Φόρεσε μια γαλάζια ρόμπα για τα
μικρόβια και μπήκε στον ειδικό θάλαμο. Ο Περικλής κοιμόταν ή έτσι τουλάχιστον
έδειχνε, στην πραγματικότητα έδινε έναν μεγάλο αγώνα να κρατηθεί στη ζωή. Τα
τραύματά του ήταν βαθιά, είχαν πειραχτεί αρκετά όργανα κι η ακατάσχετη
εσωτερική αιμορραγία δεν άφηνε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας στους γιατρούς. Πολλά
και μικρά σωληνάκια τον βοηθούσαν σε αυτόν τον άνισο αγώνα. Αυτά που είχε στις
φλέβες στο δεξί του χέρι, κατέληγαν σε κάτι απαρχαιωμένα μηχανήματα, θύμιζαν
παλιά ραδιόφωνα, εκείνα με τα πολλά κουμπιά, διέθεταν όμως φωτεινές ενδείξεις
και έβγαζαν ένα μονότονο πιπ-πιπ, ενώ άλλα πιο λεπτά περνούσαν κυματάκια αέρα στα
ρουθούνια του, εκείνο, όμως, που ξεχώριζε ήταν ένας μεγάλος σωλήνας στο στόμα
του που του παρείχε τροφή, τι τροφή, δηλαδή, υγρά με ηλεκτρολύτες. Αν κάτι από αυτά έβγαινε από τη θέση του, αν
κατά λάθος ένα σωληνάκι δε βρισκόταν στη θέση που έπρεπε να είναι, τότε ο
οργανισμός του θα σταματούσε να λειτουργεί, όπως ακριβώς οι ηλεκτρικές συσκευές
όταν είναι εκτός παροχής ρεύματος, τον είχαν προειδοποιήσει οι γιατροί την ώρα
που ετοιμαζόταν να τον επισκεφθεί.
Θυμήθηκε πως την τελευταία φορά
που μίλησαν στο τηλέφωνο του το έκλεισε απότομα καθώς περίμενε το τηλεφώνημα της
Τατιάνας. Είχε προλάβει να του πει πως τον είχε πάρει προηγουμένως εκείνη τηλέφωνο
και τον ρωτούσε για τη ζωή του. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είχαν καμία σημασία τώρα που
ο φίλος του έδινε τη σκληρότερη και την πιο άνιση μάχη. Όλα του φαίνονταν
αστεία και ανόητα. Τι να περνά άραγε τώρα από το μυαλό του Περικλή ή μήπως δεν
περνά τίποτα; Έχει άραγε την αίσθηση πόσο κοντά στο τέλος του βρίσκεται, πως η
κατάστασή του είναι μη αναστρέψιμη, αναρωτήθηκε ο Βεντούζας, αλλά τι κάθομαι
και σκέφτομαι, τώρα ο φίλος μου χρειάζεται θετικές σκέψεις κι εμένα με έπιασαν
υπαρξιακές ανησυχίες, πόσο μαλάκας είμαι, είπε και κάθισε στην καρέκλα πλάι στο
προσκεφάλι του βάζοντας τα κλάματα.
Είχε σκύψει άθελά του προς το
μέρος του κρεβατιού, ακουμπούσε σχεδόν το σεντόνι που τον σκέπαζε, όταν ένα
ελαφρό άγγιγμα στο αριστερό του χέρι τον γαργάλησε. Περικλή, φώναξε έκπληκτος
με μια υποψία ελπίδας ζωγραφισμένη στο πρόσωπο. Αλλά ο Περικλής εξακολουθούσε
το ίδιο ατάραχος, όπως πριν, δεν μπορεί θα το φαντάστηκα, είπε, κοιτώντας
ανήσυχος το χέρι του φίλου του και τα ακίνητα δάχτυλά του. Μετά από λίγα
δευτερόλεπτα τα δάχτυλα έκαναν μικρές σπασμωδικές κινήσεις, σαν να προσπαθούσαν
να πουν κάτι ή ίσως να δείξουν, αλλά τι, δεν ήξερε να πει, τα είχε χαμένα. Ο
δείκτης υψώθηκε περισσότερο από τα υπόλοιπα δάχτυλα κι ο Βεντούζας προσπάθησε
να φανταστεί προς τα πού έφτανε η αδιόρατη γραμμή που σχημάτιζε. Απέναντι από
το κρεβάτι υπήρχε ένα ντουλάπι, όπου συνήθως φυλάσσουν προσωπικά αντικείμενα
του ασθενή. Ο Περικλής εξακολουθούσε όμως, να έχει κλειστά τα μάτια, δεν μπορεί
να του έδειχνε κάτι, ήταν εντελώς γελοίο και μόνο σαν ιδέα, και σε αυτήν την
σκέψη ο Βεντούζας έβαλε τα γέλια. Ο δείκτης σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια
ξανάδειχνε προς το ντουλάπι ή έτσι φανταζόταν εκείνος και δεν άντεξε, πήγε να
το ανοίξει. Στο εσωτερικό ήταν κρεμασμένα ένα πουκάμισο, ένα παντελόνι κι ένα
καφέ σακάκι, και στο ψηλότερο ράφι υπήρχε ο χαρτοφύλακας του φίλου του. Από
καθαρή περιέργεια τον άνοιξε και μέσα σε ένα τσεπάκι βρήκε ένα χαρτί όπου είχε
γραφτεί με μολύβι το εξής: ΙΗΒ 1058. Μάλιστα είχε περαστεί από πάνω πιο έντονα το
Β και το 8 σαν να αποκάλυπταν κάτι συγκεκριμένο. Τότε του ήρθε στο νου το 2 και
το 8, οι αριθμοί που του είχε δώσει εκείνη τη μέρα με τόση αγωνία για να τους αποκρυπτογραφήσει.
Εκείνος όμως επέμενε πως το θέμα δεν ήταν οι ίδιοι οι αριθμοί αλλά το πώς
συνδέονται αυτοί με τον αποστολέα του γράμματος. Και τότε του ήρθε σαν αναλαμπή
πως το σημείωμα του Περικλή αντιστοιχούσε στον αριθμό πινακίδας του αυτοκινήτου
στο οποίο επιβιβάστηκε η Μαριάννα Παπαδοπούλου τη μέρα που κατάλαβε πως τον
παρακολουθούσε. Ήταν φανερό λοιπόν, η Μαριάννα Π. είχε δημιουργήσει όλη αυτή τη
μυστηριώδη πλεκτάνη. Ναι, αλλά τι θα κέρδιζε από αυτό, δεν ήξερε να πει, ούτε αν
εκείνη ευθυνόταν για την επίθεση στον Περικλή.
Καθώς σκεφτόταν αυτά μπήκαν δυο
νοσοκόμες κι ένας γιατρός μέσα ξαφνικά, πρέπει να περάσετε έξω, του είπαν και
σχεδόν τον έδιωχναν, τι συμβαίνει, ο Περικλής είναι καλά;, αφήστε μας να
κάνουμε τη δουλειά μας, του είπαν εκνευρισμένοι και η πόρτα έκλεισε πάνω στο πρόσωπό του. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά της περιμένοντας κάποιον να την
ανοίξει και να του δώσει νεότερα. Το σημείωμα του Περικλή που εξακολουθούσε να
κρατά στο δεξί του χέρι, άρχισε να μουσκεύει από τον ιδρώτα.
Ο γιατρός βγήκε μετά από λίγη
ώρα. Δυστυχώς κάναμε ό, τι περνούσε από το χέρι μας, του είπε αρκετά άκομψα
χτυπώντας του ελαφρά τον αριστερό ώμο σε ένδειξη συμπαράστασης.
Η Τατιάνα δίπλα του ξέσπασε σε
λυγμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου