- Τους γρίφους; ρώτησε έκπληκτος ο νεαρός.
- Ναι, τους γρίφους, τα μυστήρια, τα παιχνίδια λογικής, πώς το λένε; έκανε ανυπόμονα ο καθηγητής. Ασχολείστε με αυτά; Σας αρέσουν;
Ο Μπάσσης τον κοίταξε παραξενεμένος. Είχε ακούσει ότι ο Βεντούζας ήταν ήσυχος άνθρωπος, χαμηλών τόνων. Ο άνθρωπος όμως που του μιλούσε αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελαφρώς ανισόρροπος... Γρίφοι; Τι σχέση μπορεί να είχαν οι γρίφοι με την μυθολογία; Και γιατί τον κοίταζε με τέτοια αγωνία; Βέβαια, σκέφτηκε, μόλις έχασε έναν φίλο του. Ο καθένας θα φερόταν αλλοπρόσαλλα μια τέτοια στιγμή. Δικαιολογώντας λοιπόν έτσι την στάση του καθηγητή, του απάντησε:
- Εεεε... ναι, μου αρέσουν.
- Θαυμάσια, απάντησε ο Βεντούζας. Περάστε αύριο το απόγευμα από το γραφείο μου. Κατά τις 4, του είπε και του γύρισε την πλάτη, πλησιάζοντας πάλι την κουνιάδα του Περικλή.
Ο νεαρός απομακρύνθηκε μπερδεμένος. Ο Βεντούζας μίλησε λίγο ακόμα με την Ουρανία (ντράπηκε όταν εκείνη του έδωσε το χέρι της και του συστήθηκε, μέχρι εκείνη τη στιγμή ούτε που είχε σκεφτεί να ρωτήσει το όνομά της) προσπαθώντας να μην ακουστεί πολύ κοινότυπος όταν τη διαβεβαίωνε ότι η Ελένη και τα παιδιά θα μπορούσαν να βασιστούν επάνω του για ό,τι χρειαστούν. Παρόλο που εννοούσε αυτό που έλεγε, τα λόγια του φαίνονταν ανούσια, ακόμα και στα ίδια του τα αυτιά. Αφού ψέλλισε για άλλη μια φορά συλλυπητήρια, βγήκε από τον θάλαμο. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να φύγει τρέχοντας από το νοσοκομείο. Στο μυαλό του στριφογύριζαν το σημείωμα στην τσέπη του Περικλή με τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που επέβαινε η "Παπαδοπούλου", τα χαρτάκια που τόσο απερίσκεπτα του είχε αφήσει, όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν την υπόθεση που στην αρχή ή μεταγενέστερα του είχε δώσει. Γιατί, γιατί δεν σκέφτηκε λίγο πριν μπλέξει τον αθώο φίλο του σε αυτήν την επικίνδυνη ιστορία; Έναν άνθρωπο με οικογένεια, με παιδιά, έναν άντρα που δεν είχε πειράξει ποτέ του κανέναν; Ο θάνατός του δεν μπορεί να ήταν τυχαίος και η ευθύνη βάραινε τον ίδιο. Η σκέψη αυτή σχεδόν τον συνέθλιψε. Κάθησε σε μία καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια του. Μετά από λίγο ένιωσε το χέρι της Τατιάνας στον ώμο του.
- Μάριε;
Του φάνηκε ότι το όνομά του ακούστηκε ξεκάθαρο, χωρίς ίχνος προφοράς.
- Μάριγε, επανέλαβε εκείνη ήσυχα, πάμε να φύγουμε από εδώ. Δεν μπορούμε να κάνουμε πια τίποτα για τον Περικλή.
Περπάτησαν αρκετή ώρα χωρίς να μιλάνε. Έφτασαν σε ένα πάρκο και κάθησαν σε ένα παγκάκι. Ο Βεντούζας ένιωσε τη λαχτάρα να μιλήσει σε κάποιον, να βγάλει όλες αυτές τις σκέψεις από μέσα του. Δίσταζε όμως, δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο και άλλο ένα αγαπητό του πρόσωπο. Ευτυχώς για αυτόν, η Τατιάνα τον ήξερε πολύ καλά.
- Πες μου, του είπε, σαν να του απαντούσε στους συλλογισμούς του.
Η ανάγκη του να μοιραστεί το πρόβλημα που τον βασάνιζε νίκησε τις αμφιβολίες του. Της μίλησε για όλη την ιστορία, με λεπτομέρειες αυτή τη φορά, όπως και για τις τύψεις του για τον θάνατο του κοινού τους φίλου. Εκείνη τον άκουγε, ενθαρρύνοντάς τον να συνεχίσει, χωρίς όμως να σχολιάζει επί της ουσίας αυτά που της έλεγε. Όταν εκείνος τελείωσε, του απάντησε μόνο:
- Μάριγε, έχεις μπλέξει πολύ άσκημα.
- Ναι, το ξέρω Τατιάνα. Γι' αυτό και ίσως είναι καλύτερα να μην μιλήσεις σε κανέναν για όλα αυτά. Δεν θέλω να κινδυνέψεις κι εσύ.
Εκείνη σιγογέλασε.
- Μην είσαι κουτός. Εγκώ φεύγκω αύριο το βράδυ για Καναδά. Έχω πολλές πτήσεις τις επόμενες μέρες. Δεν θα είμαι πίσω στην Ελλάδα πριν από τον Ιανουάριο.
- Εντάξει, τότε, είπε ο καθηγητής και ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Ξέρεις, αναρωτιέμαι γιατί σου έστειλαν κι εσένα εκείνο το γράμμα. Ποιοι είναι αυτοί και πώς ήξεραν για σένα; Είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε.
- Σχεδόν έντεκα, συμφώνησε η Τατιάνα.
- Το μόνο άτομο στο οποίο είχα μιλήσει για τη σχέση μας ήταν ο Περικλής. Και δεν ήταν τύπος που κουτσομπόλευε τους φίλους του δεξιά αριστερά. Εσύ, είχες μιλήσει σε κανέναν;
- Α, σε είχα αναφέρει σε μια-δυο φίλες μου, αλλά δεν τις ήξερες. Βασικά, δε νομίζω ότι είχαμε κανέναν άλλο κοινό φίλο εκτός από τον Περικλή.
- Τότε, πραγματικά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αφού κανείς δεν ήξερε για εμάς, τότε πώς σε βρήκαν;
- Ξέρεις Μάριγε... αυτό δεν είναι αλήτεια. Υπήρχε και κάποιος άλλος που ήξερε γκια εμάς τους δύο.
- Ποιος; ρώτησε ο καθηγητής ξαφνιασμένος.
- Η κυρία Καραμήτρου.
Ο Βεντούζας την κοίταξε εμβρόντητος. Καραμήτρου; Η Λιλήθ; Πώς είναι δυνατόν;
- Τατιάνα, τι λες; Ξέρεις για...
- Γκια την γκυναίκα με την οποία είχες σχέση λίγο πριν γκνωριστούμε;
Ήταν αλήθεια, είχε γνωρίσει την Τατιάνα περίπου έντεκα χρόνια πριν, σε ένα διάστημα κατά το οποίο είχε χωρίσει με την Λιλήθ. Δεν της είχε μιλήσει όμως ποτέ για αυτήν και ούτε και ο Περικλής μπορεί να είχε κάνει κάτι τέτοιο. Η ιστορία τους ήταν σύντομη, αλλά την θυμόταν με νοσταλγία. Χώρισαν φιλικά, με πρωτοβουλία της Τατιάνας που δεν ήθελε να δεθεί σε μία μόνιμη σχέση που, κατά τη γνώμη της, θα την περιόριζε. Λίγο καιρό αργότερα, η Λιλήθ είχε επιστρέψει στη ζωή του.
- Πώς ξέρεις για την Λιλήθ;
- Από την ίδια, του είπε αφήνοντάς τον για άλλη μια φορά άφωνο. Μου συστήθηκε όταν ήρθε και με βρήκε.
- Ναι, τους γρίφους, τα μυστήρια, τα παιχνίδια λογικής, πώς το λένε; έκανε ανυπόμονα ο καθηγητής. Ασχολείστε με αυτά; Σας αρέσουν;
Ο Μπάσσης τον κοίταξε παραξενεμένος. Είχε ακούσει ότι ο Βεντούζας ήταν ήσυχος άνθρωπος, χαμηλών τόνων. Ο άνθρωπος όμως που του μιλούσε αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελαφρώς ανισόρροπος... Γρίφοι; Τι σχέση μπορεί να είχαν οι γρίφοι με την μυθολογία; Και γιατί τον κοίταζε με τέτοια αγωνία; Βέβαια, σκέφτηκε, μόλις έχασε έναν φίλο του. Ο καθένας θα φερόταν αλλοπρόσαλλα μια τέτοια στιγμή. Δικαιολογώντας λοιπόν έτσι την στάση του καθηγητή, του απάντησε:
- Εεεε... ναι, μου αρέσουν.
- Θαυμάσια, απάντησε ο Βεντούζας. Περάστε αύριο το απόγευμα από το γραφείο μου. Κατά τις 4, του είπε και του γύρισε την πλάτη, πλησιάζοντας πάλι την κουνιάδα του Περικλή.
Ο νεαρός απομακρύνθηκε μπερδεμένος. Ο Βεντούζας μίλησε λίγο ακόμα με την Ουρανία (ντράπηκε όταν εκείνη του έδωσε το χέρι της και του συστήθηκε, μέχρι εκείνη τη στιγμή ούτε που είχε σκεφτεί να ρωτήσει το όνομά της) προσπαθώντας να μην ακουστεί πολύ κοινότυπος όταν τη διαβεβαίωνε ότι η Ελένη και τα παιδιά θα μπορούσαν να βασιστούν επάνω του για ό,τι χρειαστούν. Παρόλο που εννοούσε αυτό που έλεγε, τα λόγια του φαίνονταν ανούσια, ακόμα και στα ίδια του τα αυτιά. Αφού ψέλλισε για άλλη μια φορά συλλυπητήρια, βγήκε από τον θάλαμο. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να φύγει τρέχοντας από το νοσοκομείο. Στο μυαλό του στριφογύριζαν το σημείωμα στην τσέπη του Περικλή με τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που επέβαινε η "Παπαδοπούλου", τα χαρτάκια που τόσο απερίσκεπτα του είχε αφήσει, όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν την υπόθεση που στην αρχή ή μεταγενέστερα του είχε δώσει. Γιατί, γιατί δεν σκέφτηκε λίγο πριν μπλέξει τον αθώο φίλο του σε αυτήν την επικίνδυνη ιστορία; Έναν άνθρωπο με οικογένεια, με παιδιά, έναν άντρα που δεν είχε πειράξει ποτέ του κανέναν; Ο θάνατός του δεν μπορεί να ήταν τυχαίος και η ευθύνη βάραινε τον ίδιο. Η σκέψη αυτή σχεδόν τον συνέθλιψε. Κάθησε σε μία καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια του. Μετά από λίγο ένιωσε το χέρι της Τατιάνας στον ώμο του.
- Μάριε;
Του φάνηκε ότι το όνομά του ακούστηκε ξεκάθαρο, χωρίς ίχνος προφοράς.
- Μάριγε, επανέλαβε εκείνη ήσυχα, πάμε να φύγουμε από εδώ. Δεν μπορούμε να κάνουμε πια τίποτα για τον Περικλή.
Περπάτησαν αρκετή ώρα χωρίς να μιλάνε. Έφτασαν σε ένα πάρκο και κάθησαν σε ένα παγκάκι. Ο Βεντούζας ένιωσε τη λαχτάρα να μιλήσει σε κάποιον, να βγάλει όλες αυτές τις σκέψεις από μέσα του. Δίσταζε όμως, δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο και άλλο ένα αγαπητό του πρόσωπο. Ευτυχώς για αυτόν, η Τατιάνα τον ήξερε πολύ καλά.
- Πες μου, του είπε, σαν να του απαντούσε στους συλλογισμούς του.
Η ανάγκη του να μοιραστεί το πρόβλημα που τον βασάνιζε νίκησε τις αμφιβολίες του. Της μίλησε για όλη την ιστορία, με λεπτομέρειες αυτή τη φορά, όπως και για τις τύψεις του για τον θάνατο του κοινού τους φίλου. Εκείνη τον άκουγε, ενθαρρύνοντάς τον να συνεχίσει, χωρίς όμως να σχολιάζει επί της ουσίας αυτά που της έλεγε. Όταν εκείνος τελείωσε, του απάντησε μόνο:
- Μάριγε, έχεις μπλέξει πολύ άσκημα.
- Ναι, το ξέρω Τατιάνα. Γι' αυτό και ίσως είναι καλύτερα να μην μιλήσεις σε κανέναν για όλα αυτά. Δεν θέλω να κινδυνέψεις κι εσύ.
Εκείνη σιγογέλασε.
- Μην είσαι κουτός. Εγκώ φεύγκω αύριο το βράδυ για Καναδά. Έχω πολλές πτήσεις τις επόμενες μέρες. Δεν θα είμαι πίσω στην Ελλάδα πριν από τον Ιανουάριο.
- Εντάξει, τότε, είπε ο καθηγητής και ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Ξέρεις, αναρωτιέμαι γιατί σου έστειλαν κι εσένα εκείνο το γράμμα. Ποιοι είναι αυτοί και πώς ήξεραν για σένα; Είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε.
- Σχεδόν έντεκα, συμφώνησε η Τατιάνα.
- Το μόνο άτομο στο οποίο είχα μιλήσει για τη σχέση μας ήταν ο Περικλής. Και δεν ήταν τύπος που κουτσομπόλευε τους φίλους του δεξιά αριστερά. Εσύ, είχες μιλήσει σε κανέναν;
- Α, σε είχα αναφέρει σε μια-δυο φίλες μου, αλλά δεν τις ήξερες. Βασικά, δε νομίζω ότι είχαμε κανέναν άλλο κοινό φίλο εκτός από τον Περικλή.
- Τότε, πραγματικά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αφού κανείς δεν ήξερε για εμάς, τότε πώς σε βρήκαν;
- Ξέρεις Μάριγε... αυτό δεν είναι αλήτεια. Υπήρχε και κάποιος άλλος που ήξερε γκια εμάς τους δύο.
- Ποιος; ρώτησε ο καθηγητής ξαφνιασμένος.
- Η κυρία Καραμήτρου.
Ο Βεντούζας την κοίταξε εμβρόντητος. Καραμήτρου; Η Λιλήθ; Πώς είναι δυνατόν;
- Τατιάνα, τι λες; Ξέρεις για...
- Γκια την γκυναίκα με την οποία είχες σχέση λίγο πριν γκνωριστούμε;
Ήταν αλήθεια, είχε γνωρίσει την Τατιάνα περίπου έντεκα χρόνια πριν, σε ένα διάστημα κατά το οποίο είχε χωρίσει με την Λιλήθ. Δεν της είχε μιλήσει όμως ποτέ για αυτήν και ούτε και ο Περικλής μπορεί να είχε κάνει κάτι τέτοιο. Η ιστορία τους ήταν σύντομη, αλλά την θυμόταν με νοσταλγία. Χώρισαν φιλικά, με πρωτοβουλία της Τατιάνας που δεν ήθελε να δεθεί σε μία μόνιμη σχέση που, κατά τη γνώμη της, θα την περιόριζε. Λίγο καιρό αργότερα, η Λιλήθ είχε επιστρέψει στη ζωή του.
- Πώς ξέρεις για την Λιλήθ;
- Από την ίδια, του είπε αφήνοντάς τον για άλλη μια φορά άφωνο. Μου συστήθηκε όταν ήρθε και με βρήκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου