Δημήτρης Μπάσσης
ή Λιλήθ Καραμήτρου; Με αυτήν την σκέψη σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να
περπατάει, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Η παρόρμησή του, βέβαια, ήταν να
επισκεφτεί πρώτα τη Λιλήθ. Ναι, όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο του άρεσε η
ιδέα. Θα πήγαινε στο σπίτι της, και μάλιστα θα πήγαινε με το αυτοκίνητό του και
θα το παρκάριζε μπροστά ακριβώς στη μαρμάρινη σκάλα. Όσο θυμόταν το υποτιμητικό
της βλέμμα…
«Πού έχεις παρκάρει;»
τον είχε ρωτήσει. «Δεν έχω αυτοκίνητο», της είχε πει εκείνος. Γιατί το είχε
κάνει; Μήπως επειδή δεν ήθελε να ομολογήσει ότι τον είχε καταλάβει μια
νοσταλγική διάθεση να πάει στο σπίτι της με το λεωφορείο, όπως και τότε, τα
πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους; Μήπως επειδή κάποιου είδους διαστροφή τον έκανε
να θέλει να την προκαλέσει, ώστε να του φερθεί άσχημα και κάπως να ισοφαρίσει
το δικό του κακό φέρσιμο, τότε που…;
Ήταν αλήθεια, βέβαια, ότι ήταν απαίσιος οδηγός
και γι’αυτό απέφευγε να οδηγεί. Έτσι, δεν ήταν και τόσο ψέμα ότι δεν είχε
αυτοκίνητο. Πολύ θα’θελε να έβλεπε τα μούτρα της όταν θα παρκάριζε μπροστά από
το σπίτι της…
Και από την
άλλη, ήταν και ο Μπάσσης. Φαινόταν αρκετά σπασικλάκι, το είδος του φοιτητή που
είναι χωμένος στα βιβλία, και του άρεσαν και οι γρίφοι. Δεν μπορεί, εκείνος θα
μπορούσε να τον βοηθήσει, θα μπορούσε να γεμίσει κάπως το κενό του…
Τα μάτια του
βούρκωσαν, καθώς ξαναθυμήθηκε τον Περικλή, αδύναμο και αβοήθητο στο κρεβάτι του
νοσοκομείου. Ο καημένος, μέχρι και τις τελευταίες του στιγμές προσπαθούσε να
μην τον απογοητεύσει. Μέχρι και τις τελευταίες του στιγμές είχε το δικό του
θέμα στο μυαλό του… Θυμήθηκε το χαρτάκι με τον αριθμό κυκλοφορίας: ΙΗΒ 1058. Τι
να σήμαινε αυτό; Ο Περικλής είχε τονίσει περισσότερο το Β και το 8… Ίσως να είχε
θεωρήσει ότι το Β έμοιαζε κάπως με το 8 και πως και τα δύο μαζί ίσως να είχαν
σχέση με τα δύο οχτάρια των υδατογραφημάτων… ή με τα δύο οχτάρια στις μαρμάρινες
γλάστρες του σπιτιού της Λιλήθ… Πάλι η Λιλήθ στη μέση! Ένα ταξί πλησίαζε από
μακριά. Του έκανε σήμα και μπήκε μέσα.
Ναι, αλλά πώς ήξερε
ο Περικλής τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου όπου επέβαινε η Παπαδοπούλου;
Και πώς συνδεόταν η Παπαδοπούλου με τη Λιλήθ, αν συνδεόταν τελικά; Και πώς
είχαν βρεθεί τα χαρτάκια χωμένα μέσα στο πράσινο μαξιλάρι που του είχε κάνει
δώρο η Λιλήθ πριν από τόσα χρόνια; Αν επρόκειτο για συμπαιγνία, πώς ήταν
δυνατόν η Λιλήθ – αν ήταν αναμεμειγμένη σε αυτό – να προετοίμαζε κάποιου είδους
εκδίκηση πριν από τόσα χρόνια, και μάλιστα μια εποχή που η σχέση τους ήταν στα
καλύτερά της;
- Κρύο
κάνει απόψε, είπε ο ταξιτζής.
- …ναι,
είπε αφηρημένα.
- Είπαν
ότι στα ορεινά θα χιονίσει.
- …ναι,
ξαναείπε.
«Όρεξη για κουβέντα έχει ο ταρίφας», σκέφτηκε. «Ωραίος μαμούχαλος μου
έτυχε βραδιάτικα», σκέφτηκε ο ταξιτζής.
- Σας
πειράζει να βάλω μουσική; ρώτησε.
- Όχι,
καθόλου, είπε ο Βεντούζας ανακουφισμένος.
Πώς θα μπορούσε ο Περικλής να μάθει τον αριθμό του αυτοκινήτου;
Εκείνος δεν του είχε πει τίποτα. Ούτε καν τον είχε σημειώσει τον αριθμό, όταν
τον είχε δει. Απλώς τον είχε απομνημονεύσει.
Στο ραδιόφωνο, δυο παρουσιαστές συνομιλούσαν για κάποιο θέμα που
εκείνος αγνοούσε. «Δεν ξέρω αν με παρακολουθείς», είπε ο ένας.
Αυτό ήταν! Τον παρακολουθούσαν! Η Παπαδοπούλου παρακολουθούσε και τον
Περικλή, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση, ο Βεντούζας ένιωσε πολύ περήφανος για τον
εαυτό του, είχε βρει την απάντηση, ναι, λοιπόν, έτσι βρήκε ο Περικλής τον
αριθμό, τον είχαν παρακολουθήσει και εκείνον. Αυτοί ήξεραν τα πάντα για
εκείνον, μέχρι και για την Τατιάνα γνώριζαν που είχε χρόνια να τη δει, πόσο
μάλλον για τον Περικλή, που ήταν σχεδόν ο μοναδικός του φίλος.
Και μήπως η Τατιάνα δεν είχε καμία σχέση τελικά; Να ήταν, τάχα, και
εκείνη θύμα; Σε τελευταία ανάλυση, είχε λάβει και εκείνη γράμμα, δεν είχε
λάβει; Αλλά μήπως το γράμμα ήταν απλώς για να του ρίξει στάχτη στα μάτια; Και
τώρα πάλι θα εξαφανιζόταν, θα ταξίδευε συνέχεια μέχρι τον Ιανουάριο. Έτσι είχε
πει, τουλάχιστον.
- Εδώ
θα κάνουμε δεξιά, είπε στον ταξιτζή.
- Πολλοί
μονόδρομοι, σχολίασε εκείνος. Δύσκολη η περιοχή σας.
Στο ραδιόφωνο τώρα έπαιζε μουσική.
- Ναι,
είπε. Και τώρα, όλο ευθεία.
Μήπως, τελικά, αρκούσε να βρει την Παπαδοπούλου;
Ναι, ήταν και το ταξίδι με την Παπαδοπούλου. Πότε έπρεπε να ταξιδέψει;
Δε θυμόταν να είχε κοιτάξει. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από το όνομα που δεν
είχε διαβάσει τίποτα άλλο επάνω στο εισιτήριο, εκτός από τον προορισμό:
Ελσίνκι. Ναι, αλλά τι έλεγε το γράμμα της Τατιάνας; «…δύο αεροπορικά εισιτήρια
για την 1η του μήνα». Την 1η του μήνα, σε μια βδομάδα
περίπου… Άρα, την 1η του μήνα ταξίδευε για Ελσίνκι, πιθανώς με την
Μαριάννα Παπαδοπούλου, και τότε θα του λύνονταν κάποιες απορίες…
Θυμήθηκε το πιστόλι στα χέρια της και το θυμωμένο της βλέμμα, την
πρώτη φορά που τη συνάντησε… Μια επικίνδυνη γυναίκα, κατά πάσα πιθανότητα.
Ένιωσε τους παλμούς του να ανεβαίνουν.
- Αλλά,
στάσου, είπε στον εαυτό του. Στο αεροδρόμιο υπάρχουν μηχανήματα, δεν μπορεί να
περάσει οπλισμένη. Αν, λοιπόν, εμφανιστεί στο αεροδρόμιο, θα είναι άοπλη. Άοπλη
και λιγότερο επικίνδυνη.
Πήρε μια βαθειά ανάσα.
- Φτάσαμε,
είπε.
Το ταξί σταμάτησε.
Μπάσσης ή Λιλήθ; Λιλήθ, αποφάσισε. Αλλά, προηγουμένως, μια συνάντηση
με τον Μπάσση, για να συζητήσουν τα της διπλωματικής.
- Ελπίζω
να είναι καλός στους γρίφους, σκέφτηκε.
Μπήκε στο σπίτι
του και έπεσε στον καναπέ με τα ρούχα, όπως ήταν. Δεν άργησε να τον πάρει ο
ύπνος. Ένας ύπνος χωρίς όνειρα, άδειος σαν το κενό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου