- Για μένα; ρώτησε απορημένος ο Βεντούζας.
- Ναι, για εσένα Μάριε. Τι δεν κατάλαβες; απάντησε η Λιλήθ.
Ήταν η ιδέα του ή ο τόνος της φωνής της ήταν ξαφνικά επιθετικός; Μα, ποιος μπορεί να ήταν; Πλησίασε προς το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό.
- Παρακαλώ; είπε διστακτικά.
- Μάριγε; Η Τατιάνα είμαι.
- Τατιάνα; έκανε έκπληκτος ο καθηγητής. Δεν έφυγες;
- Έφυγα, Μάριγε. Από τον Καναδά σου τηλεφωνώ.
Ο τόνος της ήταν κοφτός και αδιάφορος. Φαινόταν σαν να ήθελε να του δείξει ότι του κρατάει μούτρα για την συμπεριφορά του.
- Σε παίρνω μόνο (τόνισε τη λέξη μόνο) επειδή με ειδοποίησε μία Ουρανίγια ότι η κηδεία του Περικλή είναι αύριγιο. Εγκώ δεν θα μπορώ να είμαι εκεί, αλλά θα ήθελα να στείλω ένα στεφάνι στη μνήμη του. Θα το φροντίσεις εσύ σε παρακαλώ;
- Αύριο... η κηδεία... Ναι, ναι, φυσικά, θα το κανονίσω, μην ανησυχείς.
- Εντάξει, γκεια σου, είπε και έκανε να κλείσει το τηλέφωνο.
- Περίμενε, φώναξε ο Βεντούζας.
- Τι θέλεις; (ο απότομος τρόπος συνεχιζόταν.)
- Γιατί πήρες εδώ; Πώς ήξερες ότι θα είμαι εδώ;
- Ντεν το ήξερα. Ντεν σε έβρισκα πουθενά. Το κινητό σου είναι, ως συνήθως, κλειστό (ήταν αλήθεια, σπάνια θυμόταν να το φορτίσει), στο σπίτι απαντούσε ο τηλεφωνητής και στο γκραφείο σου η γκραμμή έκανε ένα περίεργο θόρυβο (μάλλον λόγω της φωτιάς, σκέφτηκε εκείνος).
- Ναι, αλλά γιατί πήρες εδώ; επέμεινε ο καθηγητής.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα πριν του απαντήσει η Τατιάνα.
- Είχα την εντύπωση ότι μετά την τελευταία συζήτησή μας, θα τέλεις να μιλήσεις με την κυρία Καραμήτρου. Έτσι, είπα να δοκιμάσω και εκεί. Προφανώς, καλά έκανα.
- Ναι, απάντησε αφηρημένος ο Βεντούζας. Καλά έκανες.
Δεν μπορούσε να την αντικρούσει. Η εξήγησή της ήταν αρκετά λογική.
- Γκεια σου τώρα, είπε οριστικά η Τατιάνα και έκλεισε το τηλέφωνο.
- Γεια σου, απάντησε ο Βεντούζας στο κενό και κατέβασε το ακουστικό.
Επέστρεψε κοντά στη Λιλήθ και την Βαλαωρίτη. Η δεύτερη τον κοιτούσε με απροκάλυπτη περιέργεια. Από ό,τι φαινόταν, παρά την τραυματική εμπειρία της, η διάθεσή της για κουτσομπολιό δεν είχε μετριαστεί στο ελάχιστο. Ένιωσε την αντιπάθειά του γι' αυτήν να επιστρέφει. Η πρώτη από την άλλη, είχε σταυρώσει τα χέρια και κοίταζε αλλού. Ήταν φανερά ενοχλημένη.
- Λοιπόν, έσπασε πρώτη τη σιωπή η Λιλήθ, τι ακριβώς ήθελε η κυρία την οποία "δεν βλέπεις πια";
Ναι, ήταν σίγουρα θυμωμένη μαζί του.
- Απλά μου ζήτησε να στείλω ένα στεφάνι εκ μέρους της στην κηδεία του Περικλή, επειδή η ίδια είναι στο εξωτερικό και δεν θα μπορέσει να παρευρεθεί.
- Στην...στην ποια; Ο Περικλής...; η Λιλήθ έδειχνε σοκαρισμένη.
Ο Βεντούζας τα έχασε. Όταν ξεκίνησε για το σπίτι της ήταν τόσο σίγουρος ότι η ίδια ήταν μπλεγμένη στην περίεργη αυτή ιστορία και πως ήξερε περισσότερα από όσα έλεγε, ώστε ούτε για ένα λεπτό δεν του πέρασε από το μυαλό ότι δεν θα ήξερε για το θάνατο του φίλου του. Όπως και να έχει, έβριζε από μέσα του τον εαυτό του που δεν της το είπε με τρόπο. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους έβγαιναν συχνά με τον Περικλή και την Ελένη. Της εξήγησε με συντομία τι έγινε, παραλείποντας φυσικά τις υποψίες του για την σχέση της τραγωδίας με την γνωστή υπόθεση. Και αναγκαστικά, αν και με μία κάποια δυσφορία, έλυσε και τις απορίες της αδιάκριτης κυρίας Βαλαωρίτη, που δήλωσε πως "ναι, είχε ακουστά τον καθηγητή Χατζίδη, νομίζει μάλιστα πως είχαν γνωριστεί κάποτε, αλλά δεν θυμόταν που". Ο καθηγητής θεώρησε περιττό να της θυμίσει ότι είχαν συναντηθεί πολλές φορές στο κοινό τους γραφείο, όταν ο Περικλής περνούσε να τον δει. Αφού εξήγησε ότι, λόγω της κηδείας, δεν θα μπορέσει να περάσει από το Πανεπιστήμιο πριν το απόγευμα (πράγμα το οποίο οδήγησε σε ένα δεκάλεπτο γκρίνιας από τη μεριά της Βαλαωρίτη που "θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ολομόναχη την κατάσταση") και υποσχέθηκε στη Λιλήθ να της τηλεφωνήσει για τα της κηδείας (μια που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε ούτε την ώρα, ούτε το πού θα γίνει), καληνύχτισε τις δύο κυρίες και γύρισε σπίτι του. Εκεί, όπως το είχε φανταστεί, βρήκε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του από την Ουρανία που τον πληροφορούσε για τα παραπάνω. Αποφάσισε να τηλεφωνήσει το πρωί στη Λιλήθ για να μην ξυπνήσει τα παιδιά και έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι. Προς μεγάλη του έκπληξη αποκοιμήθηκε αμέσως, χωρίς να σκεφτεί ούτε την καταστροφή του γραφείου του, ούτε τη συνάντηση με τον Μπάσση, ούτε τίποτα. Η μόνη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του πριν βυθιστεί στον ύπνο ήταν ότι η Λιλήθ είχε πάρει διαζύγιο...
Το πρωί, αφού της τηλεφώνησε και έμαθε ότι εκείνη δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί επειδή ο μεγάλος της γιος είχε ξυπνήσει με πυρετό, ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για το νεκροταφείο. Στη διαδρομή επέλεξε να σκέφτεται την "Παπαδοπούλου" και το επικείμενο ταξίδι στη Φινλανδία. Η πρώτη του μηνός πλησίαζε. Δεν είχε καμία όρεξη να τρέχει σε μια ξένη χώρα στα καλά καθούμενα (και πολύ περισσότερο να βρεθεί μόνος με την επικίνδυνη αυτή γυναίκα), αλλά για άλλη μια φορά κατέληξε ότι το αεροδρόμιο με τα μηχανήματα ανιχνευτών μετάλλων και τις κάμερες ήταν ιδανικό μέρος για να κάνει επιτέλους μια συζήτηση μαζί της. Στη συνέχεια, κανείς δεν μπορούσε να τον αναγκάσει να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Ναι, όσο περνούσε η ώρα του φαινόταν πολύ καλή ιδέα. Θα πήγαινε, θα συζητούσε μαζί της και μετά απλά θα έφευγε. Τι θα μπορούσε να κάνει εκείνη για να τον σταματήσει;
Μετά από την απαραίτητη στάση για να παραγγείλει το στεφάνι της Τατιάνας (παρόλο που εκείνος προσφέρθηκε, η Λιλήθ τον διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε η ίδια, δεν υπήρχε λόγος να τον επιβαρύνει) έφτασε στον προορισμό του. Τώρα δεν μπορούσε να απασχολεί το μυαλό του πια με το μυστήριο. Οι σκέψεις που τόσην ώρα απέφευγε τον κατέκλυσαν. Αναμνήσεις από όλα αυτά τα χρόνια φιλίας και τύψεις όρμησαν μέσα του για να τον τυραννήσουν. Θεέ μου, αυτός το είχε προκαλέσει όλο αυτό. Πώς θα αντίκριζε την Ελένη; Πώς θα αντίκριζε τα παιδιά του Περικλή; Πρώτη τον πλησίασε η Ουρανία. Του είπε πως η Ελένη θα ήθελε να έρθει μετά από το σπίτι που θα μαζευόταν η οικογένεια και οι πολύ κοντινοί τους άνθρωποι. Άλλωστε, ήταν ένας από τους στενότερους και πιο παλιούς του φίλους. Και μόνο στην σκέψη ότι θα πήγαινε μέσα στο σπίτι του, θα έβλεπε τις οικογενειακές του φωτογραφίες, θα μιλούσε με τους συγγενείς του, ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν. Μην μπορώντας όμως να βρει μια πειστική δικαιολογία, δέχτηκε. Την επόμενη στιγμή, η απαρηγόρητη χήρα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας.
- Μάριε, πάει ο Περικλής, μας άφησε.
- Ησύχασε Ελένη, σκέψου τα παιδιά. Δεν κάνει να σε βλέπουν έτσι.
Δική του ήταν αλήθεια αυτή η ψύχραιμη και καθησυχαστική φωνή;
Η ώρα κυλούσε αργά και βασανιστικά. Άκουγε αφηρημένος τους ψιθύρους από τους παρευρισκόμενους. "Τι κάνει η κόρη σου; Παντρεύτηκε έμαθα..." "Ο γιος σας που πέρασε;" "Στην Ιατρική Ιωαννίνων." Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν οι άνθρωποι να θεωρούν τις κηδείες σαν μια ευκαιρία να συναντηθούν με παλιούς γνωστούς και να πουν τα νέα τους. Κανένας σεβασμός πια στην οικογένεια που πενθούσε τον άνθρωπό της; Στο σπίτι του Περικλή το μαρτύριο του Βεντούζα συνεχίστηκε. Συγγενείς και φίλοι θυμούνταν ευχάριστες στιγμές που έζησαν με τον Περικλή, κάνοντάς τον να θέλει να κλάψει σαν μικρό παιδί. Όταν τελικά πέρασε η ώρα και αποφάσισε ότι μπορούσε πλέον να φύγει χωρίς να παρεξηγηθεί, χαιρέτησε τους γνωστούς του, την Ουρανία, τα παιδιά και τέλος, την Ελένη.
- Περίμενε λίγο, του είπε εκείνη και μπήκε στο γραφείο του Περικλή.
Μετά από ένα λεπτό επέστρεψε κρατώντας ένα φάκελο.
- Αυτά είναι κάποια χαρτιά με σημειώσεις του Περικλή. Τις τελευταίες μέρες όλο με αυτά ασχολούνταν. Όταν τον ρώτησα τι ήταν, μου είπε ότι είναι κάτι για το οποίο ζήτησες τη βοήθειά του.
- Ναι, απάντησε ο Βεντούζας. Η φωνή του ίσα που ακουγόταν. Ήταν ένας γρίφος και με βοηθούσε να βρω τη λύση.
Η Ελένη χαμογέλασε, ίσως για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα.
- Γρίφος; Έτσι εξηγείται. Γι' αυτό δεν ξεκολλούσε από αυτά. Τριγύριζε όλη την ώρα γράφοντας, σβήνοντας, παραμιλώντας... Οι γρίφοι ήταν η μεγάλη του αγάπη.
- Μετά από εσένα και τα παιδιά, απάντησε ο καθηγητής.
Εκείνη του ξαναχαμογέλασε.
- Αν έβλεπες τον ενθουσιασμό του την ημέρα που... Τέλος πάντων, το τελευταίο πρωί. Νομίζω ότι είχε βρει μια άκρη. Τριγύριζε χοροπηδώντας μέσα στο σπίτι φωνάζοντας "εύρηκα, εύρηκα". Δεν ξέρω τι ανακάλυψε, αλλά ίσως οι σημειώσεις του σε βοηθήσουν.
Ο Βεντούζας πήρε τον φάκελο από τα χέρια της προσεκτικά και τον κράτησε σαν να ήταν κάτι εύθραυστο. Αφού έδωσε για άλλη μια φορά τα συλλυπητήριά του και υποσχέθηκε να έρχεται συχνά να τους βλέπει, βγήκε από το σπίτι και προχώρησε προς το αυτοκίνητό του, με το φάκελο στα χέρια. Ήθελε να τρέξει, μα συγκρατούσε τον εαυτό του.
Τι μπορεί να είχε ανακαλύψει ο Περικλής;
- Ναι, για εσένα Μάριε. Τι δεν κατάλαβες; απάντησε η Λιλήθ.
Ήταν η ιδέα του ή ο τόνος της φωνής της ήταν ξαφνικά επιθετικός; Μα, ποιος μπορεί να ήταν; Πλησίασε προς το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό.
- Παρακαλώ; είπε διστακτικά.
- Μάριγε; Η Τατιάνα είμαι.
- Τατιάνα; έκανε έκπληκτος ο καθηγητής. Δεν έφυγες;
- Έφυγα, Μάριγε. Από τον Καναδά σου τηλεφωνώ.
Ο τόνος της ήταν κοφτός και αδιάφορος. Φαινόταν σαν να ήθελε να του δείξει ότι του κρατάει μούτρα για την συμπεριφορά του.
- Σε παίρνω μόνο (τόνισε τη λέξη μόνο) επειδή με ειδοποίησε μία Ουρανίγια ότι η κηδεία του Περικλή είναι αύριγιο. Εγκώ δεν θα μπορώ να είμαι εκεί, αλλά θα ήθελα να στείλω ένα στεφάνι στη μνήμη του. Θα το φροντίσεις εσύ σε παρακαλώ;
- Αύριο... η κηδεία... Ναι, ναι, φυσικά, θα το κανονίσω, μην ανησυχείς.
- Εντάξει, γκεια σου, είπε και έκανε να κλείσει το τηλέφωνο.
- Περίμενε, φώναξε ο Βεντούζας.
- Τι θέλεις; (ο απότομος τρόπος συνεχιζόταν.)
- Γιατί πήρες εδώ; Πώς ήξερες ότι θα είμαι εδώ;
- Ντεν το ήξερα. Ντεν σε έβρισκα πουθενά. Το κινητό σου είναι, ως συνήθως, κλειστό (ήταν αλήθεια, σπάνια θυμόταν να το φορτίσει), στο σπίτι απαντούσε ο τηλεφωνητής και στο γκραφείο σου η γκραμμή έκανε ένα περίεργο θόρυβο (μάλλον λόγω της φωτιάς, σκέφτηκε εκείνος).
- Ναι, αλλά γιατί πήρες εδώ; επέμεινε ο καθηγητής.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα πριν του απαντήσει η Τατιάνα.
- Είχα την εντύπωση ότι μετά την τελευταία συζήτησή μας, θα τέλεις να μιλήσεις με την κυρία Καραμήτρου. Έτσι, είπα να δοκιμάσω και εκεί. Προφανώς, καλά έκανα.
- Ναι, απάντησε αφηρημένος ο Βεντούζας. Καλά έκανες.
Δεν μπορούσε να την αντικρούσει. Η εξήγησή της ήταν αρκετά λογική.
- Γκεια σου τώρα, είπε οριστικά η Τατιάνα και έκλεισε το τηλέφωνο.
- Γεια σου, απάντησε ο Βεντούζας στο κενό και κατέβασε το ακουστικό.
Επέστρεψε κοντά στη Λιλήθ και την Βαλαωρίτη. Η δεύτερη τον κοιτούσε με απροκάλυπτη περιέργεια. Από ό,τι φαινόταν, παρά την τραυματική εμπειρία της, η διάθεσή της για κουτσομπολιό δεν είχε μετριαστεί στο ελάχιστο. Ένιωσε την αντιπάθειά του γι' αυτήν να επιστρέφει. Η πρώτη από την άλλη, είχε σταυρώσει τα χέρια και κοίταζε αλλού. Ήταν φανερά ενοχλημένη.
- Λοιπόν, έσπασε πρώτη τη σιωπή η Λιλήθ, τι ακριβώς ήθελε η κυρία την οποία "δεν βλέπεις πια";
Ναι, ήταν σίγουρα θυμωμένη μαζί του.
- Απλά μου ζήτησε να στείλω ένα στεφάνι εκ μέρους της στην κηδεία του Περικλή, επειδή η ίδια είναι στο εξωτερικό και δεν θα μπορέσει να παρευρεθεί.
- Στην...στην ποια; Ο Περικλής...; η Λιλήθ έδειχνε σοκαρισμένη.
Ο Βεντούζας τα έχασε. Όταν ξεκίνησε για το σπίτι της ήταν τόσο σίγουρος ότι η ίδια ήταν μπλεγμένη στην περίεργη αυτή ιστορία και πως ήξερε περισσότερα από όσα έλεγε, ώστε ούτε για ένα λεπτό δεν του πέρασε από το μυαλό ότι δεν θα ήξερε για το θάνατο του φίλου του. Όπως και να έχει, έβριζε από μέσα του τον εαυτό του που δεν της το είπε με τρόπο. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους έβγαιναν συχνά με τον Περικλή και την Ελένη. Της εξήγησε με συντομία τι έγινε, παραλείποντας φυσικά τις υποψίες του για την σχέση της τραγωδίας με την γνωστή υπόθεση. Και αναγκαστικά, αν και με μία κάποια δυσφορία, έλυσε και τις απορίες της αδιάκριτης κυρίας Βαλαωρίτη, που δήλωσε πως "ναι, είχε ακουστά τον καθηγητή Χατζίδη, νομίζει μάλιστα πως είχαν γνωριστεί κάποτε, αλλά δεν θυμόταν που". Ο καθηγητής θεώρησε περιττό να της θυμίσει ότι είχαν συναντηθεί πολλές φορές στο κοινό τους γραφείο, όταν ο Περικλής περνούσε να τον δει. Αφού εξήγησε ότι, λόγω της κηδείας, δεν θα μπορέσει να περάσει από το Πανεπιστήμιο πριν το απόγευμα (πράγμα το οποίο οδήγησε σε ένα δεκάλεπτο γκρίνιας από τη μεριά της Βαλαωρίτη που "θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ολομόναχη την κατάσταση") και υποσχέθηκε στη Λιλήθ να της τηλεφωνήσει για τα της κηδείας (μια που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε ούτε την ώρα, ούτε το πού θα γίνει), καληνύχτισε τις δύο κυρίες και γύρισε σπίτι του. Εκεί, όπως το είχε φανταστεί, βρήκε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του από την Ουρανία που τον πληροφορούσε για τα παραπάνω. Αποφάσισε να τηλεφωνήσει το πρωί στη Λιλήθ για να μην ξυπνήσει τα παιδιά και έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι. Προς μεγάλη του έκπληξη αποκοιμήθηκε αμέσως, χωρίς να σκεφτεί ούτε την καταστροφή του γραφείου του, ούτε τη συνάντηση με τον Μπάσση, ούτε τίποτα. Η μόνη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του πριν βυθιστεί στον ύπνο ήταν ότι η Λιλήθ είχε πάρει διαζύγιο...
Το πρωί, αφού της τηλεφώνησε και έμαθε ότι εκείνη δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί επειδή ο μεγάλος της γιος είχε ξυπνήσει με πυρετό, ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για το νεκροταφείο. Στη διαδρομή επέλεξε να σκέφτεται την "Παπαδοπούλου" και το επικείμενο ταξίδι στη Φινλανδία. Η πρώτη του μηνός πλησίαζε. Δεν είχε καμία όρεξη να τρέχει σε μια ξένη χώρα στα καλά καθούμενα (και πολύ περισσότερο να βρεθεί μόνος με την επικίνδυνη αυτή γυναίκα), αλλά για άλλη μια φορά κατέληξε ότι το αεροδρόμιο με τα μηχανήματα ανιχνευτών μετάλλων και τις κάμερες ήταν ιδανικό μέρος για να κάνει επιτέλους μια συζήτηση μαζί της. Στη συνέχεια, κανείς δεν μπορούσε να τον αναγκάσει να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Ναι, όσο περνούσε η ώρα του φαινόταν πολύ καλή ιδέα. Θα πήγαινε, θα συζητούσε μαζί της και μετά απλά θα έφευγε. Τι θα μπορούσε να κάνει εκείνη για να τον σταματήσει;
Μετά από την απαραίτητη στάση για να παραγγείλει το στεφάνι της Τατιάνας (παρόλο που εκείνος προσφέρθηκε, η Λιλήθ τον διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε η ίδια, δεν υπήρχε λόγος να τον επιβαρύνει) έφτασε στον προορισμό του. Τώρα δεν μπορούσε να απασχολεί το μυαλό του πια με το μυστήριο. Οι σκέψεις που τόσην ώρα απέφευγε τον κατέκλυσαν. Αναμνήσεις από όλα αυτά τα χρόνια φιλίας και τύψεις όρμησαν μέσα του για να τον τυραννήσουν. Θεέ μου, αυτός το είχε προκαλέσει όλο αυτό. Πώς θα αντίκριζε την Ελένη; Πώς θα αντίκριζε τα παιδιά του Περικλή; Πρώτη τον πλησίασε η Ουρανία. Του είπε πως η Ελένη θα ήθελε να έρθει μετά από το σπίτι που θα μαζευόταν η οικογένεια και οι πολύ κοντινοί τους άνθρωποι. Άλλωστε, ήταν ένας από τους στενότερους και πιο παλιούς του φίλους. Και μόνο στην σκέψη ότι θα πήγαινε μέσα στο σπίτι του, θα έβλεπε τις οικογενειακές του φωτογραφίες, θα μιλούσε με τους συγγενείς του, ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν. Μην μπορώντας όμως να βρει μια πειστική δικαιολογία, δέχτηκε. Την επόμενη στιγμή, η απαρηγόρητη χήρα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας.
- Μάριε, πάει ο Περικλής, μας άφησε.
- Ησύχασε Ελένη, σκέψου τα παιδιά. Δεν κάνει να σε βλέπουν έτσι.
Δική του ήταν αλήθεια αυτή η ψύχραιμη και καθησυχαστική φωνή;
Η ώρα κυλούσε αργά και βασανιστικά. Άκουγε αφηρημένος τους ψιθύρους από τους παρευρισκόμενους. "Τι κάνει η κόρη σου; Παντρεύτηκε έμαθα..." "Ο γιος σας που πέρασε;" "Στην Ιατρική Ιωαννίνων." Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν οι άνθρωποι να θεωρούν τις κηδείες σαν μια ευκαιρία να συναντηθούν με παλιούς γνωστούς και να πουν τα νέα τους. Κανένας σεβασμός πια στην οικογένεια που πενθούσε τον άνθρωπό της; Στο σπίτι του Περικλή το μαρτύριο του Βεντούζα συνεχίστηκε. Συγγενείς και φίλοι θυμούνταν ευχάριστες στιγμές που έζησαν με τον Περικλή, κάνοντάς τον να θέλει να κλάψει σαν μικρό παιδί. Όταν τελικά πέρασε η ώρα και αποφάσισε ότι μπορούσε πλέον να φύγει χωρίς να παρεξηγηθεί, χαιρέτησε τους γνωστούς του, την Ουρανία, τα παιδιά και τέλος, την Ελένη.
- Περίμενε λίγο, του είπε εκείνη και μπήκε στο γραφείο του Περικλή.
Μετά από ένα λεπτό επέστρεψε κρατώντας ένα φάκελο.
- Αυτά είναι κάποια χαρτιά με σημειώσεις του Περικλή. Τις τελευταίες μέρες όλο με αυτά ασχολούνταν. Όταν τον ρώτησα τι ήταν, μου είπε ότι είναι κάτι για το οποίο ζήτησες τη βοήθειά του.
- Ναι, απάντησε ο Βεντούζας. Η φωνή του ίσα που ακουγόταν. Ήταν ένας γρίφος και με βοηθούσε να βρω τη λύση.
Η Ελένη χαμογέλασε, ίσως για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα.
- Γρίφος; Έτσι εξηγείται. Γι' αυτό δεν ξεκολλούσε από αυτά. Τριγύριζε όλη την ώρα γράφοντας, σβήνοντας, παραμιλώντας... Οι γρίφοι ήταν η μεγάλη του αγάπη.
- Μετά από εσένα και τα παιδιά, απάντησε ο καθηγητής.
Εκείνη του ξαναχαμογέλασε.
- Αν έβλεπες τον ενθουσιασμό του την ημέρα που... Τέλος πάντων, το τελευταίο πρωί. Νομίζω ότι είχε βρει μια άκρη. Τριγύριζε χοροπηδώντας μέσα στο σπίτι φωνάζοντας "εύρηκα, εύρηκα". Δεν ξέρω τι ανακάλυψε, αλλά ίσως οι σημειώσεις του σε βοηθήσουν.
Ο Βεντούζας πήρε τον φάκελο από τα χέρια της προσεκτικά και τον κράτησε σαν να ήταν κάτι εύθραυστο. Αφού έδωσε για άλλη μια φορά τα συλλυπητήριά του και υποσχέθηκε να έρχεται συχνά να τους βλέπει, βγήκε από το σπίτι και προχώρησε προς το αυτοκίνητό του, με το φάκελο στα χέρια. Ήθελε να τρέξει, μα συγκρατούσε τον εαυτό του.
Τι μπορεί να είχε ανακαλύψει ο Περικλής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου