσε και δεν συνέβαινε το αντίθετο.
- Δεν
έμαθες τίποτα;
- Όχι,
τι έγινε; Ο Μάριος;
- Ποιος
Μάριος, ο Μάριος είναι εκεί που τον αφήσαμε, δεν έπαθε τίποτα ο Μάριος…
- Τότε
ποιος έπατε;
- Η
Παρθένα…
- Τι
έπαθε;
- Είναι
στο νοσοκομείο, μάλλον δηλητηρίαση…
- Δηλητηρίαση;
- Ναι,
ξέρεις εσύ τίποτα;
- Τι να
ξέρω εγκώ, εσείς είστε γειτόνισσες, εγώ πώς να ξέρω;
Η Λιλήθ δεν
απάντησε.
- Τι
εννοείς; ρώτησε η Τατιάνα, εννοώντας ξαφνικά τι κρυβόταν πίσω από την ερώτηση
της Λιλήθ. Θέλεις να πεις ότι εγώ έχω σκέση με τη δηλητηρίαση; Από πού κι ως
πού;
- Δεν
ξέρω, ίσως να ήθελες να την βγάλεις από τη μέση για κάποιον λόγο…
- Για
άκουσε να σου πω, εγώ δολοφόνος ντεν είμαι, και να ψάξεις αλλού να ρίξεις
ευτύνες…
- Συγγνώμη,
είπε η Λιλήθ μετανιωμένη, δεν ξέρω τι λέω και τι σκέφτομαι, είναι από την
ταραχή…
- Ποτέ
σου δεν με εμπιστεύτηκες.
- Ούτε
εσύ εμένα.
- Είπαμε
ότι έκουμε έναν σκοπό…
- Ναι,
έχεις δίκιο, συγγνώμη.
- Και
πώς ντηλητηριάστηκε η Παρθένα;
- Δεν
ξέρω, τώρα θα πάω στο νοσοκομείο, ό,τι ξέρω είναι αυτό που μου είπε η νοσοκόμα
στο τηλέφωνο, το τηλέφωνό μου ήταν αποθηκευμένο στο κινητό της. Έλαβαν μία
κλήση από εκείνη, μου είπε, εχθές το βράδυ, και μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο
στο σπίτι βρισκόταν ήδη σε κωματώδη κατάσταση. Ακόμα δεν ξέρουν αν θα την
γλιτώσει, ούτε τι είδους βλάβες έχουν προκληθεί στον οργανισμό της από το
δηλητήριο.
- Σε
ποιο νοσοκομείο βρίσκεται;
- Όσο
περίεργο κι αν φαίνεται, είναι στο ίδιο νοσοκομείο όπου βρίσκεται ο Μάριος.
- Μη
μου πεις ότι είναι και σε διπλανά κρεβάτια…
- Ε,
όχι, αυτό θα παραήταν σύμπτωση. Σε άλλο όροφο βρίσκεται, δωμάτιο 327.
- Καλά,
θα έρτω και εγώ αργότερα.
- Εντάξει,
σε αφήνω τώρα. Πρέπει να πάω τα παιδιά στο σχολείο.
Η Τατιάνα
έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινε να το κοιτάζει αφηρημένη. Ποιος να ήθελε να
δηλητηριάσει την τρίτη της παρέας και γιατί; Μήπως ήταν ατύχημα; Μήπως είχε
φάει κάτι στο οποίο ήταν αλλεργική χωρίς να το ξέρει; Μήπως είχε προσπαθήσει να
αυτοκτονήσει;
Αυτό το
τελευταίο δεν της φάνηκε και πολύ πιθανό, αλλά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Η
Βαλαωρίτη ήταν γενικά κλειστός άνθρωπος και η Λιλήθ με την Τατιάνα δεν την
είχαν ακούσει ποτέ να τους παραπονιέται ανοιχτά για κάτι, με εξαίρεση την
αδιαφορία του Βεντούζα, φυσικά. Μήπως ήταν άρρωστη; Μήπως αισθανόταν τύψεις για
το παιχνίδι που είχαν παίξει στον Βεντούζα;
Σαν σε όνειρο,
άκουσε το κουδούνι της πόρτας.
- Τι
γίνεται σήμερα; αναρωτήθηκε. Τη μια το τηλέφωνο, την άλλη η πόρτα…
- Καλή
σας μέρα, είπε μια νέα κοπέλα με πολύ ξανθά, σχεδόν άσπρα μαλλιά. Είμαι από τη
ΔΕΗ και θα ήθελα να σας ενημερώσω για τη διακοπή ρεύματος που θα έχει η περιοχή
σας σήμερα το μεσημέρι, μεταξύ 12 και 2.
- Μα
καλά, από πότε χτυπάτε τα κουδούνια γκια να το πείτε, εγώ ήξερα πως αφήνετε
χαρτάκια…
- Ναι,
είπε η κοπέλα, αφήνουμε και χαρτάκια, όμως επειδή είναι ακόμα νωρίς και έχω
χρόνο, πήρα την πρωτοβουλία να ενημερώσω τους ενοίκους αυτοπροσώπως.
- Καλά,
ευχαριστώ για την πληροφορία.
Άγριες κραυγές
ακούστηκαν ξαφνικά. Η Τατιάνα τινάχτηκε, τρομαγμένη.
- Καλέ,
μην τρομάζετε, το κινητό μου είναι, είπε η κοπέλα χαμογελώντας.
- Περίεργκος
ήχος κλήσης…
- Λόρντι,
είπε η άλλη και ξαναχαμογέλασε. Ναι, είπε στο τηλέφωνο. Α, εσύ; Τι θέλεις; Δεν
σου είπα να μην με ξαναενοχλήσεις;
Η Τατιάνα έκανε
να κλείσει την πόρτα, αλλά η κοπέλα την κοίταζε μέσα στα μάτια με τέτοιον τρόπο
που ντράπηκε, και έτσι έμεινε στη θέση της, δίπλα στη μισάνοιχτη πόρτα.
- Μωρέ,
τι μας λες; Εσύ να φύγεις από τη μέση! Καλά, καθόλου αυτοσεβασμό δεν έχεις; Τι
περιμένεις από έναν άντρα που είναι με άλλη; Αλλά έτσι είστε όλες οι πουτάνες,
δεν σας κάνουν οι ελεύθεροι, προτιμάτε τους δεσμευμένους!
Η κοπέλα
συνέχιζε να κοιτάζει την Τατιάνα μέσα στα μάτια, σαν να απευθυνόταν σε εκείνη.
- Θα
μιλάω όπως θέλω, συνέχισε, το κινητό είναι δικό μου και, αν θυμάμαι καλά, εσύ
με κάλεσες! Λοιπόν, σου το λέω για τελευταία φορά, μακριά από τον άντρα μου,
αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα!
Έκλεισε
θυμωμένη το τηλέφωνο.
- Συγκνώμη,
είπε η Τατιάνα, δεν ήθελα να ακούσω…
- Δεν
πειράζει, είπε εκείνη, είναι μία που γυροφέρνει τον φίλο μου. Τους έκανα
τσακωτούς μια φορά, πριν από δύο χρόνια. Εκείνος μου ορκίστηκε ότι ήταν σχέση
της μιας βραδιάς και ότι δεν θα την ξανάβλεπε και είπα να του δώσω μια
ευκαιρία. Αλλά τους τελευταίους δυο μήνες αυτή η σκρόφα ξαναεμφανίστηκε στη ζωή
μας και άρχισε να τον πολιορκεί. Και έχει και το θράσος να μου ζητάει να της
τον αφήσω! Το γύναιο!
Η κοπέλα
κοίταξε και πάλι την Τατιάνα μέσα στα μάτια.
- Ειλικρινά,
αν με ρωτήσει κανείς τι ποινή πιστεύω πως αξίζει σε όλες αυτές που κλέβουν τους
άντρες των άλλων γυναικών, θα έλεγα πίσσα και πούπουλα! Αναχρονιστικό, ίσως,
αλλά το μόνο που αρμόζει, δεν νομίζετε;
Η Τατιάνα δεν
ήξερε τι να απαντήσει.
- Τέλος
πάντων, είπε η άλλη. Σας αφήνω τώρα, να πάω να ενημερώσω και τα άλλα διαμερίσματα.
Καλή σας μέρα.
- Πάει,
τρελλάθηκε ο κόσμος, σκέφτηκε η Τατιάνα.
Έπρεπε να πάει
στο νοσοκομείο. Πλύθηκε, άλλαξε ρούχα, ήπιε και έναν καφέ, και βγήκε στο
διάδρομο της πολυκατοικίας. Η ώρα ήταν 9.15. Το ασανσέρ σαν να την περίμενε.
Μπήκε μέσα. Κάποιος είχε πατήσει το κουμπί στον έκτο. Πάτησε το κουμπί του
ισογείου. Η πόρτα έκλεισε και το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει.
Πού θα
κατέληγαν όλα αυτά; Έμοιαζε σαν να έκανε γύρω-γύρω όλοι. Πάνω που συνερχόταν ο
Βεντούζας, να’σου τώρα στο νοσοκομείο η Βαλαωρίτη. Δωμάτιο 327 δεν είχε πει η
Λιλήθ;
Η πόρτα του
ασανσέρ άνοιξε. Δεν ήταν κανείς. Η πόρτα ξανάκλεισε.
Βέβαια, εδώ που
τα λέμε, η Τατιάνα δεν της είχε και καμιά ιδιαίτερη υποχρέωση της Βαλαωρίτη. Απλώς,
είχε τύχει να συνεργαστούν…
Ξαφνικά, όλα
σκοτείνιασαν. Και η Τατιάνα ένιωσε να πέφτει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου