«Με παρακολουθεί η Τατιάνα»; Άλλο πάλι και τούτο. Πώς ήταν δυνατόν η Τατιάνα να είναι μέλος αυτής της πλεκτάνης απέναντί του; Και γιατί ο Περικλής είχε αφήσει αυτό το κωδικοποιημένο μήνυμα για τη Ρωσσίδα φίλη του καθηγητή; Όλα οδηγούσαν στο γεγονός ότι η αεροσυνοδός δεν έφερε απλώς κάποια ευθύνη για τα όσα είχαν συμβεί, αλλά έπαιζε έναν σημαντικότατο, αν όχι πρωταρχικό ρόλο σε όλα αυτά, και δυστυχώς ο ίδιος κινούνταν όλες αυτές τις μέρες υπό το άγρυπνο βλέμμα της, έχοντας πλήρη άγνοια. Άλλωστε δεν ήταν διόλου συμπτωματικό ότι εκείνη τον είχε ενθαρρύνει να ταξιδέψει στη Φινλανδία με την Μαριάννα Παπαδοπούλου. Και τώρα απέμεναν ελάχιστες μέρες μέχρι την ημέρα που θα "αντάμωνε" με εκείνη τη μυστηριώδη γυναίκα, η οποία είχε στοιχειώσει τη ζωή του μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Αυτές τις λίγες μέρες που μεσολάβησαν πριν από τη μοιραία εκείνη συνάντηση, ο καθηγητής είχε βασανίσει το μυαλό του με χιλιάδες σκέψεις, κυρίως αρνητικές. Αν η Παπαδοπούλου ήταν μια κατά συρροή δολοφόνος που το μόνο που επιθυμούσε ήταν να σκορπίσει τον θάνατο; Τί θα γινόταν αν τον περίμεναν και οι δύο γυναίκες στο αεροδρόμιο και του είχαν στήσει κάποιο θανατηφόρο κόλπο; Τέτοιο καρτέρι ούτε στην χειρότερη φαντασία του δεν θα ήθελε να ζήσει. Εξάλλου δεν θα ήταν η πρώτη φορά που σε αεροδρόμιο κάποιας χώρας θα συνέβαινε κάποια δολοφονία: εκεί άνθρωποι πάνε και έρχονται μέσα στο άγχος και τα νεύρα για να προλάβουν την πτήση τους, οπότε παρότι δημόσιος χώρος, το αεροδρόμιο δεν έπαυε να αποτελεί ιδανικό χώρο για κάθε λογής σκευωρία. Πολλές ήταν οι στιγμές που σκέφτηκε ο Βεντούζας να υπαναχωρήσει από φόβο και τρομερή ανασφάλεια για το τι θα μπορούσε να του συμβεί. Το βράδυ πριν από το ταξίδι, όμως, πήρε την μεγάλη απόφαση, δαγκώνοντας τα χείλια του και σφίγγοντας τα χέρια του. "Θέλω τη ζωή μου πίσω", αναφώνησε όλος αποφασιστικότητα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν πήγαινε στην πηγή του κακού, αντί να παραμένει στην Αθήνα και να τρέμει ότι από στιγμή σε στιγμή ότι θα τυλιχτεί το σπίτι του στις φλόγες ή θα δεχθεί επίθεση από κάποιον άγνωστο παρανοϊκό.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Ο καθηγητής είχε πακετάρει με περισσή επιμέλεια τα πουκάμισα, τις γραβάτες και λοιπά αντικείμενα που θεωρούσε άκρως απαραίτητα για τις εξορμήσεις του στο εξωτερικό, όπως την Ανθολογία σκανδιναβικής ποίησης και την Γκέστα Ντανόρουμ του Σάξο Γκραμάτικους. Επίσης, κρατούσε έναν φάκελο με τις σημειώσεις του Περικλή και του Μπάσση. "Χαζό από μέρους μου", συλλογίστηκε. "Κατευθύνομαι στο στόμα του λύκου και παίρνω μαζί μου ό,τι θα μπορούσε να διαλευκάνει το μυστήριο". Δεν είχε όμως καμία άλλη επιλογή.
Πήρε το εξπρές λεωφορείο. Εκτός από ένα ζευγάρι Δανών, που έκανε άκρως επικριτικά σχόλια για το κυκλοφοριακό χάος της ελληνικής πρωτεύουσας, δεν υπήρχε κανένας άλλος επιβάτης. Έφθασε πολύ γρήγορα και κατευθύνθηκε στην αίθουσα αναχωρήσεων. Δυστυχώς, είχε ήδη συγκεντρωθεί πολύς κόσμος δίπλα στο γκισέ... με το βλέμμα αναζήτησε την Μαριάννα Παπαδοπούλου. Προς μεγάλη του έκπληξη, άκουσε μια γυναικεία φωνή να καλεί το όνομά του: "Κύριε Βεντούζα, Μαριάννα Παπαδοπούλου εδώ. Επιτέλους ήρθατε".
Έντρομος γύρισε και αντίκρυσε τη γυναίκα που μερικές μέρες νωρίτερα τον είχε απειλήσει με όπλο. Ήταν ντυμένη κομψά, χαμογελούσε και δεν έδειχνε την παραμικρή αμηχανία, για αυτή την συνάντηση που φαινόταν να έχει βγει από το θέατρο του παραλόγου. "Μην ανησυχείτε, δεν δαγκώνω. Έχετε κάθε λόγο να με εμπιστευθείτε. Είμαι εδώ για τον ίδιο λόγο που βρίσκεσθε και σεις. Για τις Νόρνες."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου