Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

53. Συνομιλία με ένα φάντασμα

     Ο Βεντούζας δοκίμασε να μιλήσει. Του ήταν αδύνατον.
     - Πάλι ονειρεύομαι, σκέφτηκε.
     - Τι με κοιτάζεις σαν να είδες φάντασμα; τον ρώτησε το φάντασμα του Περικλή.
     Η πόρτα του δωματίου άνοιξε.
     - Τι κάνετε εδώ; είπε αυστηρά η νοσοκόμα που είχε ανοίξει την πόρτα. Δε σας είπαν ότι ο ασθενής χρειάζεται ανάπαυση;
     - Μα δεν κάνω τίποτα, εξάλλου, τόσον καιρό αναπαύεται...
     - Αυτό το λέτε εσείς, το κώμα δεν είναι ανάπαυση, κάθε άλλο, είπε η νοσοκόμα.
     Ώστε η νοσοκόμα το έβλεπε το φάντασμα!
     - Σας παρακαλώ, αφήστε με, δε θα τον ενοχλήσω, το υπόσχομαι, είπε το φάντασμα.
     - Δέκα λεπτά, είπε η νοσοκόμα και έφυγε.
     Το φάντασμα κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Ο Βεντούζας ένιωσε ένα βάρος κοντά στα πόδια του.
     - Μας ανησύχησες για τα καλά, Βεντούζα μου, είπε το φάντασμα που είχε βάρος και που το έβλεπαν οι νοσοκόμες και που, τώρα πια άρχιζε να το νιώθει ο Βεντούζας, μάλλον δεν ήταν φάντασμα.
     - Περικλή... είπε με μεγάλο κόπο.
     - Επιτέλους! είπε ο Περικλής. Επιτέλους, συνήλθες, δεν ξέρεις πόσο φοβήθηκα!
     Εκείνος είχε φοβηθεί; Εκείνος, που είχε πεθάνει; Αλλά, στάσου, πώς είχε πεθάνει, αφού τώρα τον έβλεπε καθισμένο μπροστά του και ένιωθε το βάρος του κοντά στα πόδια του;
     - Δεν πέθανες... είπε ανακουφισμένος και ένιωσε την ανάγκη να βάλει τα κλάματα.
     - Θεός φυλάξοι! είπε ο Περικλής και σταυροκοπήθηκε. Εγώ να πεθάνω; Εσύ κόντεψες να πεθάνεις, αν δεν το κατάλαβες!
     - Μα αφού σε είδα... που πέθανες... προτού πάθω... σε είδα... ήρθα στην κηδεία σου...
     - Μπα, που να φας την γλώσσα σου, για καλό συνήλθες;
     - Ρώτα και την Τατιάνα, όχι, η Τατιάνα δεν ήρθε, ρώτα και τη Λιλήθ, ήταν κι εκείνη στην κηδεία...
     - Την Τατιάνα; Τη Λιλήθ; Πού τις θυμήθηκες τώρα αυτές;
     - Τι εννοείς;
     - Εννοώ αυτό που λέω: πού τις θυμήθηκες; Είναι χρόνια που δεν έχετε επαφή!
     - Δεν μπορεί... αφού τις είδα... ναι... πρόσφατα... στο σπίτι της Λιλήθ έπαθα...
     - Σε ποιο σπίτι της Λιλήθ, στο γραφείο σου το έπαθες, δε θυμάσαι τίποτα; Εκείνη η συνάδελφός σου, η Βαλαωρίτη, ειδοποίησε το 166...
     - Και εκείνη ήρθε στην κηδεία...
     - Βρε, λύσσα με την κηδεία! Αν πήγες σε κηδεία, σίγουρα ήταν κάποιου άλλου.
     - Αφού σε είδα... στο φέρετρο...
     - Λες αν είχα πεθάνει να μην το ήξερα;
     - Μπορεί να είσαι ακόμα σε κατάσταση σοκ...
     - Σε κατάσταση σοκ, προφανώς, είσαι εσύ! Σου λέω δεν πέθανα, τι πρέπει να κάνω για να με πιστέψεις;
     Ο Βεντούζας κοίταξε το φάντασμα που μάλλον δεν ήταν φάντασμα. Ένιωθε ξύπνιος, δεν μπορεί να ονειρευόταν. Κι αν δεν είχε πεθάνει ο Περικλής, τότε ποιος πέθανε;
     - Δεν ξέρω, απάντησε ο Περικλής, πάντως σίγουρα δεν ήμουν εγώ. Εκτός αν κάτι σου έκανα και εννοείς ότι έχω πεθάνει για εσένα.
     - Και τότε τι έγινε; Μα δεν μπορεί να ονειρεύτηκα...
     - Ξεχνάς ότι ήσουν σε κώμα τόσες μέρες;
     - Σε κώμα... Α, ναι, το είπε η νοσοκόμα.
     - Ήμουν σε μια διημερίδα στην Πάρο, όταν το έμαθα. Τα παράτησα όλα και ήρθα. Τρεις βδομάδες τώρα έρχομαι κάθε απόγευμα, μετά το Πανεπιστήμιο. Και, για να μην αναρωτιέσαι, ούτε την Τατιάνα είδα, ούτε τη Λιλήθ, όλες αυτές τις μέρες...
     Ο Βεντούζας έμεινε σκεπτικός. Ώστε ό,τι του είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες ήταν αποκύημα της φαντασίας του; Ούτε Λιλήθ, ούτε Τατιάνα, ούτε Παπαδοπούλου;
     - Παπαδοπούλου; Όχι, ούτε Παπαδοπούλου, πώς σου ήρθε, αν και είναι συνηθισμένο επώνυμο, και τώρα που το σκέφτομαι, είναι μία νευροχειρουργός στο νοσοκομείο που λέγεται έτσι...
     Ο Βεντούζας σιγά-σιγά του διηγήθηκε τα γεγονότα που πίστευε πως είχε ζήσει τις τελευταίες ημέρες.
     - Φαντασία που την έχεις, είπε ο Περικλής. Μήπως να άρχιζες να γράφεις σενάρια; Πιο πολλά λεφτά θα βγάζεις.
     Ο Βεντούζας χαμογέλασε.
     - Δηλαδή, η Λιλήθ δε μένει ακόμα στο πατρικό της; Δεν είναι χωρισμένη; Δεν έχει δύο παιδιά;
     - Τι να σου πω; Την τελευταία φορά που την είδα, πριν από πέντε χρόνια, ήταν ακόμα ελεύθερη και τραβιόταν με έναν στρατιωτικό. Τώρα, αν στο μεταξύ παντρεύτηκε, δεν το ξέρω. Πάντως, αν θυμάμαι καλά, το πατρικό της το έχει πουλήσει.
     - Ούτε την Τατιάνα την έχω δει τώρα τελευταία;
     - Δεν μπορώ να ξέρω ποιον έχεις δει τώρα τελευταία, μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Αν σκεφτούμε, όμως, ότι η Τατιάνα, μετά από εσένα τα έφτιαξε με εκείνο το μεγαλοστέλεχος της αεροπορικής εταιρείας όπου δούλευε και ότι ύστερα από λίγο πήρε προαγωγή και τοποθετήθηκε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στη Μόσχα, λίγο δύσκολο το κόβω να τα άφησε όλα αυτά για τα μάτια σου μόνο. Σε παραδέχομαι, πάντως. Από αυτοπεποίθηση σκίζεις.
     Ο Βεντούζας έμεινε σκεπτικός. Ήταν τόσο σίγουρος ότι όλα είχαν γίνει όπως ακριβώς τα θυμόταν…
     - Τουλάχιστον χαίρομαι που ζεις, είπε ύστερα από λίγο.
     - Και εγώ το ίδιο, είπε ο Περικλής, αν και προσπάθησες επίμονα να με πεθάνεις...
     Έβαλαν τα γέλια.
     - Τι κάνετε ακόμα εδώ; είπε η νοσοκόμα που άνοιξε την πόρτα για να ρίξει μια ματιά. Τα δέκα λεπτά πέρασαν προ πολλού. Ο ασθενής χρειάζεται ξεκούραση. Πηγαίνετε!
     Ο Περικλής σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα.
     - Τα λέμε αύριο, είπε.
     - Ναι, απάντησε ο Βεντούζας.
     Η πόρτα έκλεισε και ο Βεντούζας έμεινε μόνος του στο δωμάτιο. Τα βιαστικά βήματα της νοσοκόμας αντηχούσαν στο διάδρομο.
     - Πολύ άγρια αυτή η νοσοκόμα, σκέφτηκε ο Βεντούζας... και πολύ ξανθιά. Τόσο ξανθιά που τα μαλλιά της φαίνονται σχεδόν άσπρα…
    

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

52. Σε άλλη διάσταση

     Ο Βεντούζας άνοιξε τα μάτια του, αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Το φως στο δωμάτιο ήταν πολύ δυνατό. Αισθάνθηκε σαν να ήταν υπό ανάκριση. Τα βλέφαρά του έτσουζαν. Αν ήταν πράγματι υπό ανάκριση, ήταν έτοιμος να ομολογήσει.
     - Ξύπνησε, φωνάξτε το γιατρό! άκουσε μία φωνή και πίστεψε ότι ακόμα κοιμόταν, ότι ήταν ακόμα δέσμιος των περίεργων ονείρων του των τελευταίων ημερών. Αποφάσισε να ξαναβυθιστεί στον ύπνο.
     Αλλά ο θόρυβος ήταν έντονος. Ο θόρυβος και αυτή η φωνή... Πού την ήξερε αυτή τη φωνή;
     - Αδελφή, φωνάξτε το γιατρό! ακούστηκε και πάλι η φωνή και ο Βεντούζας ένιωσε να ταράζεται.
     Αυτή η φωνή, ναι, αυτή η φωνή, έπαιρνε όρκο, ήταν ίδια η φωνή του Περικλή!
     Με κόπο ξανάνοιξε τα μάτια του, στην αρχή δύο λεπτές σχισμές, και ύστερα πιο πολύ, και πιο πολύ, μέχρι που κατάφερε να τα ανοίξει τελείως. Το φως συνέχιζε να είναι έντονο, τώρα όμως ο Βεντούζας ένιωσε ότι μάλλον ήταν ξύπνιος.
     Κοίταξε γύρω-γύρω. Προφανώς, ήταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Κανένας άλλος δεν βρισκόταν εκεί. Ούτε, φυσικά, και ο Περικλής. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε;
     Το στόμα του ήταν στεγνό, διψούσε. Κοίταξε δεξιά του, στο κομοδίνο, και το μόνο που είδε ήταν μία μικρή εικόνα του Χριστού. Δίπλα από το κομοδίνο, διάφορα μηχανήματα με οθόνες έβγαζαν ήχους και έδειχναν μεταβαλλόμενα διαγράμματα. 
     Η πόρτα άνοιξε και ένας γιατρός με δύο νοσοκόμες όρμησαν μέσα. Η μία νοσοκόμα έκλεισε την πόρτα. Ο γιατρός έριξε μια βιαστική ματιά στις οθόνες, και ύστερα κοίταξε τα μάτια του, χρησιμοποιώντας ένα μικρό φακό που κρατούσε στο χέρι του. Ο Βεντούζας έκλεισε τα μάτια του και πάλι. Ένιωσε κάτι να του σφίγγει το μπράτσο. Η μία νοσοκόμα του έπαιρνε την πίεση.
     - Πώς λέγεστε; ρώτησε ο γιατρός.
     Άλλο πάλι και τούτο, δεν ήξεραν το όνομά του; Ο Βεντούζας ξανάνοιξε τα μάτια του. Ο γιατρός δεν τον σημάδευε πια με το φακό.
     - 13 με 8, είπε η νοσοκόμα και του έβγαλε το πιεσόμετρο από το μπράτσο.
     - Πώς λέγεστε; ξαναρώτησε ο γιατρός και σημείωσε κάτι στην καρτέλα που κρατούσε.
     - Μάριος Βεντούζας.
     - Πόσων ετών είστε;
     - Σαράντα εννέα.
     - Πού κατοικείτε;
     - Στο Κουκάκι.
     - Οδός;
     - Παρθενώνος 27, στο ισόγειο. Μα, γιατί με ρωτάτε;
     - Αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας, κύριε. Εξετάζουμε τις εγκεφαλικές σας λειτουργίες. Οικογενειακή κατάσταση;
     - Άγαμος. Είναι όλο αυτό απαραίτητο;
     - Φυσικά και είναι. Επάγγελμα;
     - Καθηγητής Πανεπιστημίου, δηλαδή, λέκτορας.
     - Τι θυμάστε πριν να έρθετε εδώ;
     - Ήμουν στο σπίτι μιας φίλης, νομίζω...
     - Το όνομα αυτής της φίλης, το θυμάστε;
     - Φυσικά και το θυμάμαι, Λιλήθ Καραμήτρου.
     Ο γιατρός και οι νοσοκόμες αλληλοκοιτάχτηκαν.
     - Η μνήμη του δεν έχει επανέλθει πλήρως, είπε ο γιατρός. Μάλλον ακόμη συγχέει την πραγματικότητα με τη φαντασία.
     Ο Βεντούζας άκουγε χωρίς να πολυκαταλαβαίνει.
     - Τι εννοείτε; ρώτησε, αλλά οι άλλοι τρεις συνέχισαν να μιλούν μεταξύ τους, σαν να μην υπήρχε.
     - Να μεταφερθεί σε έναν απλό θάλαμο, είπε ο γιατρός. Ο ορός ας παραμείνει για άλλη μια μέρα, και από αύριο σιγά-σιγά θα αρχίσει να τρέφεται κανονικά. Αν η πορεία της ανάρρωσης το επιτρέψει, ίσως πάρει εξιτήριο σε καμιά δεκαριά μέρες.
     - Θα επανέλθει πλήρως η μνήμη του, γιατρέ;
     - Έτσι φαίνεται, απλώς θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο ακόμη.
     Ο Βεντούζας έμεινε να τους κοιτάζει σαν άγαλμα, καθώς έφευγαν.
     - Φροντίστε να ενημερώσετε τους δικούς του, ακούστηκε να λέει ο γιατρός, προτού κλείσει την πόρτα πίσω του.
     Ο Βεντούζας έμεινε και πάλι μόνος του στο δωμάτιο. Τι είχε πει ο γιατρός;
     Να ενημερώσουν τους δικούς του... Ποιους δικούς του να ενημερώσουν; Έναν δικό του άνθρωπο είχε ο Βεντούζας όλο κι όλο, τον Περικλή, και τώρα ο Περικλής, εκεί που ήταν, σίγουρα δε θα αναρωτιόταν για την υγεία του Βεντούζα. Να ειδοποιούσαν την κυρία Αντιγόνη, εκείνη μάλιστα, ίσως και να ανησυχούσε. Τόσα χρόνια δούλευε στο σπίτι του, του συγύριζε, του μαγείρευε, του μπάλωνε, έκανε ό,τι θα έκανε και μία γυναίκα αγαπημένη, μία μάνα ή μία σύζυγος, με μόνη διαφορά πως εκείνη πληρωνόταν. Και τι μ'αυτό; Μήπως η πληρωμή της στερούσε τα ανθρώπινά της συναισθήματα; Δεν μπορεί, τόσα χρόνια γνωριμίας, όλο και θα ανησυχούσε η κυρία Αντιγόνη για το Βεντούζα...
     Και μήπως δε θα ανησυχούσε η Λιλήθ; Βέβαια, η Λιλήθ! Στο σπίτι της είχε πάθει το έμφραγμα, εξάλλου, δε θα έπρεπε να ανησυχεί; Μα, φυσικά, η Λιλήθ τον είχε επισκεφτεί κιόλας, τον είχε επισκεφτεί αρκετές φορές, η Λιλήθ θα ανησυχούσε, ήταν καλός άνθρωπος η Λιλήθ. Καμία σχέση με την Τατιάνα. Όχι, η Τατιάνα σίγουρα δεν ανησυχούσε, πόσες μέρες είχε να τη δει, όχι η Τατιάνα αδιαφορούσε για το άτομό του, κρίμα τα όσα είχαν ζήσει μαζί...
     Και η Παρθένα ήταν παρούσα, βέβαια, ήταν παρούσα στο σπίτι της Λιλήθ, ούτε εκείνη τον είχε επισκεφτεί τώρα τελευταία, όμως... Και να σκεφτεί κανείς ότι του την έπεφτε σε κάθε ευκαιρία... Και, παρ'όλα αυτά... Αλλά, πού το έχεις το μυαλό σου, καημένε, αφού η Παρθένα νοσηλεύεται στο ίδιο νοσοκομείο, με δηλητηρίαση, πώς το ξέχασες; σου το είπε η Λιλήθ, πώς να σε επισκεφτεί η Παρθένα;
     Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν. Τα βήματα ήταν βιαστικά. Η Λιλήθ, μήπως; Αλλά όχι, τα βήματα ακούγονταν πιο βαριά, η Λιλήθ φορούσε τακούνια, άλλο ήχο κάνουν τα τακούνια... Τα βήματα σταμάτησαν και ο Βεντούζας γύρισε το βλέμμα του προς την πόρτα. Το πόμολο της πόρτας άρχισε να στρίβει. Το φάντασμα του Περικλή ήταν το τελευταίο που θα περίμενε να δει.
     - Τα κατάφερες και πάλι, Βεντούζα μου! του είπε το φάντασμα του Περικλή.   
      

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

51. Ραντεβού με τη μοίρα



- Γυρίσατε; ρώτησε η νοσοκόμα τη Λιλήθ. Ξεχάσατε τίποτα;
Αντί απάντησης, η Λιλήθ κάθησε – σωριάστηκε, καλύτερα – σε μια καρέκλα που βρισκόταν στο δωμάτιο.
- Είστε καλά; ρώτησε η νοσοκόμα. Να φωνάξω ένα γιατρό;
- Όχι, είπε η Λιλήθ.
- Μα είστε χλωμή.
- Καλά είμαι. Απλώς, έμαθα ότι… έμαθα άσχημα νέα για μια γνωστή μου.
- Μα είναι τόση ώρα που σας το είπα ότι η χθεσινοβραδινή ασθενής πέθανε, τώρα πάθατε σοκ;
- Δε μιλάω για εκείνη, μιλάω για τη γυναίκα που βρίσκεται σε αυτό το κρεβάτι.
- Μη μου πείτε ότι την γνωρίζετε και αυτήν;
Η Λιλήθ κούνησε το κεφάλι της.
- Ο Χριστός κι η Παναγία! αναφώνησε η νοσοκόμα. Και πώς το μάθατε γι’αυτήν εδώ;
- Εσείς μου το είπατε προ ολίγου…
- Μη μου πείτε! Εσείς ήσαστε πριν στο τηλέφωνο;
Η Λιλήθ ξανακούνησε το κεφάλι της.
- Λυπάμαι πολύ, είπε η νοσοκόμα, δεν ήθελα να είμαι άγγελος κακών ειδήσεων, και ειδικά τόσων κακών ειδήσεων μαζεμένων…  Είστε σίγουρη ότι δε θέλετε να φωνάξω έναν γιατρό;
- Ναι, είπε η Λιλήθ ξεψυχισμένα.
- Θα σας αφήσω λίγο με την ασθενή, παρ’όλο που δεν επιτρέπεται, είπε η νοσοκόμα και άνοιξε την πόρτα. Σε λίγο, έτσι κι αλλιώς, θα έρθει και η γιατρός.
Μόνη, στο δωμάτιο με τη ναρκωμένη και τυλιγμένη με επιδέσμους και γύψους Τατιάνα, η Λιλήθ ένιωσε ένα σύγκρυο να διαπερνάει το κορμί της. Τι να συνέβαινε, άραγε; Χθες η Παρθένα, σήμερα η Τατιάνα, να ήταν σύμπτωση; Και αν δεν ήταν σύμπτωση, ποιος να είχε σειρά; Και με ποιον τρόπο; Η Λιλήθ ανατρίχιασε.
Συνειδητοποίησε ότι καθόταν ακριβώς κάτω από το κλιματιστικό. Τράβηξε την καρέκλα της λίγο πιο πέρα και ξανακάθησε.
Άρχισε να θυμάται την πρώτη της γνωριμία με την Τατιάνα. Δεν ήταν μέσω του Μάριου, όχι φυσικά. Είχε μάθει για εκείνην από μια συνάδελφο στη δουλειά.
- Έχε τα μάτια σου ανοιχτά, της είχε πει μόνο, αλλά από τον τρόπο που της το είπε, η Λιλήθ σχεδόν τα είχε καταλάβει όλα.
Μάλλον, όχι λόγω υπερβολικής εξυπνάδας, αλλά περισσότερο λόγω διαίσθησης. Πιθανώς, ο Μάριος θα της είχε δώσει περισσότερα του ενός σημάδια, τα οποία είχαν αποθηκευτεί στο υποσυνείδητο, και με την φράση της συναδέλφου είχαν ξεπεταχτεί όλα μαζί από εκεί, και εν χορώ της είχαν πει όλη την ιστορία.
Είχε θυμώσει, πολύ. Όχι στην αρχή, βέβαια. Στην αρχή, απλώς άρχισε να αναρωτιέται τι λάθος είχε κάνει εκείνη. Όμως, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να βρει τίποτα. Ο θυμός ήρθε μετά. Όταν συνειδητοποίησε ότι εκείνη ήταν το αθώο θύμα. Και ο θυμός είχε κατεύθυνση το τρίτο πρόσωπο. Ποια ήταν εκείνη που της είχε κλέψει τον άντρα;
Και τότε ήταν που την πρωτοσυνάντησε την Τατιάνα, αλλά ήταν μια συνάντηση μονόπλευρη, αφού έγινε υπό καθεστώς παρακολούθησης, με τη Λιλήθ να φοράει μαύρα γυαλιά και να ακολουθεί τον Βεντούζα από απόσταση. Ήταν πολύ νέα τότε, η Τατιάνα. Νέα και πολύ εντυπωσιακή. Η Λιλήθ την είχε ζηλέψει πολύ. Όχι μόνο για τον Βεντούζα, αλλά και για τα μακριά, λεπτά της πόδια, και για τη χάρη με την οποία περπατούσε.
Ένας ήχος ακούστηκε από τον διάδρομο. Η Λιλήθ επανήλθε στο παρόν. Να ερχόταν η γιατρός;
- Δόκτωρ Σκ…ούλ…ντερ, σκέφτηκε με κόπο.
Όμως όχι, κανείς δεν ήταν στο διάδρομο. Η Λιλήθ ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις της.
Η Τατιάνα ποτέ δεν είχε μάθει για εκείνη την «συνάντησή» τους. Και ούτε η Λιλήθ της το ανέφερε ποτέ. Έτσι, η πρώτη «επίσημη» συνάντηση έγινε σε εκείνο το αεροπλάνο, στον δρόμο για τη Φινλανδία.
Η Τατιάνα ήταν πολύ ευγενική μαζί της και της είχε κάνει εν τέλει καλή εντύπωση. Δεν ήταν η σκύλα που φανταζόταν η Λιλήθ στην αρχή και δεν έδειξε καμία ενόχληση όταν της είπε ποια ήταν. Βέβαια, η σχέση και των δύο με το Βεντούζα ήταν ήδη παρελθόν… Πάντως, το ταξίδι είχε κυλήσει πολύ ευχάριστα και όταν αποχαιρετήθηκαν και η Λιλήθ είπε «χάρηκα για την γνωριμία» το εννοούσε. Για όλα έφταιγε ο Βεντούζας τελικά!
Και ύστερα από χρόνια, που ξανασυναντήθηκαν, ο Βεντούζας συνέχιζε να είναι ο μόνος υπαίτιος για ό,τι είχε συμβεί. Και τώρα που το σκεφτόταν, ίσως κακώς να την υποπτευόταν την Τατιάνα η Λιλήθ, ότι είχε ακόμα αισθήματα για τον Μάριο. Αλλά, και πάλι, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις…
Όμως, όπως και να το κάνεις, και η Τατιάνα ένας άνθρωπος ήταν, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, και με ανησυχίες και με όνειρα. Και κοίτα τώρα πώς είχε καταλήξει αυτός ο άνθρωπος!
Βήματα ακούστηκαν και πάλι στο διάδρομο. Και αυτή τη φορά, τα βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν. Το πόμολο της πόρτας άρχισε να γυρίζει. Η Λιλήθ σηκώθηκε από την καρέκλα της.
Η πόρτα άνοιξε και μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα με κατάλευκα μαλλιά και πολλές ρυτίδες στο πρόσωπο εμφανίστηκε.
- Η δόκτωρ Σκούλντερ; ρώτησε η Λιλήθ.
- Δόκτωρ Σκούλντερ; Με εκπλήσσεις δυσάρεστα, αγαπητή μου. Με τις δικές σου σπουδές και γνώσεις, εσύ τουλάχιστον περίμενα να με αναγνωρίσεις αμέσως, είπε η Νόρνα Σκουλντ.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

50. Αλλαγή βάρδιας στο δωμάτιο 327



Η Λιλήθ έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στο μοναδικό κρεβάτι του δωματίου, ένας ασθενής κοιμόταν. Σωληνάκια και οροί, αλλά κυρίως γύψοι και γάζες ήταν αυτό που κυριαρχούσε επάνω στον άρρωστο.
-   Παρθένα; είπε η Λιλήθ χαμηλόφωνα.
Από το κρεβάτι δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος. Μόνο τα μηχανήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Η Λιλήθ αναρωτήθηκε αν οι πληροφορίες της για τη δηλητηρίαση ευσταθούσαν. Ο ασθενής που είχε μπροστά της ήταν εμφανώς κάποιος άνθρωπος που είχε πάθει ατύχημα. Αλλιώς, τι νόημα είχαν οι γάζες και οι γύψοι; Να έκανε λάθος το δωμάτιο; Όχι, αφού το είχε δει καθαρά. Ήταν το 327. Αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν έμοιαζε στην Παρθένα. Αν μη τι άλλο, η Παρθένα ήταν πιο γεμάτη. Τι να είχε συμβεί;
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε. Μια νοσοκόμα μπήκε βιαστικά, αλλά όταν είδε τη Λιλήθ κοντοστάθηκε.
-   Ποια είστε; ρώτησε.
-   Ήρθα να δω μια φίλη, απάντησε εκείνη.
-   Δεν το ξέρετε ότι εδώ δεν επιτρέπονται επισκέψεις όλες τις ώρες; Παρακαλώ να φύγετε, η ασθενής, όπως βλέπετε, δεν μπορεί να σας μιλήσει.
-   Ναι, θα φύγω, αλλά πείτε μου: εκτός από τη δηλητηρίαση, έπαθε και κάποιο ατύχημα;
-   Εγώ δεν ξέρω τίποτα για δηλητηρίαση. Αυτό που ξέρω είναι ότι η ασθενής έχει πολλαπλές κακώσεις και κατάγματα σε όλο της το σώμα, εξαιτίας κάποιου ατυχήματος που είχε. Μήπως πρόκειται για άλλη ασθενή;
-   Ίσως, είπε η Λιλήθ προβληματισμένη. Η ασθενής για την οποία μιλάω εγώ λέγεται Παρθένα Βαλαωρίτη και ήρθε εδώ με συμπτώματα δηλητηρίασης.
-   Ε, τότε σίγουρα πρόκειται για άλλη ασθενή. Η ασθενής αυτή δεν λέγεται έτσι. Μάλλον θα κάνατε λάθος στο δωμάτιο.
Η Λιλήθ κίνησε να βγει από το δωμάτιο.
-   Εκτός, είπε τότε η νοσοκόμα, αν μιλάτε για εκείνη τη γυναίκα που έφεραν εχθές το βράδυ…
-   Ναι, είπε η Λιλήθ και κοντοστάθηκε.
-   Α, εκείνη δεν έμεινε πολύ εδώ… Εσείς τι της είστε;
-   Φίλη.
-   Δεν επιτρέπεται να δίνουμε πληροφορίες σε άτομα εκτός οικογενείας…
-   Ζει μόνη, είναι χωρισμένη εδώ και χρόνια, και δεν έχει κανέναν στενό συγγενή.
Η νοσοκόμα την κοίταξε.
-   Ζούσε μόνη θέλετε να πείτε, είπε.
-   Τι εννοείτε;
-   Αν η γυναίκα στην οποία αναφέρεστε είναι αυτή που νομίζω, δυστυχώς δεν ζει πια.
Η Λιλήθ έμεινε αποσβολωμένη. Είχε ακούσει καλά; Η Παρθένα ήταν νεκρή;
-   Μήπως κάνετε λάθος; Είστε σίγουρη;
-   Ρωτήστε και τη γιατρό, που την ανέλαβε. Είναι Ελληνοσουηδή, δόκτωρ Σκούλντερ λέγεται. Είστε καλά;
Η Λιλήθ είχε χλωμιάσει. Εντάξει, αδιαφορούσε για την Παρθένα, την ήθελε μακριά, όχι όμως και να πεθάνει, έτσι, μόνη, σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου…
Έπρεπε να ενημερώσει την Τατιάνα, δεν είχε νόημα να έρθει τώρα πια. Μηχανικά έβαλε το χέρι της στην τσάντα της και έπιασε το κινητό της. Πληκτρολόγησε το νούμερο της Τατιάνας και έβαλε το κινητό στο αυτί της. Καλούσε. Κάπου ακούστηκε ένα κινητό να χτυπάει.
-   Απαγορεύονται τα κινητά εδώ μέσα, είπε η νοσοκόμα.
-   Συγγνώμη, είπε η Λιλήθ και το έκλεισε.
Το κινητό που χτυπούσε σταμάτησε να χτυπάει.
-   Αντίο, είπε στη νοσοκόμα και βγήκε έξω.
Ξαναπήρε την Τατιάνα. Μα, πού βρισκόταν και δεν το άκουγε; Ξαναπήρε. Το άφησε να χτυπάει μέχρι να κλείσει η γραμμή. Τίποτα. Να δεις που θα το είχε ξεχάσει πουθενά. Πήρε ξανά. Στο πέμπτο χτύπημα η γραμμή άνοιξε.
-   Εμπρός, ακούστηκε.
-   Έλα, πού είσαι; Τόσην ώρα σε παίρνω!
-   Ξέρετε, ακούστηκε ξανά η φωνή και τότε η Λιλήθ συνειδητοποίησε ότι της ήταν άγνωστη, δεν είναι δικό μου αυτό το τηλέφωνο.
-   Τι εννοείτε;
-   Ότι δεν είναι δικό μου. Η κυρία, την οποία καλείτε, δεν μπορεί να σας μιλήσει αυτήν την στιγμή…
-   Γιατί; Πού βρίσκεται; Γιατί έχετε εσείς το τηλέφωνό της;
-   Να, δεν ξέρω πώς να σας το πω, εγώ είμαι απλώς μία νοσοκόμα…
-   Νοσοκόμα;
-   Ναι, και άκουσα το κινητό της που χτυπούσε επίμονα και το σήκωσα. Η ίδια όμως δεν μπορεί να σας μιλήσει, βρίσκεται στο γύψο, με πολλαπλά κατάγματα,  είχε ένα ατύχημα…
-   Δεν είναι δυνατόν! Σήμερα το πρωί μιλήσαμε!
-   Κι όμως, έτσι είναι τα πράγματα, δυστυχώς.
-   Και δεν μπορεί να μιλήσει;
-   Της έχουν βάλει ορό με παυσίπονα και ηρεμιστικά και τώρα κοιμάται.
-   Είναι σοβαρά;
-   Δεν ξέρω να σας πω ακριβώς, αλλά άκουσα ότι οι γιατροί φοβούνται μήπως από τα χτυπήματα έχει προκληθεί βλάβη στον εγκέφαλο.
-   Δεν το πιστεύω, το πρωί μιλήσαμε…
-   Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.
-   Σε ποιο νοσοκομείο είναι;
Η Λιλήθ ένιωσε ότι ήταν πρωταγωνίστρια κάποιας θεατρικής φάρσας. Σαν υπνωτισμένη, συνέχισε για λίγο ακόμα την τηλεφωνική της συνομιλία. Ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο και επέστρεψε στο δωμάτιο 327. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Στο κρεβάτι, η Τατιάνα παρέμενε εντελώς ακίνητη.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

49. Ώρα επισκεπτηρίου



Ο Βεντούζας χασμουρήθηκε. Πόσες ώρες είχε κοιμηθεί από την τελευταία φορά που θυμόταν τον εαυτό του ξύπνιο; Δεν μπορούσε να υπολογίσει. Όμως, σίγουρα αισθανόταν καλύτερα. Μέχρι που του επέτρεπαν να μένει καθιστός στο κρεβάτι του, αν το ήθελε. Του φαινόταν πολύ κουραστικό, αλλά πίεζε τον εαυτό του να μένει καθιστός για να συνηθίζει.
Έτσι και τώρα, ανακάθησε στο κρεβάτι του και ακούμπησε την πλάτη του στο μαξιλάρι, που το είχε ανασηκώσει όσο μπορούσε, για να νιώθει πιο άνετα. Ένα περιστέρι είχε καθήσει έξω από το παράθυρο του δωματίου του και κοίταζε προς τα μέσα.
Η πόρτα του δωματίου του άνοιξε. Δύο νοσοκόμοι έφεραν έναν άλλο ασθενή στο διπλανό κρεβάτι. Ο ασθενής ήταν ηλικιωμένος και του είχαν βάλει ορό. Μαζί του μπήκε και μια αρκετά νεότερη γυναίκα, που κρατούσε ένα σακβουαγιάζ, πιθανώς με τα πράγματα του ασθενή.
-   Καλημέρα, ένευσε η γυναίκα στον Βεντούζα και εκείνος απλώς κούνησε το κεφάλι του. Δυσκολευόταν ακόμα να μιλήσει.
Το περιστέρι πέταξε και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Οι νοσοκόμοι τακτοποίησαν τον ηλικιωμένο στο κρεβάτι του και έφυγαν βιαστικά.
-   Τι έχει; ρώτησε ο Βεντούζας ύστερα από λίγο.
-   Ζάχαρο, απάντησε εκείνη. Ζάχαρο και Αλτσχάιμερ. Και καθώς ξεχνάει ότι έχει ζάχαρο, δεν προσέχει και κάθε τρεις και λίγο τρέχουμε στα νοσοκομεία…
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και, προτού προλάβει κάποιος από τους δύο να μιλήσει, η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Λιλήθ.
-   Καλημέρα, είπε, αφού κοντοστάθηκε μόλις είδε ότι υπήρχαν κι άλλοι στο δωμάτιο.
-   Καλημέρα, είπε ο Βεντούζας.
-   Καλημέρα, είπε και η γυναίκα που συνόδευε τον ηλικιωμένο.
-   Βλέπω έχεις παρέα, είπε η Λιλήθ.
-   Ναι, τώρα τον φέρανε τον κύριο.
-   Πώς είσαι σήμερα;
-   Καλύτερα.
-   Φαίνεται. Το χρώμα σου έχει φτιάξει πολύ.
-   Νυστάζω, όμως, … συνέχεια νυστάζω.
-   Ε, αυτό είναι φυσικό, τόσα φάρμακα παίρνεις ακόμα.
-   Εσύ, τι κάνεις;
-   Καλά είμαι.
Η Λιλήθ φαινόταν ανήσυχη, σαν να ήθελε να πει κάτι και δίσταζε. Ο Βεντούζας το κατάλαβε.
-   Όλα καλά; ρώτησε.
-   Ναι, μια χαρά. Σου είπαν πότε θα βγεις;
-   Όχι ακόμη.
Η Λιλήθ παρέμενε σκεπτική.
-   Συνέβη κάτι; ρώτησε τότε ο Βεντούζας.
-   Σαν τι να συνέβη, δηλαδή;
-   Δεν ξέρω, κάτι… Σε βλέπω πολύ σκεπτική.
Η Λιλήθ παραξενεύτηκε λίγο που είδε ότι ο Βεντούζας την είχε ψυχολογήσει τόσο καλά.
-   Καλά, είπε ύστερα από λίγο, θα σου πω, αλλά θέλω πρώτα να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πάθεις καμία κρίση…
-   Μην ανησυχείς, είπε ο Βεντούζας και χαμογέλασε ελαφρά, ακόμα και να πάθω κάτι, σε νοσοκομείο βρισκόμαστε.
Η Λιλήθ δεν χαμογέλασε, αλλά θεώρησε ότι το χαμόγελο του Βεντούζα ήταν καλό σημάδι.
-   Να, εχθές το βράδυ…
-   Ναι;
-   Η Παρθένα…
-   Η Βαλαωρίτη;
-   Ναι…
-   Πέθανε; είπε έκπληκτος ο Βεντούζας, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι και η Παρθένα Βαλαωρίτη θα μπορούσε να πεθάνει.
-   Όχι, είπε η Λιλήθ, ανακουφισμένη που ο Βεντούζας σχεδόν βρήκε μόνος του την απάντηση. Δεν πέθανε, αλλά κινδυνεύει. Έπαθε κάποιου είδους δηλητηρίαση, οι γιατροί ακόμα δεν έχουν καταλάβει ποιο ήταν το δηλητήριο που πήρε.
-   Πώς έγινε αυτό;
-   Δεν ξέρω, το μόνο που ξέρω είναι ότι βρίσκεται σε κώμα.
-   Βρε, την κακομοίρα… είπε ο Βεντούζας, που ένιωσε πραγματικά συμπόνια για τη Βαλαωρίτη. Περίεργο, όμως… Και εσύ πώς το έμαθες;
-   Με πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο. Το βρήκαν αποθηκευμένο στο κινητό της. Τους τηλεφώνησε, μου είπαν, εχθές το βράδυ και μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της εκείνη ήδη βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση.
-   Και δεν ξέρουν τι δηλητήριο πήρε;
-   Όχι, από όσο ξέρω.
-   Και σε ποιο νοσοκομείο την έχουν;
-   Εδώ βρίσκεται, σε άλλη πτέρυγα όμως.
-   Για δες κάτι συμπτώσεις…
-   Ναι, είπε η Λιλήθ, μεγάλες συμπτώσεις.
Ο Βεντούζας χασμουρήθηκε.
-   Νυστάζεις; ρώτησε η Λιλήθ.
-   Ναι, μου συμβαίνει όλη την ώρα, δε σου το είπα;
-   Να σε αφήσω, τότε, να κοιμηθείς.
Ο Βεντούζας δεν απάντησε. Είχε ήδη αρχίσει να βυθίζεται στον ύπνο.
Η Λιλήθ χαιρέτησε τη γυναίκα που συνόδευε τον ηλικιωμένο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Τα βήματά της αντήχησαν στον άδειο διάδρομο. Θα πήγαινε να δει την Παρθένα. Όχι από συμπόνια, ούτε από ενδιαφέρον, από τυπική υποχρέωση και μόνο. Αν ήθελε να είναι απολύτως ειλικρινής με τον εαυτό της, δεν την ενδιέφερε καθόλου το τι έκανε η Παρθένα ή η Τατιάνα. Ίσα-ίσα που θα τις ήθελε και τις δύο μακριά από εκείνη και τον Βεντούζα. Άλλο αν κατέληξαν οι τρεις τους να συνεργάζονται.
     Κατέβηκε τις σκάλες και έστριψε δεξιά. Πού να ήταν το δωμάτιο νούμερο 327, άραγε; Άρχισε να κοιτάει τις πόρτες των δωματίων: 302, 303, 307, 312, 320, 324…  Κόντευε να φτάσει, όταν η πόρτα του δωματίου 327 άνοιξε. Μια νοσοκόμα βγήκε από μέσα και άρχισε να απομακρύνεται με γρήγορο βήμα. Μια νοσοκόμα με μαλλιά ξανθά, τόσο ξανθά που έμοιαζαν άσπρα.