Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

31. Η κηδεία του Περικλή

     - Για μένα; ρώτησε απορημένος ο Βεντούζας.
     - Ναι, για εσένα Μάριε. Τι δεν κατάλαβες; απάντησε η Λιλήθ.
     Ήταν η ιδέα του ή ο τόνος της φωνής της ήταν ξαφνικά επιθετικός; Μα, ποιος μπορεί να ήταν; Πλησίασε προς το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό.
     - Παρακαλώ; είπε διστακτικά.
     - Μάριγε; Η Τατιάνα είμαι.
     - Τατιάνα; έκανε έκπληκτος ο καθηγητής. Δεν έφυγες;
     - Έφυγα, Μάριγε. Από τον Καναδά σου τηλεφωνώ.
     Ο τόνος της ήταν κοφτός και αδιάφορος. Φαινόταν σαν να ήθελε να του δείξει ότι του κρατάει μούτρα για την συμπεριφορά του.
     - Σε παίρνω μόνο (τόνισε τη λέξη μόνο) επειδή με ειδοποίησε μία Ουρανίγια ότι η κηδεία του Περικλή είναι αύριγιο. Εγκώ δεν θα μπορώ να είμαι εκεί, αλλά θα ήθελα να στείλω ένα στεφάνι στη μνήμη του. Θα το φροντίσεις εσύ σε παρακαλώ;
     - Αύριο... η κηδεία... Ναι, ναι, φυσικά, θα το κανονίσω, μην ανησυχείς.
     - Εντάξει, γκεια σου, είπε και έκανε να κλείσει το τηλέφωνο.
     - Περίμενε, φώναξε ο Βεντούζας.
     - Τι θέλεις; (ο απότομος τρόπος συνεχιζόταν.)
     - Γιατί πήρες εδώ; Πώς ήξερες ότι θα είμαι εδώ;
    - Ντεν το ήξερα. Ντεν σε έβρισκα πουθενά. Το κινητό σου είναι, ως συνήθως, κλειστό (ήταν αλήθεια, σπάνια θυμόταν να το φορτίσει), στο σπίτι απαντούσε ο τηλεφωνητής και στο γκραφείο σου η γκραμμή έκανε ένα περίεργο θόρυβο (μάλλον λόγω της φωτιάς, σκέφτηκε εκείνος).
     - Ναι, αλλά γιατί πήρες εδώ; επέμεινε ο καθηγητής.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα πριν του απαντήσει η Τατιάνα.
     - Είχα την εντύπωση ότι μετά την τελευταία συζήτησή μας, θα τέλεις να μιλήσεις με την κυρία Καραμήτρου. Έτσι, είπα να δοκιμάσω και εκεί. Προφανώς, καλά έκανα.
     - Ναι, απάντησε αφηρημένος ο Βεντούζας. Καλά έκανες.
     Δεν μπορούσε να την αντικρούσει. Η εξήγησή της ήταν αρκετά λογική.
     - Γκεια σου τώρα, είπε οριστικά η Τατιάνα και έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Γεια σου, απάντησε ο Βεντούζας στο κενό και κατέβασε το ακουστικό.
      Επέστρεψε κοντά στη Λιλήθ και την Βαλαωρίτη. Η δεύτερη τον κοιτούσε με απροκάλυπτη περιέργεια. Από ό,τι φαινόταν, παρά την τραυματική εμπειρία της, η διάθεσή της για κουτσομπολιό δεν είχε μετριαστεί στο ελάχιστο. Ένιωσε την αντιπάθειά του γι' αυτήν να επιστρέφει. Η πρώτη από την άλλη, είχε σταυρώσει τα χέρια και κοίταζε αλλού. Ήταν φανερά ενοχλημένη.
      - Λοιπόν, έσπασε πρώτη τη σιωπή η Λιλήθ, τι ακριβώς ήθελε η κυρία την οποία "δεν βλέπεις πια";
      Ναι, ήταν σίγουρα θυμωμένη μαζί του.
      - Απλά μου ζήτησε να στείλω ένα στεφάνι εκ μέρους της στην κηδεία του Περικλή, επειδή η ίδια είναι στο εξωτερικό και δεν θα μπορέσει να παρευρεθεί.
     - Στην...στην ποια; Ο Περικλής...; η Λιλήθ έδειχνε σοκαρισμένη.
   Ο Βεντούζας τα έχασε. Όταν ξεκίνησε για το σπίτι της ήταν τόσο σίγουρος ότι η ίδια ήταν μπλεγμένη στην περίεργη αυτή ιστορία και πως ήξερε περισσότερα από όσα έλεγε, ώστε ούτε για ένα λεπτό δεν του πέρασε από το μυαλό ότι δεν θα ήξερε για το θάνατο του φίλου του. Όπως και να έχει, έβριζε από μέσα του τον εαυτό του που δεν της το είπε με τρόπο. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους έβγαιναν συχνά με τον Περικλή και την Ελένη. Της εξήγησε με συντομία τι έγινε, παραλείποντας φυσικά τις υποψίες του για την σχέση της τραγωδίας με την γνωστή υπόθεση. Και αναγκαστικά, αν και με μία κάποια δυσφορία, έλυσε και τις απορίες της αδιάκριτης κυρίας Βαλαωρίτη, που δήλωσε πως "ναι, είχε ακουστά τον καθηγητή Χατζίδη, νομίζει μάλιστα πως είχαν γνωριστεί κάποτε, αλλά δεν θυμόταν που". Ο καθηγητής θεώρησε περιττό να της θυμίσει ότι είχαν συναντηθεί πολλές φορές στο κοινό τους γραφείο, όταν ο Περικλής περνούσε να τον δει. Αφού εξήγησε ότι, λόγω της κηδείας, δεν θα μπορέσει να περάσει από το Πανεπιστήμιο πριν το απόγευμα (πράγμα το οποίο οδήγησε σε ένα δεκάλεπτο γκρίνιας από τη μεριά της Βαλαωρίτη που "θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ολομόναχη την κατάσταση") και υποσχέθηκε στη Λιλήθ να της τηλεφωνήσει για τα της κηδείας (μια που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε ούτε την ώρα, ούτε το πού θα γίνει), καληνύχτισε τις δύο κυρίες και γύρισε σπίτι του. Εκεί, όπως το είχε φανταστεί, βρήκε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του από την Ουρανία που τον πληροφορούσε για τα παραπάνω. Αποφάσισε να τηλεφωνήσει το πρωί στη Λιλήθ για να μην ξυπνήσει τα παιδιά και έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι. Προς μεγάλη του έκπληξη αποκοιμήθηκε αμέσως, χωρίς να σκεφτεί ούτε την καταστροφή του γραφείου του, ούτε τη συνάντηση με τον Μπάσση, ούτε τίποτα. Η μόνη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του πριν βυθιστεί στον ύπνο ήταν ότι η Λιλήθ είχε πάρει διαζύγιο...
     Το πρωί, αφού της τηλεφώνησε και έμαθε ότι εκείνη δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί επειδή ο μεγάλος της γιος είχε ξυπνήσει με πυρετό, ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για το νεκροταφείο. Στη διαδρομή επέλεξε να σκέφτεται την "Παπαδοπούλου" και το επικείμενο ταξίδι στη Φινλανδία. Η πρώτη του μηνός πλησίαζε. Δεν είχε καμία όρεξη να τρέχει σε μια ξένη χώρα στα καλά καθούμενα (και πολύ περισσότερο να βρεθεί μόνος με την επικίνδυνη αυτή γυναίκα), αλλά για άλλη μια φορά κατέληξε ότι το αεροδρόμιο με τα μηχανήματα ανιχνευτών μετάλλων και τις κάμερες ήταν ιδανικό μέρος για να κάνει επιτέλους μια συζήτηση μαζί της. Στη συνέχεια, κανείς δεν μπορούσε να τον αναγκάσει να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Ναι, όσο περνούσε η ώρα του φαινόταν πολύ καλή ιδέα. Θα πήγαινε, θα συζητούσε μαζί της και μετά απλά θα έφευγε. Τι θα μπορούσε να κάνει εκείνη για να τον σταματήσει;
      Μετά από την απαραίτητη στάση για να παραγγείλει το στεφάνι της Τατιάνας (παρόλο που εκείνος προσφέρθηκε, η Λιλήθ τον διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε η ίδια, δεν υπήρχε λόγος να τον επιβαρύνει) έφτασε στον προορισμό του. Τώρα δεν μπορούσε να απασχολεί το μυαλό του πια με το μυστήριο. Οι σκέψεις που τόσην ώρα απέφευγε τον κατέκλυσαν. Αναμνήσεις από όλα αυτά τα χρόνια φιλίας και τύψεις όρμησαν μέσα του για να τον τυραννήσουν. Θεέ μου, αυτός το είχε προκαλέσει όλο αυτό. Πώς θα αντίκριζε την Ελένη; Πώς θα αντίκριζε τα παιδιά του Περικλή; Πρώτη τον πλησίασε η Ουρανία. Του είπε πως η Ελένη θα ήθελε να έρθει μετά από το σπίτι που θα μαζευόταν η οικογένεια και οι πολύ κοντινοί τους άνθρωποι. Άλλωστε, ήταν ένας από τους στενότερους και πιο παλιούς του φίλους. Και μόνο στην σκέψη ότι θα πήγαινε μέσα στο σπίτι του, θα έβλεπε τις οικογενειακές του φωτογραφίες, θα μιλούσε με τους συγγενείς του, ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν. Μην μπορώντας όμως να βρει μια πειστική δικαιολογία, δέχτηκε. Την επόμενη στιγμή, η απαρηγόρητη χήρα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας.
      - Μάριε, πάει ο Περικλής, μας άφησε.
      - Ησύχασε Ελένη, σκέψου τα παιδιά. Δεν κάνει να σε βλέπουν έτσι.
      Δική του ήταν αλήθεια αυτή η ψύχραιμη και καθησυχαστική φωνή;
   Η ώρα κυλούσε αργά και βασανιστικά. Άκουγε αφηρημένος τους ψιθύρους από τους παρευρισκόμενους. "Τι κάνει η κόρη σου; Παντρεύτηκε έμαθα..." "Ο γιος σας που πέρασε;" "Στην Ιατρική Ιωαννίνων." Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν οι άνθρωποι να θεωρούν τις κηδείες σαν μια ευκαιρία να συναντηθούν με παλιούς γνωστούς και να πουν τα νέα τους. Κανένας σεβασμός πια στην οικογένεια που πενθούσε τον άνθρωπό της; Στο σπίτι του Περικλή το μαρτύριο του Βεντούζα συνεχίστηκε. Συγγενείς και φίλοι θυμούνταν ευχάριστες στιγμές που έζησαν με τον Περικλή, κάνοντάς τον να θέλει να κλάψει σαν μικρό παιδί. Όταν τελικά πέρασε η ώρα και αποφάσισε ότι μπορούσε πλέον να φύγει χωρίς να παρεξηγηθεί, χαιρέτησε τους γνωστούς του, την Ουρανία, τα παιδιά και τέλος, την Ελένη.
     - Περίμενε λίγο, του είπε εκείνη και μπήκε στο γραφείο του Περικλή.
     Μετά από ένα λεπτό επέστρεψε κρατώντας ένα φάκελο.
   - Αυτά είναι κάποια χαρτιά με σημειώσεις του Περικλή. Τις τελευταίες μέρες όλο με αυτά ασχολούνταν. Όταν τον ρώτησα τι ήταν, μου είπε ότι είναι κάτι για το οποίο ζήτησες τη βοήθειά του.
     - Ναι, απάντησε ο Βεντούζας. Η φωνή του ίσα που ακουγόταν. Ήταν ένας γρίφος και με βοηθούσε να βρω τη λύση.
       Η Ελένη χαμογέλασε, ίσως για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα.
     - Γρίφος; Έτσι εξηγείται. Γι' αυτό δεν ξεκολλούσε από αυτά. Τριγύριζε όλη την ώρα γράφοντας, σβήνοντας, παραμιλώντας... Οι γρίφοι ήταν η μεγάλη του αγάπη.
      - Μετά από εσένα και τα παιδιά, απάντησε ο καθηγητής.
      Εκείνη του ξαναχαμογέλασε.
     - Αν έβλεπες τον ενθουσιασμό του την ημέρα που... Τέλος πάντων, το τελευταίο πρωί. Νομίζω ότι είχε βρει μια άκρη. Τριγύριζε χοροπηδώντας μέσα στο σπίτι φωνάζοντας "εύρηκα, εύρηκα". Δεν ξέρω τι ανακάλυψε, αλλά ίσως οι σημειώσεις του σε βοηθήσουν.
      Ο Βεντούζας πήρε τον φάκελο από τα χέρια της προσεκτικά και τον κράτησε σαν να ήταν κάτι εύθραυστο. Αφού έδωσε για άλλη μια φορά τα συλλυπητήριά του και υποσχέθηκε να έρχεται συχνά να τους βλέπει, βγήκε από το σπίτι και προχώρησε προς το αυτοκίνητό του, με το φάκελο στα χέρια. Ήθελε να τρέξει, μα συγκρατούσε τον εαυτό του.
      Τι μπορεί να είχε ανακαλύψει ο Περικλής;

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

30. Στο σπίτι της Λιλήθ και πάλι



Έμεινε στη μέση του σαλονιού ακίνητος, να κοιτάζει το κενό. Τι του είχε πει μόλις τώρα η Λιλήθ; Έβαλαν φωτιά στο γραφείο; Στο δικό του γραφείο; Ναι, στο δικό του, όχι σε κάποιο οποιοδήποτε γραφείο, στο δικό του… Είχε καεί ολοσχερώς, του είπαν; Του το είπαν ή το φαντάστηκε;
-   Μάριε, είπε η Λιλήθ, είσαι καλά; Έλα και κάθησε λίγο.
Αλλά ο Βεντούζας βρισκόταν χαμένος στο λαβύρινθο των σκέψεών του. Ναι, κάηκαν όλα: υπολογιστές, βιβλία, τα βιβλία του που τόσο τον βοηθούσαν στις μελέτες του, και θα κάηκαν και τα γραπτά των φοιτητών, και η καρέκλα του θα κάηκε, και το πράσινο μαξιλάρι που του είχε δωρίσει η Ληλίθ… Δολοφονική απόπειρα, είπαν… Άραγε, ποιος βρισκόταν πίσω από αυτά; Μήπως η Παπαδοπούλου; Και ήταν και αυτή η αντιπαθητική, η Βαλαωρίτη… Τι δουλειά είχε στο σπίτι της Λιλήθ;
Σαν να ξύπνησε ξαφνικά.
-   Εσείς, πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε τη χήρα βυζαντινολόγο, η οποία ήταν κατάχλωμη και δεν σκέφτηκε να του κάνει το παραμικρό σχόλιο.
-   Γνωριζόμασταν από παλιά, απάντησε η Λιλήθ σαν αυτόκλητη δικηγόρος.
-   Από παλιά;
-   Ναι, είχαμε γνωριστεί σε μια γιορτή που είχε γίνει στο Πανεπιστήμιο πριν από πολλά χρόνια. Ήταν τη χρονιά που έγινες λέκτορας, τότε που ακόμα ήμαστε μαζί… Ήσουν ο κοινός μας γνωστός. Εξάλλου, η Παρθένα είναι και γειτόνισσα.
Η Βαλαωρίτη περιορίστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι.
-   Αλήθεια; Δεν το ήξερα.
-   Είναι πολλά που δεν ξέρεις, είπε η Λιλήθ κοιτάζοντάς τον αρκετά επίμονα. Αλλά εσύ τι ήρθες να κάνεις;
-   Και πάλι, συνέχισε ο Βεντούζας, που άρχισε να συνέρχεται από το αρχικό σοκ, δεν καταλαβαίνω πώς η κυρία Βαλαωρίτη… Θέλω να πω, είστε τόσο καλές φίλες;
-   Ε, δεν είμαστε και κολλητές, αλλά δεν σε βρήκε στο Πανεπιστήμιο, και καθώς δεν ήξερε πού είναι το σπίτι σου, πέρασε από το σπίτι μου, μήπως και εγώ ήξερα πού θα μπορούσε να σε βρει. Εξάλλου, μην ξεχνάς, είναι μια γυναίκα μόνη. Τόσο κακό είναι που ήρθε σε εμένα;
-   Όχι, απλώς είναι λίγο παράξενο.
-   Τι να σου πω, βρε Μάριε, πάντα ήσουν τόσο ανάποδος! Δίνεις σημασία στα ασήμαντα και τα σημαντικά τα αφήνεις να περνάνε κάτω από τη μύτη σου!
Τώρα, τι ήταν αυτό; Το ίδιο του είχε πει και η Τατιάνα στο όνειρό του…
-   Αλήθεια, τι κάνει η αεροσυνοδός; ρώτησε η Λιλήθ, σαν να διάβαζε την σκέψη του.
-   Ποια;
-   Τατιάνα, έτσι δεν την έλεγαν; συνέχισε εκείνη.
-   Ναι, Τατιάνα… Αλλά δεν την βλέπω πια…
-   Α, δεν είστε μαζί;
-   Τι θέλεις να πεις;
-   Τίποτα.
Ένα αγοράκι ίσα με πέντε χρονών μπήκε στο δωμάτιο.
-   Μαμά, είπε, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
-   Γιατί, αγάπη μου; ρώτησε η Λιλήθ και πήγε κοντά του.
-   Ποιος είναι αυτός ο κύριος; ρώτησε ο μικρός, που μόλις είχε προσέξει την παρουσία του Βεντούζα.
-   Τίποτα, ένας φίλος της μαμάς, είπε η Λιλήθ και τον έπιασε από το χέρι. Έλα, πάμε να ξαπλώσουμε μαζί και θα δεις τι ωραία που θα κοιμηθείς.
Γύρισε προς τον Βεντούζα και χαμογέλασε ελαφρά, σαν να του ζητούσε συγγνώμη. Εκείνος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Η Βαλαωρίτη κοίταζε αφηρημένα το τραπεζάκι του σαλονιού.
-   Τι φίλος; ρώτησε ο μικρός. Όπως εγώ και ο Μανώλης;
-   Ναι, είπε η Λιλήθ και εξαφανίστηκαν και οι δυο πίσω από μια πόρτα.
Έμειναν ο Βεντούζας και η Βαλαωρίτη.
-   Περνάει δύσκολα από τότε που βγήκε το διαζύγιο, είπε η Βαλαωρίτη, σαν να περίμενε να φύγει η Λιλήθ για να μιλήσει.
Ο Βεντούζας δεν κατάλαβε.
-   Και είναι και τα παιδιά στη μέση, συνέχισε η Βαλαωρίτη. Θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο σε αυτήν την ηλικία. Όλο θα ζητάνε τον πατέρα τους.
Τότε ήταν που κατάλαβε. Ώστε είχε χωρίσει; Δεν ήταν η περήφανη σύζυγος δικηγόρου που είχε αφήσει να εννοηθεί την τελευταία φορά;
-   Πότε χώρισε; ρώτησε τη Βαλαωρίτη, που καθόταν ακόμα στην ίδια πόζα που την είχε δει μπαίνοντας.
-   Θα είναι τώρα σχεδόν ένας χρόνος.
-   Και οι φωτογραφίες;
-   Ποιες φωτογραφίες;
-   Οι φωτογραφίες στο σύνθετο, αυτές με τον άντρα της…
-   Α, αυτές… Της είπε η ψυχολόγος να προσέξει λίγο για να μην τραυματίσει τα παιδιά και την προειδοποίησε να μην αποκόψει τον πατέρα από τη ζωή των παιδιών απότομα. Γι’αυτό άφησε τις φωτογραφίες όπως ήταν τον παλιό, καλό καιρό. Για να μη νιώσουν τα παιδιά ξαφνικά ότι μένουν χωρίς πατέρα.
-   Εντάξει, κοιμήθηκε, είπε η Λιλήθ καθώς έμπαινε στο σαλόνι. Τον τελευταίο καιρό ξυπνάει κάθε βράδυ. Ελπίζω να είναι παροδικό, αλλιώς δεν ξέρω τι να κάνω.
Κάθησε στον καναπέ, στην άλλη άκρη από αυτήν όπου είχε καθήσει ο Βεντούζας.
-   Λοιπόν, είπε, τι λέγαμε; Α, ναι, για την αεροσυνοδό. Ξέρεις, την πέτυχα σε μία πτήση, θα είναι τώρα δύο χρόνια… Πήγαινα για ένα συνέδριο ισλανδικής ποίησης στο Τάμπερε, τότε που εσύ είχες ακυρώσει τη συμμετοχή σου λόγω μιας γαστρεντερίτιδας, αν θυμάμαι καλά…
Ο Βεντούζας κούνησε το κεφάλι του. Όλοι οι γνωστοί του άνθρωποι φαίνονταν να πλέκουν γύρω του έναν ιστό. Έναν ιστό που ολοένα τον έσφιγγε όλο και πιο πολύ…
-   Ώστε δεν είστε πια μαζί, είπε η Λιλήθ, σαν να απαντούσε στον εαυτό της. Κρίμα, πολύ συμπαθητική κοπέλα…
Τον κοίταξε. Άραγε να το εννοούσε αυτό που είπε ή μήπως τον δούλευε;
-   Χώρισες έμαθα, της είπε, προσπαθώντας να αλλάξει θέμα.
Τον κοίταξε και πάλι, αλλά δεν έβγαλε μιλιά.
-   Ήταν τρομερό, είπε και η Βαλαωρίτη ξαφνικά, σαν να απαντούσε σε κάποια ερώτηση που της είχε μόλις γίνει.
Ο Βεντούζας και η Λιλήθ γύρισαν και την κοίταξαν. Αλήθεια, σκέφτηκε ο Βεντούζας, δεν ρώτησα τίποτα για τη φωτιά. Ντράπηκε για την αναισθησία του.
-   Ήσαστε μέσα την ώρα που έγινε; ρώτησε.
-   Ναι, απάντησε εκείνη. Ήταν τρομερό, ξαναείπε.
-   Τι ώρα ήταν;
-   Ήταν αρκετά αργά, 6.30, ίσως και 7. Εγώ είχα μείνει στο γραφείο για να διορθώσω κάτι εργασίες. Ξέρετε, δεν παίρνω τις εργασίες στο σπίτι, προτιμώ να τις διορθώνω στο γραφείο.
Σταμάτησε λίγο και ύστερα συνέχισε:
-   Εκεί που διόρθωνα, λοιπόν, άκουσα ξαφνικά έναν ήχο σαν κάτι να σπάει. Δεν έδωσα σημασία, καθώς ήμουν πολύ απορροφημένη στη δουλειά μου. Χρειάστηκε κανα λεπτό μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι το γραφείο μας είχε αρχίσει να καίγεται. Η δικιά σας πλευρά είχε ήδη λαμπαδιάσει. Τα βιβλία καίγονταν και η καρέκλα σας είχε επίσης τυλιχτεί στις φλόγες. Πανικοβλήθηκα, δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπάθησα να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω για να σβήσω τη φωτιά, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να σώσω ίσως τον υπολογιστή, αλλά η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να γλείφει το πληκτρολόγιο. Είπα, τότε, να σώσω τουλάχιστον τα δικά μου πράγματα. Μόνο τότε γύρισα από την άλλη πλευρά και είδα ότι η φωτιά είχε φτάσει και από εκεί. Το γραφείο είχε γεμίσει καπνούς. Τότε συνειδητοποίησα ότι κινδύνευα και ότι έπρεπε να φύγω το συντομότερο δυνατό. Έτρεξα προς την πόρτα, αλλά λιποθύμησα μόλις την έπιασα για να την ανοίξω… Ευτυχώς, τη φωτιά την είχε πάρει είδηση και ο φύλακας, που είχε ειδοποιήσει την πυροσβεστική, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι ήρθε ο ίδιος επάνω για να δει αν ήμουν καλά, επειδή με είχε δει νωρίτερα και του είχα πει ότι θα είμαι στο γραφείο μου. Αυτός με έσωσε, λίγο πριν οι φλόγες με φτάσουν και λίγο πριν η πυροσβεστική φτάσει στο κτίριο του Πανεπιστημίου.
-   Πάλι καλά που σωθήκατε, είπε ο Βεντούζας, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν ότι μόλις είχε πει μια φράση που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα είχε πει ποτέ.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
-   Θα μου ξυπνήσουν τα παιδιά, είπε η Λιλήθ και έτρεξε να το σηκώσει.
-   Εμπρός, είπε στο ακουστικό. Ναι, όχι, κανένα πρόβλημα… Ναι, εδώ είναι… Ναι, μισό λεπτό να τον φωνάξω…
Γύρισε και τον κοίταξε.
-   Είναι για εσένα, του είπε.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

29.Πυρ!

     Βγαίνοντας από το σπίτι, μπήκε γρήγορα στο αμάξι του. Έριξε μια ανήσυχη ματιά έξω από το παράθυρο. Είχε πλέον σκοτεινιάσει και, έχοντας από μικρός έναν μεγάλο φόβο για τη νύχτα και το σκότος εν γένει,  φαντάστηκε τάχα ότι η Μαριάννα Παπαδοπούλου τον είχε ακολουθήσει μέσα στο σκοτάδι και ότι τώρα θα τον παραμόνευε με το ίδιο αμάξι που την είχε δει τις προάλλες. Η ανησυχία του όλο και φούντωνε, δεδομένου ότι η Λιλήθ θα μπορούσε όντως να είναι τελείως αθώα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα υπήρχε το φοβερά δυσάρεστο ενδεχόμενο να έχει την τύχη του Περικλή. Παρά το πρόσφατο, καθόλα δυσάρεστο, συναπάντημά τους, ακόμα έτρεφε συναισθήματα για κείνη και σε καμία περίπτωση δεν θα επιθυμούσε να είναι υπαίτιος και για τη δική της δολοφονία.
     Προς στιγμήν σκέφτηκε να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Μετά από λίγο, όμως, ο Βεντούζας συνειδητοποίησε ότι η Λιλήθ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή την αλληλουχία γεγονότων και παρότι μπορεί να μην αποτελούσε το κλειδί της υπόθεσης, σίγουρα θα μπορούσε να ρίξει κάποιο φως στην ψυχοβγαλτική αυτή κατάσταση.
     Φτάνοντας στον προορισμό του, ο καθηγητής ήταν πιο αποφασισμένος από ποτέ να αντιμετωπίσει την πάλαι ποτέ αγαπημένη του. Τόσο αποφασισμένος όσο και ένας μονομάχος που τον έχουν ρίξει στην αρένα με τα λιοντάρια. "Αχ, τουλάχιστον ας βρει κάτι ο Μπάσσης από όλη αυτή την ιστορία, αν δεν αποδώσει τους αναμενόμενους καρπούς η συνάντησή μου με τη Λιλήθ" συλλογίστηκε ο Βεντούζας παρκάροντας. Είχε φτάσει στην οικία της! Ο τοίχος υψωνόταν αρκετά απειλητικός, ενώ ο άνεμος κούναγε τα κλαδιά της βελανιδιάς που βρισκόταν στο κέντρο της αυλής, και εκείνη με τη σειρά της χτυπούσε με μανία τα παράθυρα του σπιτιού. "Τι σκηνικό θρίλερ για μια τέτοια δυσάρεστη συνάντηση" σκέφτηκε ο καθηγητής.
     Δεν πέρασε καλά-καλά ούτε ένα δευτερόλεπτο από τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε απότομα. Η Λιλήθ με το που είδε τον καθηγητή ανάσανε με ανακούφιση και χωρίς καλά καλά να τον χαιρετήσει, τον έσπρωξε απαλά μέσα στο σαλόνι και φώναξε: "Επιτέλους, σε καλώ εδώ και μία ώρα στο τηλέφωνο, Μάριε, πού ήσουν; Σε έψαχνα σαν τρελλή!"
     Ο καθηγητής είχε έρθει στο σπίτι της Λιλήθ αρκετά ντοπαρισμένος για να της προσάψει ποικίλες κατηγορίες για τον θάνατο του Περικλή και τα δυσάρεστα συμβάντα των τελευταίων ημερών. Τώρα, όμως, στεκόταν εμβρόντητος, όντας αιφνιδιασμένος  από τα λεγόμενα της Λιλήθ. Τον έψαχνε λοιπόν εδώ και ώρα; Τι να ήθελε από αυτόν;
     "Τι εννοείς;" τη ρώτησε με φωνή γεμάτη αγωνία. "Τι συνέβη;"
     "Είναι και η κυρία Βαλαωρίτη εδώ, είμαστε και οι δύο ανάστατες. Θέλαμε να σε ειδοποιήσουμε ότι το γραφείο σας τυλίχτηκε στις φλόγες. Μετά δυσκολίας την έβγαλαν εκείνη ζωντανή. Υπολογιστές, βιβλία, όλα χάθηκαν στη φωτιά. Όλοι μιλούν για απόπειρα δολοφονίας" τόνισε η Λιλήθ και μετά κύλησε ένα δάκρυ στο κατακόκκινο από το ρουζ πρόσωπό της.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

28. Ένας νέος σύμμαχος


     Την επόμενη μέρα ξύπνησε κακόκεφος και μουδιασμένος. Ετοιμάστηκε μηχανικά και δεν έφαγε καν πρωινό (κάτι που σπάνια παρέλειπε). Πήγε στο γραφείο του και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Δεν κατάλαβε για πότε πέρασε η ώρα και ξαφνιάστηκε όταν χτύπησε την πόρτα του ο Μπάσσης.
     - Καλημέρα σας κύριε καθηγητά, του είπε πρόσχαρα ο νεαρός.
     Αφού ξεμπέρδεψαν γρήγορα με τα τυπικά (ερωτήσεις για την πορεία της υγείας του νεαρού φίλου, για άλλη μια φορά συλλυπητήρια για τον θάνατο του Περικλή, παράκληση του Μπάσση να τον αποκαλεί ο Βεντούζας "Δημήτρη"), μίλησαν για αρκετή ώρα για το βιογραφικό του φοιτητή, τις ιδέες του σχετικά με το θέμα της διπλωματικής και τη σχετική βιβλιογραφία που υπήρχε. Αν άκουγε κάποιος τον Βεντούζα θα νόμιζε ότι είχε ξεχάσει τελείως την περιπέτειά του και ότι είχε ξαναγίνει ο ήσυχος, αλλά απαιτητικός καθηγητής ιστορίας που ήταν πριν αρχίσουν όλα αυτά. Τότε, που το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν η έλλειψη ενδιαφέροντος από τη μεριά των φοιτητών του για το μάθημά του ή το ενοχλητικό φλερτ της κυρίας Βαλαωρίτη. Λίγο πριν το τέλος της συζήτησής τους όμως, αυτός ο "κάποιος", σίγουρα θα χαμογελούσε όταν θα έβλεπε τον καθηγητή να βγάζει ένα φύλλο χαρτί από το σουμέν του και να το δίνει στον Μπάσση.
     - Διάβασε σε παρακαλώ αυτό το κείμενο, Δημήτρη.
     Ο φοιτητής διάβασε γρήγορα τις τρεις μικρές παραγράφους που αποτελούσαν το ανώνυμο γράμμα που είχε λάβει ο Βεντούζας (και είχε κάτσει να αντιγράψει από μνήμης μόλις έφτασε στο γραφείο, όπως έκανε πριν από μέρες για τον Περικλή). Σήκωσε το κεφάλι του σκεπτικός.
      - Ναι... Είναι μια πολύ περιληπτική και απλουστευμένη περιγραφή των Νόρνων... Δείχνει να έχει αντιγραφεί από κάποιο άρθρο ή λήμμα εγκυκλοπαίδειας...
      - Θέλεις να πεις ότι αυτός που το έγραψε δεν πρέπει να είναι γνώστης του αντικειμένου; ρώτησε ο καθηγητής, ξαφνιασμένος που δεν είχε σκεφτεί αυτήν την πιθανότητα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μίλα ελεύθερα, είπε προσέχοντας τον δισταγμό του Μπάσση, δεν το έγραψα εγώ.
      - Όχι, δεν το πιστεύω, απάντησε ο νεαρός, ανακουφισμένος που δεν έκανε γκάφα. Δεν μπορώ να σας το εξηγήσω ακριβώς... Υπάρχει κάτι στον τρόπο που είναι γραμμένο... Μπορώ να το μελετήσω λίγες μέρες;
      - Ναι, φυσικά, απάντησε ο Βεντούζας που είδε ότι το κείμενο κέντρισε το ενδιαφέρον του Μπάσση, όπως ήλπιζε. Και θα ήθελα να σου ζητήσω και κάτι άλλο...
      - Παρακαλώ, είπε πρόθυμα ο Μπάσσης.
      - Θυμάσαι χτες, στο νοσοκομείο, που σε ρώτησα αν σου αρέσουν οι γρίφοι;
      - Ναι, το θυμάμαι, απάντησε επιφυλακτικά ο φοιτητής, σκεπτόμενος ότι ο Βεντούζας άρχισε πάλι τα περίεργα.
      - Θέλω, όσο μελετάς το κείμενο, να έχεις στο μυαλό σου δύο αριθμούς: το 2 και το 8.
      - Το 2 και το 8;
     - Ναι, θέλω να τους έχεις υπόψη σου. Θέλω να μου βρεις μία σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους αριθμούς και αυτό το κείμενο, αν υπάρχει βέβαια.
     Ο φοιτητής κατένευσε, αν και ήταν φανερό ότι δεν καταλάβαινε τίποτα. Ο Βεντούζας σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι του. Ο Μπάσσης τον μιμήθηκε.
      - Λοιπόν, Δημήτρη παιδί μου, νομίζω ότι θα συνεργαστούμε θαυμάσια εμείς οι δύο. Είμαι σίγουρος ότι η διπλωματική σου θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
      - Σας ευχαριστώ κύριε καθηγητά. Και σας υπόσχομαι να βρω τη λύση σε αυτό το... μυστήριο, του απάντησε χαμογελώντας.
     Η λέξη "μυστήριο" έκανε τον καθηγητή να σοβαρέψει απότομα. Ασυναίσθητα, έσφιξε λίγο παραπάνω το χέρι του νεαρού, το οποίο δεν είχε καταλάβει ότι κρατούσε ακόμα. Αφήνοντάς το, του είπε:
     - Ξέρεις Δημήτρη, θα ήταν προτιμότερο να μην μιλήσεις σε κανέναν για το ακριβές θέμα της διπλωματικής σου. Επίσης, να μην δείξεις κάπου αυτό το κείμενο ή να αναφέρεις αυτά τα νούμερα. Ας πούμε... ας πούμε ότι είναι μία ιδιαιτερότητά μου. Δεν μου αρέσει να μαθεύεται στο πανεπιστήμιο το περιεχόμενο μιας εργασίας στην οποία συμμετέχω πριν ολοκληρωθεί. Και ξέρεις τώρα πόσο γρήγορα διαδίδονται τα πράγματα εδώ γύρω. Άλλωστε, η μισή χαρά ενός γρίφου είναι όταν βρίσκεις τη λύση μόνος σου, χωρίς τη βοήθεια άλλων, έτσι δεν είναι; είπε, προσπαθώντας να δώσει έναν ανάλαφρο τόνο στα λόγια του.
     Ακουγόταν γελοίος και το καταλάβαινε, αλλά αυτή η λέξη του είχε θυμίσει ότι θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Είχε ήδη χάσει τον καλύτερό του φίλο και δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει και τη ζωή του παιδιού που στεκόταν μπροστά του. Όχι, αν όντως τον παρακολουθούσαν, οι συναντήσεις του με τον νεαρό θα έπρεπε να φαίνονται σαν απλές συναντήσεις ενός φοιτητή με τον καθηγητή που παρακολουθεί την διπλωματική του. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει ότι αυτό το παιδί (γιατί στην ουσία, για παιδί επρόκειτο ακόμα) είχε στα χέρια του στοιχεία της υπόθεσης.
      - Ναι, φυσικά, αν το προτιμάτε, απάντησε ο Μπάσσης, που δεν καταλάβαινε την αντίδραση του Βεντούζα, ούτε και είχε ακούσει ποτέ γι' αυτή του την "ιδιαιτερότητα". Μάλιστα, είχε γνωστούς που είχαν κάνει διπλωματική μαζί του και του μιλούσαν συχνά για την πορεία της. Δεν είπε τίποτα όμως, επειδή δεν ήθελε να ρισκάρει την άρνηση του καθηγητή να τον αναλάβει. Άλλωστε, ο Βεντούζας ήταν ο πλέον αρμόδιος για το θέμα που είχε διαλέξει. Αν έπρεπε να βρει άλλον καθηγητή, τότε μάλλον θα έπρεπε να τροποποιήσει και την κατεύθυνση που θα έπαιρνε η εργασία του και αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελε καθόλου. Ας είχε λοιπόν όσες παραξενιές ήθελε ο γερο-Βεντούζας!
     Όταν τελικά έφυγε ο νεαρός, ο καθηγητής προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Αυτός που έγραψε το κείμενο δεν είχε γνώση του αντικειμένου κατά τη γνώμη του Μπάσση. Ναι, φέρνοντάς το στο μυαλό του, μπορούσε να καταλάβει γιατί το πίστευε αυτό. Ο ίδιος δεν ήταν απόλυτα βέβαιος, αλλά αν ο νεαρός κατάφερνε να το τεκμηριώσει, τότε θα το ξανασυζητούσαν. Αυτή η προοπτική όμως τον ανησυχούσε. Μετά από την χθεσινή συζήτηση με την Τατιάνα ήταν πεπεισμένος ότι το γράμμα του το είχε στείλει η Ληλίθ. Αν όμως, το άτομο που το έγραψε δεν είχε σχέση με την σκανδιναβική μυθολογία, αν απλά αντέγραψε αυτό το απόσπασμα από κάπου μόνο και μόνο επειδή γνώριζε την αγάπη του καθηγητή προς αυτήν, τότε πραγματικά θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Αυτή η σκέψη κυριολεκτικά τον τρόμαζε.
     Αν μπορούσε να μάθει τουλάχιστον σε ποιον ανήκε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε η "Παπαδοπούλου" τότε ίσως να μπορούσε να βρει την άκρη του νήματος. Αν ήξερε ποιος τον παρακολουθούσε, τότε ίσως να μπορούσε να πάει στην αστυνομία και να τους αναφέρει την συνάντηση με αυτή τη γυναίκα και τη σχέση του αυτοκινήτου με τον θάνατο του Περικλή. Ίσως αν πήγαινε και τους έλεγε για το σημείωμα στην τσέπη του σακακιού του Περικλή, να έβρισκαν εκείνοι σε ποιον ανήκει το αυτοκίνητο. Μα, τι βλακείες ήταν αυτές που σκεφτόταν, ήταν δυνατόν ποτέ να πάει στην αστυνομία και να πει όλη αυτή την παράλογη ιστορία; Θα τον έκλειναν σίγουρα στο ψυχιατρείο. Από την άλλη, ακόμα και αν τον πίστευαν, θα τους φαινόταν πολύ ύποπτο που ο ίδιος πήρε το σημείωμα από την τσέπη του φίλου του και δεν το ανέφερε αμέσως (τι λάθος, Θεέ μου, ακόμα και αν δεν το έκανε επίτηδες, τώρα μπορεί η αστυνομία να το είχε βρει και να γνώριζε τον κάτοχό του). Όπως και να έχει το πράγμα, μία συζήτηση με την αστυνομία τώρα θα τον έβαζε σε καινούριους μπελάδες. Εκτός αν... αν πήγαινε στην τροχαία, δήλωνε ότι τον τράκαρε αυτό το αυτοκίνητο και ζητούσε να μάθει σε ποιον ανήκει; Όχι, αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ούτε στις ταινίες. Κάπως όμως έπρεπε να μάθει ποιος ήταν ο κάτοχος του αυτοκινήτου που προσπάθησε να του υποδείξει και ο Περικλής.
     Ξαφνικά, μια νέα σκέψη άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Έγραψε όντως ο Περικλής το σημείωμα; Το χαρτάκι είχε διαλυθεί από τον ιδρώτα στο χέρι του και το πέταξε κάποια στιγμή την ώρα που περπατούσε με την Τατιάνα. Θυμόταν όμως καθαρά την εικόνα του. Ήταν αυτός ο γραφικός χαρακτήρας του φίλου του; Ήταν γραμμένο με κεφαλαία, πρόχειρα γράμματα. Θα μπορούσε να το έχει γράψει ο Περικλής, αλλά πάλι, θα μπορούσε να το έχει γράψει κάποιος άλλος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή υπέθετε ότι ο Περικλής προσπαθούσε να του δώσει τον αριθμό του αυτοκινήτου των ανθρώπων που τον χτύπησαν. Και πίστεψε ότι είχε τονίσει το Β και το 8 για να του δείξει ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν σχέση με την γνωστή ιστορία αφού, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα δεν πρόλαβε να μάθει ότι ο ίδιος ο Βεντούζας είχε δει την "Παπαδοπούλου" να μπαίνει σε αυτό, το ίδιο αυτοκίνητο. Αν όμως, το χαρτάκι το είχε αφήσει κάποιος άλλος στην τσέπη του Περικλή σαν μήνυμα; Ένα μήνυμα που μόνο ο ίδιος θα καταλάβαινε. Θυμήθηκε το χαμόγελο της "Παπαδοπούλου" εκείνο το βράδυ που έτρεξε πίσω της. Δεν βιαζόταν, ήθελε να την ακολουθήσει εκείνος, ήθελε να δει το αυτοκίνητο στο οποίο μπήκε. Αν το χαρτάκι ήταν μία προειδοποίηση για τον ίδιο; "Εμείς χτυπήσαμε τον φίλο σου"; "Μην μιλήσεις σε κανέναν άλλον γι' αυτή την ιστορία"; Ο θυμός του επέστρεψε πιο έντονος από ποτέ.
     Δεν ήξερε ποιοι ήταν αυτοί που τον προσέγγισαν με εκείνο το γράμμα, ούτε και τι ακριβώς ήταν αυτό στο οποίο τον είχαν μπλέξει.
     "Ξέρω όμως κάποια που γνωρίζει περισσότερα από εμένα", είπε δυνατά, πέταξε το μολύβι που έπαιζε ανάμεσα στα δάχτυλά του τόση ώρα, σηκώθηκε όρθιος και έφυγε γρήγορα για το σπίτι της Λιλήθ.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

27. Μπάσσης ή Λιλήθ;


Δημήτρης Μπάσσης ή Λιλήθ Καραμήτρου; Με αυτήν την σκέψη σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να περπατάει, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Η παρόρμησή του, βέβαια, ήταν να επισκεφτεί πρώτα τη Λιλήθ. Ναι, όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο του άρεσε η ιδέα. Θα πήγαινε στο σπίτι της, και μάλιστα θα πήγαινε με το αυτοκίνητό του και θα το παρκάριζε μπροστά ακριβώς στη μαρμάρινη σκάλα. Όσο θυμόταν το υποτιμητικό της βλέμμα…
«Πού έχεις παρκάρει;» τον είχε ρωτήσει. «Δεν έχω αυτοκίνητο», της είχε πει εκείνος. Γιατί το είχε κάνει; Μήπως επειδή δεν ήθελε να ομολογήσει ότι τον είχε καταλάβει μια νοσταλγική διάθεση να πάει στο σπίτι της με το λεωφορείο, όπως και τότε, τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους; Μήπως επειδή κάποιου είδους διαστροφή τον έκανε να θέλει να την προκαλέσει, ώστε να του φερθεί άσχημα και κάπως να ισοφαρίσει το δικό του κακό φέρσιμο, τότε που…;
 Ήταν αλήθεια, βέβαια, ότι ήταν απαίσιος οδηγός και γι’αυτό απέφευγε να οδηγεί. Έτσι, δεν ήταν και τόσο ψέμα ότι δεν είχε αυτοκίνητο. Πολύ θα’θελε να έβλεπε τα μούτρα της όταν θα παρκάριζε μπροστά από το σπίτι της…
Και από την άλλη, ήταν και ο Μπάσσης. Φαινόταν αρκετά σπασικλάκι, το είδος του φοιτητή που είναι χωμένος στα βιβλία, και του άρεσαν και οι γρίφοι. Δεν μπορεί, εκείνος θα μπορούσε να τον βοηθήσει, θα μπορούσε να γεμίσει κάπως το κενό του…
Τα μάτια του βούρκωσαν, καθώς ξαναθυμήθηκε τον Περικλή, αδύναμο και αβοήθητο στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ο καημένος, μέχρι και τις τελευταίες του στιγμές προσπαθούσε να μην τον απογοητεύσει. Μέχρι και τις τελευταίες του στιγμές είχε το δικό του θέμα στο μυαλό του… Θυμήθηκε το χαρτάκι με τον αριθμό κυκλοφορίας: ΙΗΒ 1058. Τι να σήμαινε αυτό; Ο Περικλής είχε τονίσει περισσότερο το Β και το 8… Ίσως να είχε θεωρήσει ότι το Β έμοιαζε κάπως με το 8 και πως και τα δύο μαζί ίσως να είχαν σχέση με τα δύο οχτάρια των υδατογραφημάτων… ή με τα δύο οχτάρια στις μαρμάρινες γλάστρες του σπιτιού της Λιλήθ… Πάλι η Λιλήθ στη μέση! Ένα ταξί πλησίαζε από μακριά. Του έκανε σήμα και μπήκε μέσα.
Ναι, αλλά πώς ήξερε ο Περικλής τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου όπου επέβαινε η Παπαδοπούλου; Και πώς συνδεόταν η Παπαδοπούλου με τη Λιλήθ, αν συνδεόταν τελικά; Και πώς είχαν βρεθεί τα χαρτάκια χωμένα μέσα στο πράσινο μαξιλάρι που του είχε κάνει δώρο η Λιλήθ πριν από τόσα χρόνια; Αν επρόκειτο για συμπαιγνία, πώς ήταν δυνατόν η Λιλήθ – αν ήταν αναμεμειγμένη σε αυτό – να προετοίμαζε κάποιου είδους εκδίκηση πριν από τόσα χρόνια, και μάλιστα μια εποχή που η σχέση τους ήταν στα καλύτερά της;
-  Κρύο κάνει απόψε, είπε ο ταξιτζής.
-  …ναι, είπε αφηρημένα.
-  Είπαν ότι στα ορεινά θα χιονίσει.
-  …ναι, ξαναείπε.
«Όρεξη για κουβέντα έχει ο ταρίφας», σκέφτηκε. «Ωραίος μαμούχαλος μου έτυχε βραδιάτικα», σκέφτηκε ο ταξιτζής.
-  Σας πειράζει να βάλω μουσική; ρώτησε.
-  Όχι, καθόλου, είπε ο Βεντούζας ανακουφισμένος.
Πώς θα μπορούσε ο Περικλής να μάθει τον αριθμό του αυτοκινήτου; Εκείνος δεν του είχε πει τίποτα. Ούτε καν τον είχε σημειώσει τον αριθμό, όταν τον είχε δει. Απλώς τον είχε απομνημονεύσει.
Στο ραδιόφωνο, δυο παρουσιαστές συνομιλούσαν για κάποιο θέμα που εκείνος αγνοούσε. «Δεν ξέρω αν με παρακολουθείς», είπε ο ένας.
Αυτό ήταν! Τον παρακολουθούσαν! Η Παπαδοπούλου παρακολουθούσε και τον Περικλή, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση, ο Βεντούζας ένιωσε πολύ περήφανος για τον εαυτό του, είχε βρει την απάντηση, ναι, λοιπόν, έτσι βρήκε ο Περικλής τον αριθμό, τον είχαν παρακολουθήσει και εκείνον. Αυτοί ήξεραν τα πάντα για εκείνον, μέχρι και για την Τατιάνα γνώριζαν που είχε χρόνια να τη δει, πόσο μάλλον για τον Περικλή, που ήταν σχεδόν ο μοναδικός του φίλος.
Και μήπως η Τατιάνα δεν είχε καμία σχέση τελικά; Να ήταν, τάχα, και εκείνη θύμα; Σε τελευταία ανάλυση, είχε λάβει και εκείνη γράμμα, δεν είχε λάβει; Αλλά μήπως το γράμμα ήταν απλώς για να του ρίξει στάχτη στα μάτια; Και τώρα πάλι θα εξαφανιζόταν, θα ταξίδευε συνέχεια μέχρι τον Ιανουάριο. Έτσι είχε πει, τουλάχιστον.
-  Εδώ θα κάνουμε δεξιά, είπε στον ταξιτζή.
-  Πολλοί μονόδρομοι, σχολίασε εκείνος. Δύσκολη η περιοχή σας.
Στο ραδιόφωνο τώρα έπαιζε μουσική.
-  Ναι, είπε. Και τώρα, όλο ευθεία.
Μήπως, τελικά, αρκούσε να βρει την Παπαδοπούλου;
Ναι, ήταν και το ταξίδι με την Παπαδοπούλου. Πότε έπρεπε να ταξιδέψει; Δε θυμόταν να είχε κοιτάξει. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από το όνομα που δεν είχε διαβάσει τίποτα άλλο επάνω στο εισιτήριο, εκτός από τον προορισμό: Ελσίνκι. Ναι, αλλά τι έλεγε το γράμμα της Τατιάνας; «…δύο αεροπορικά εισιτήρια για την 1η του μήνα». Την 1η του μήνα, σε μια βδομάδα περίπου… Άρα, την 1η του μήνα ταξίδευε για Ελσίνκι, πιθανώς με την Μαριάννα Παπαδοπούλου, και τότε θα του λύνονταν κάποιες απορίες…
Θυμήθηκε το πιστόλι στα χέρια της και το θυμωμένο της βλέμμα, την πρώτη φορά που τη συνάντησε… Μια επικίνδυνη γυναίκα, κατά πάσα πιθανότητα. Ένιωσε τους παλμούς του να ανεβαίνουν.
-  Αλλά, στάσου, είπε στον εαυτό του. Στο αεροδρόμιο υπάρχουν μηχανήματα, δεν μπορεί να περάσει οπλισμένη. Αν, λοιπόν, εμφανιστεί στο αεροδρόμιο, θα είναι άοπλη. Άοπλη και λιγότερο επικίνδυνη.
Πήρε μια βαθειά ανάσα.
-  Φτάσαμε, είπε.
Το ταξί σταμάτησε.
Μπάσσης ή Λιλήθ; Λιλήθ, αποφάσισε. Αλλά, προηγουμένως, μια συνάντηση με τον Μπάσση, για να συζητήσουν τα της διπλωματικής.
-  Ελπίζω να είναι καλός στους γρίφους, σκέφτηκε.
Μπήκε στο σπίτι του και έπεσε στον καναπέ με τα ρούχα, όπως ήταν. Δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Ένας ύπνος χωρίς όνειρα, άδειος σαν το κενό.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

26. H Λιλήθ δεν έφυγε ποτέ

     "Από την ίδια; Πώς είναι δυνατόν;" βροντοφώναξε ο Βεντούζας, κάνοντας την Τατιάνα να ταραχθεί προς στιγμήν με την αναπάντεχα εκρηκτική αντίδρασή του. "Ώστε γνωρίζεστε τόσον καιρό;" ξαναφώναξε ο καθηγητής, σε λιγότερο έντονο ύφος αυτή τη φορά, ενθαρρύνοντας την Τατιάνα να συνεχίσει την εξομολόγησή της.
     "Ναι, φυσικά, γκιατί σε εκπλήσσει Μάριγιε; Πόσοι ανά την Ελλάδα ταξιδεύουν στη Φινλανδία γκια να ξεπαγιάσουν; Ας μην ξεχνάμε ότι η Λιλήθ τεωρείται αυθεντία στον τομέα της σκανδιναβικής λογοτεχνίας και κάνει συχνά ταξίδια σε εκείνη τη χώρα. Μάλιστα την είχα συναντήσει στην πτήση για Τάμπερε όταν πήγαινε στο προπέρσινο συνέδριο ισλανδικής ποίησης. Είχαμε πιάσει κουβέντα πολλή ώρα. Μάλιστα μου είκε πει ότι εσύ ακύρωσες την ομιλία σου λόγκω γαστρεντερίτιδας, και εγκώ έχασα την μοναδική ευκαιρία να σε ξαναντώ μετά από τόσα χρόνια" αποκρίθηκε η Ρωσσίδα αεροσυνοδός ρίχνοντας του ένα ναζιάρικο βλέμμα.
     "Μα τότε η Λιλήθ γνώριζε πολύ περισσότερα πράγματα στην πρόσφατη συνάντησή μας" αναφώνησε ο καθηγητής και άρχισε να συλλογίζεται τα όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της σύντομης συνομιλίας του με την παλιά του αγάπη. Θυμήθηκε ότι υπήρχαν δύο γλάστρες στο σπίτι της σαν τον αριθμό στο χαρτάκι της επιστολής που έλαβε, διακοσμημένες με τον αριθμό οκτώ... Εκείνη πάλι όταν ρωτήθηκε για τα χαρτάκια, έσπευσε να διαλύσει κάθε πιθανότητα σύνδεσης των δύο αριθμών που υπήρχαν στα χαρτάκια με τη σκανδιναβική αριθμολογία. Αν λοιπόν η Λιλήθ με τη Μαριάννα Παπαδοπούλου είχαν βαλθεί να τον εκδικηθούν μαζί για κάτι που και ο ίδιος ακόμα αγνοούσε; Αν ήταν μια καλοστημένη συμπαιγνία γυναικών; Και η Τατιάνα θα μπορούσε να παίζει κάποιο ρόλο σε αυτή τη σκευωρία, γυναίκα ούσα, πόσο μάλλον αν ήταν φίλη με την Λιλήθ. Άλλωστε προτού ακόμα μάθουν για το περιστατικό με τον Περικλή, η Τατιάνα είχε φαγωθεί να τον στείλει στη Φινλανδία.
     "Να σε ρωτήσω φίλη μου" είπε ο καθηγητής με ύφος ανακριτή, εσύ είχες γνωριστεί με τη Λιλήθ στο αεροπλάνο για Φινλαδία, όταν εκείνη ήταν καθοδόν για το συνέδριο ισλανδικής λογοτεχνία, δεν είναι έτσι;"
     "Ποίησης Μάριγιε, για να είμαστε ακριβείς" αποκρίθηκε η Τατιάνα ελαφρώς ξαφνιασμένη από την ερώτηση που της απήυθυνε ο καθηγητής.
     "Έστω" την διέκοψε απότομα ο Βεντούζας. "Άρα και οι δύο έχετε ταξιδέψει παλαιότερα στη συγκεκριμένη χώρα. Σε αυτή τη χώρα πρέπει να ταξιδέψω και γω τώρα, μαζί με την κυρία Μαριάννα Παπαδοπούλου, η οποία δεν αποκλείεται να είναι η δολοφόνος του Περικλή" τόνισε με το αυστηρότερο ύφος που διέθετε ο καθηγητής. "Τι μου κρύβεις,αγαπητή μου; Μίλα τώρα, όσο είναι καιρός".
     "Ντεν καταλαβαίνω τι εννοείς" απάντησε εκείνη. Στα μάτια της ο καθηγητής έβλεπε να διαγράφεται η αγωνία, σαν να έγινε κάποια περίεργη αποκάλυψη απο μέρους του Βεντούζα που την είχε ταράξει αφάνταστα. Και τότε ξέσπασε σε αναφιλητά λέγοντας "Έτσι είστε εσείς οι Έλληνες, τη μια αγκαπάτε και την άλλη ντεν διστάζετε να σταυρώσετε το ίντιο άτομο." Στη συνέχεια, αρπάζοντας την τσάντα της με το δεξί χέρι και σκουπίζοντας τα μάτια της με το αριστερό, απευθύνθηκε ξανά στον Βεντούζα λέγοντας: "Αντίο Μάριγιε, σου εύχομαι καλή τύχη και καλά τα κάνεις να με ξεχάσεις τελείως".
     Ο καθηγητής αντί να προσπαθήσει να σταματήσει τη Ρωσσίδα φίλη του που άρχιζε με γοργό βήμα να ξεμακραίνει, την παρατηρούσε θλιμμένα από το παγκάκι. Την αντίδρασή της την θεώρησε, προς  μεγάλη του θλίψη, απόδειξη της ενοχής της. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει; Έπρεπε να πάει στο σπίτι της Λιλήθ και να της μιλήσει ξεκάθαρα για τη γυναικεία συνωμοσία στην οποία η πρώην καλή του είχε εξέχοντα ρόλο; Ή έπρεπε να περιμένει ως την αυριανή πρωινή συνάντηση με τον νεαρό φοιτητή του, ο οποίος θα μπορούσε να του δώσει μια δεύτερη γνώμη για τα πρόσφατα συμβάντα; Μεγάλο το δίλημμα και πολύ μικρά τα χρονικά περιθώρια δράσης.

25. Η αποκάλυψη της Τατιάνας

     - Τους γρίφους; ρώτησε έκπληκτος ο νεαρός.
     - Ναι, τους γρίφους, τα μυστήρια, τα παιχνίδια λογικής, πώς το λένε; έκανε ανυπόμονα ο καθηγητής. Ασχολείστε με αυτά; Σας αρέσουν;
     Ο Μπάσσης τον κοίταξε παραξενεμένος. Είχε ακούσει ότι ο Βεντούζας ήταν ήσυχος άνθρωπος, χαμηλών τόνων. Ο άνθρωπος όμως που του μιλούσε αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελαφρώς ανισόρροπος... Γρίφοι; Τι σχέση μπορεί να είχαν οι γρίφοι με την μυθολογία; Και γιατί τον κοίταζε με τέτοια αγωνία; Βέβαια, σκέφτηκε, μόλις έχασε έναν φίλο του. Ο καθένας θα φερόταν αλλοπρόσαλλα μια τέτοια στιγμή. Δικαιολογώντας λοιπόν έτσι την στάση του καθηγητή, του απάντησε:
     - Εεεε... ναι, μου αρέσουν.
     - Θαυμάσια, απάντησε ο Βεντούζας. Περάστε αύριο το απόγευμα από το γραφείο μου. Κατά τις 4, του είπε και του γύρισε την πλάτη, πλησιάζοντας πάλι την κουνιάδα του Περικλή.
     Ο νεαρός απομακρύνθηκε μπερδεμένος. Ο Βεντούζας μίλησε λίγο ακόμα με την Ουρανία (ντράπηκε όταν εκείνη του έδωσε το χέρι της και του συστήθηκε, μέχρι εκείνη τη στιγμή ούτε που είχε σκεφτεί να ρωτήσει το όνομά της) προσπαθώντας να μην ακουστεί πολύ κοινότυπος όταν τη διαβεβαίωνε ότι η Ελένη και τα παιδιά θα μπορούσαν να βασιστούν επάνω του για ό,τι χρειαστούν. Παρόλο που εννοούσε αυτό που έλεγε, τα λόγια του φαίνονταν ανούσια, ακόμα και στα ίδια του τα αυτιά. Αφού ψέλλισε για άλλη μια φορά συλλυπητήρια, βγήκε από τον θάλαμο. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να φύγει τρέχοντας από το νοσοκομείο. Στο μυαλό του στριφογύριζαν το σημείωμα στην τσέπη του Περικλή με τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που επέβαινε η "Παπαδοπούλου", τα χαρτάκια που τόσο απερίσκεπτα του είχε αφήσει, όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν την υπόθεση που στην αρχή ή μεταγενέστερα του είχε δώσει. Γιατί, γιατί δεν σκέφτηκε λίγο πριν μπλέξει τον αθώο φίλο του σε αυτήν την επικίνδυνη ιστορία; Έναν άνθρωπο με οικογένεια, με παιδιά, έναν άντρα που δεν είχε πειράξει ποτέ του κανέναν; Ο θάνατός του δεν μπορεί να ήταν τυχαίος και η ευθύνη βάραινε τον ίδιο. Η σκέψη αυτή σχεδόν τον συνέθλιψε. Κάθησε σε μία καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια του. Μετά από λίγο ένιωσε το χέρι της Τατιάνας στον ώμο του.
     - Μάριε;
     Του φάνηκε ότι το όνομά του ακούστηκε ξεκάθαρο, χωρίς ίχνος προφοράς.
     - Μάριγε, επανέλαβε εκείνη ήσυχα, πάμε να φύγουμε από εδώ. Δεν μπορούμε να κάνουμε πια τίποτα για τον Περικλή.
     Περπάτησαν αρκετή ώρα χωρίς να μιλάνε. Έφτασαν σε ένα πάρκο και κάθησαν σε ένα παγκάκι. Ο Βεντούζας ένιωσε τη λαχτάρα να μιλήσει σε κάποιον, να βγάλει όλες αυτές τις σκέψεις από μέσα του. Δίσταζε όμως, δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο και άλλο ένα αγαπητό του πρόσωπο. Ευτυχώς για αυτόν, η Τατιάνα τον ήξερε πολύ καλά.
     - Πες μου, του είπε, σαν να του απαντούσε στους συλλογισμούς του.
     Η ανάγκη του να μοιραστεί το πρόβλημα που τον βασάνιζε νίκησε τις αμφιβολίες του. Της μίλησε για όλη την ιστορία, με λεπτομέρειες αυτή τη φορά, όπως και για τις τύψεις του για τον θάνατο του κοινού τους φίλου. Εκείνη τον άκουγε, ενθαρρύνοντάς τον να συνεχίσει, χωρίς όμως να σχολιάζει επί της ουσίας αυτά που της έλεγε. Όταν εκείνος τελείωσε, του απάντησε μόνο:
     - Μάριγε, έχεις μπλέξει πολύ άσκημα.
     - Ναι, το ξέρω Τατιάνα. Γι' αυτό και ίσως είναι καλύτερα να μην μιλήσεις σε κανέναν για όλα αυτά. Δεν θέλω να κινδυνέψεις κι εσύ.
     Εκείνη σιγογέλασε.
     - Μην είσαι κουτός. Εγκώ φεύγκω αύριο το βράδυ για Καναδά. Έχω πολλές πτήσεις τις επόμενες μέρες. Δεν θα είμαι πίσω στην Ελλάδα πριν από τον Ιανουάριο.
     - Εντάξει, τότε, είπε ο καθηγητής και ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Ξέρεις, αναρωτιέμαι γιατί σου έστειλαν κι εσένα εκείνο το γράμμα. Ποιοι είναι αυτοί και πώς ήξεραν για σένα; Είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε.
     - Σχεδόν έντεκα, συμφώνησε η Τατιάνα.
     - Το μόνο άτομο στο οποίο είχα μιλήσει για τη σχέση μας ήταν ο Περικλής. Και δεν ήταν τύπος που κουτσομπόλευε τους φίλους του δεξιά αριστερά. Εσύ, είχες μιλήσει σε κανέναν;
     - Α, σε είχα αναφέρει σε μια-δυο φίλες μου, αλλά δεν τις ήξερες. Βασικά, δε νομίζω ότι είχαμε κανέναν άλλο κοινό φίλο εκτός από τον Περικλή.
     - Τότε, πραγματικά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αφού κανείς δεν ήξερε για εμάς, τότε πώς σε βρήκαν;
     - Ξέρεις Μάριγε... αυτό δεν είναι αλήτεια. Υπήρχε και κάποιος άλλος που ήξερε γκια εμάς τους δύο.
     - Ποιος; ρώτησε ο καθηγητής ξαφνιασμένος.
     - Η κυρία Καραμήτρου.
     Ο Βεντούζας την κοίταξε εμβρόντητος. Καραμήτρου; Η Λιλήθ; Πώς είναι δυνατόν;
     - Τατιάνα, τι λες; Ξέρεις για...
     - Γκια την γκυναίκα με την οποία είχες σχέση λίγο πριν γκνωριστούμε;
     Ήταν αλήθεια, είχε γνωρίσει την Τατιάνα περίπου έντεκα χρόνια πριν, σε ένα διάστημα κατά το οποίο είχε χωρίσει με την Λιλήθ. Δεν της είχε μιλήσει όμως ποτέ για αυτήν και ούτε και ο Περικλής μπορεί να είχε κάνει κάτι τέτοιο. Η ιστορία τους ήταν σύντομη, αλλά την θυμόταν με νοσταλγία. Χώρισαν φιλικά, με πρωτοβουλία της Τατιάνας που δεν ήθελε να δεθεί σε μία μόνιμη σχέση που, κατά τη γνώμη της, θα την περιόριζε. Λίγο καιρό αργότερα, η Λιλήθ είχε επιστρέψει στη ζωή του.
     - Πώς ξέρεις για την Λιλήθ;
     - Από την ίδια, του είπε αφήνοντάς τον για άλλη μια φορά άφωνο. Μου συστήθηκε όταν ήρθε και με βρήκε.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

24. Από μηχανής βοηθός



Ένιωσε ξαφνικά σαν να ήταν θεατής της ίδιας του της ζωής. Σαν να μην ήταν αυτός που μόλις είχε χάσει το φίλο του, αλλά κάποιος άλλος. «Πάει ο Περικλής», σκέφτηκε μόνο.
Ύστερα, σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό του σκηνές της προηγούμενής του ζωής, της ζωής του με τον Περικλή: η πρώτη φορά που συναντήθηκαν, στην πρώτη τάξη του δημοτικού, μικρά παιδιά και οι δύο, εκείνος ήθελε να γίνει πιλότος, ο Περικλής ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής… Η μέρα που ο φιλόλογος απέβαλε τον Περικλή από την τάξη, επειδή την ώρα του μαθήματος εκείνος άκουγε τον αγώνα Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού στο μικρό, κόκκινο τρανζιστοράκι του… Είχε λόξα με το ποδόσφαιρο… Η μέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και ο Περικλής ήρθε όλος χαρά να του ανακοινώσει ότι είχε περάσει δεύτερος στο Μαθηματικό της Αθήνας… Οι βόλτες που έκαναν οι δυο τους στην Πλάκα, συζητώντας για το πώς θα έφτιαχναν τον κόσμο… «Βεντούζα μου», τον αποκαλούσε και εκείνος θύμωνε. Όμως, έκρυβαν τόση αγάπη αυτές οι δύο λέξεις! Ποτέ πια δε θα τις ξανάκουγε, και σίγουρα ποτέ πια ειπωμένες με τον ίδιο τρόπο…
Δε θα τον ξανάβλεπε τον Περικλή, δε θα του ξαναμιλούσε. Κι όμως, αισθανόταν μουδιασμένος, δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα περισσότερο από μια μεγάλη απορία. Ποιος τον σκότωσε; Πώς; Γιατί; Υπήρξαν μάρτυρες; Πώς ήξερε ο Περικλής τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου που τον είχε παρακολουθήσει; Και ποιος ειδοποίησε την Αντιγόνη για τον θανάσιμο τραυματισμό του; Δεν ήταν λογικότερο να έχουν ειδοποιήσει τη γυναίκα του; Και μια που ήρθε η κουβέντα, πού ήταν η γυναίκα του; Είχε πάει στη μάνα της, που ήταν άρρωστη, του είχε πει ο Περικλής, αλλά τώρα πού ήταν; Και τα παιδιά; Το ήξεραν τα παιδιά;
Η Τατιάνα δίπλα του συνέχιζε να κλαίει, σιγά όμως τώρα. Να είχε στενοχωρηθεί τόσο πολύ ή απλώς είχε τρομάξει; Ίσως, τελικά, τον αγαπούσε… Να τον αγαπούσε από τότε;
-   Συγγνώμη, ρώτησε μία νοσοκόμα που έβγαινε από την εντατική. Τη γυναίκα του την ειδοποιήσατε;
-   Φυσικά, απάντησε εκείνη. Ήταν η πρώτη που ειδοποιήσαμε.
-   Και τότε, πού είναι;
-   Έπαθε νευρική κρίση και της κάναμε ηρεμιστική ένεση. Είναι μέσα σε εκείνο το δωμάτιο και κοιμάται.
-   Μπορώ να πάω;
-   Ναι, φυσικά.
-   Πάω να δω τη γυναίκα του Περικλή, είπε στην Τατιάνα. Αν θέλεις, περίμενέ με εδώ.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Να δεις που τον αγαπούσε στ’αλήθεια.
Το δωμάτιο είχε τρία κρεβάτια. Στο ένα, στο βάθος, ένας νεαρός με το δεξί πόδι και το δεξί χέρι στο γύψο, έβλεπε τηλεόραση. Γύρισε και του έριξε μια ματιά. Ο Βεντούζας χαιρέτησε κουνώντας το κεφάλι. Ο νεαρός γύρισε στην τηλεόραση.
Το μεσαίο κρεβάτι ήταν άδειο, αλλά καθόταν μια γυναίκα. Η γυναίκα του Περικλή κοιμόταν στο πρώτο κρεβάτι.
-   Γεια σας, του είπε η γυναίκα. Είστε φίλος του Περικλή;
-   Ναι, είπε εκείνος προσπαθώντας να θυμηθεί αν την είχε ξανασυναντήσει.
-   Είμαι η κουνιάδα του, συστήθηκε εκείνη.
-   Μάριος Βεντούζας, συστήθηκε αυτός. Πώς είναι η Ελένη;
-   Όπως την βλέπετε. Έπαθε σοκ μόλις έμαθε ότι χτύπησαν τον Περικλή. Ήρθε άρον άρον από τη μαμά και μόλις έμαθε την κατάσταση στην οποία τον έφεραν έπαθε κρίση και δεν μπορούσε να την ηρεμήσει κανείς. Ήρθα και εγώ να την προσέχω.
-   Ο Περικλής πέθανε, είπε διστακτικά.
-   Ναι, μου το είπε ο γιατρός, μόλις πριν από λίγο. Θα της το πω όταν ξυπνήσει, συμπλήρωσε κοιτάζοντας την αδερφή της.
-   Τα παιδιά το έμαθαν;
-   Είπα στον άντρα μου να πάει να τα πάρει, τον έναν από τα Αγγλικά και τη μεγάλη από το φροντιστήριο. Του είπα να τους πει ότι είχε ένα ατύχημα. Πώς να τους πούμε αυτό που πραγματικά συνέβη;
Ο Βεντούζας κούνησε το κεφάλι.
-   Κύριε καθηγητά, ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Γύρισε και είδε ένα γνώριμο πρόσωπο.
-   Τι κάνετε; συνέχισε ο νεαρός που είχε μπροστά του.
-   Α, εσείς, είπε ο Βεντούζας, που θυμήθηκε από πού τον ήξερε. Πάλι σας έστησα στο ραντεβού μας, κύριε…
-   Μπάσσης, Δημήτρης Μπάσσης, συστήθηκε εκείνος. Δεν πειράζει, ούτε και εγώ μπόρεσα να έρθω εχθές. Ο φίλος μου – και έδειξε το νεαρό στο κρεβάτι – είχε ένα τροχαίο και τρέχαμε στα νοσοκομεία.
-   Μπάσσης; Με τον τραγουδιστή έχετε κάποια σχέση;
-   Α, όχι, απλή συνωνυμία. Εξάλλου, εκείνος είναι Μπάσης με ένα σίγμα, εγώ είμαι Μπάσσης με δύο…
«Αδιάφορο», σκέφτηκε να πει αλλά το κράτησε για τον εαυτό του.
-   Σιδερένιος, ευχήθηκε στο νεαρό, που δε γύρισε ούτε να τον κοιτάξει.
-   Εσείς για ποιο λόγο είστε εδώ; ρώτησε ο Δημήτρης Μπάσσης με τα δύο σίγμα.
-   Ένας φίλος μου… πέθανε.
-   Ζωή σε εσάς. Ατύχημα;
-   Ναι, είπε νιώθοντας τουλάχιστον γελοίος για το ψέμα που έλεγε.
-   Λυπάμαι, συνέχισε ο νεαρός φοιτητής. Ακούστε, το ξέρω ότι ίσως το μέρος δεν είναι κατάλληλο, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να κανονίσουμε κάποιο νέο ραντεβού για να μιλήσουμε για την πτυχιακή μου;
-   Ναι, είπε αφηρημένα. Υπάρχει κάτι που θα σας ενδιέφερε;
-   Ξέρετε, εμένα πάντα με ενδιέφερε η μυθολογία των Βόρειων χωρών. Σκεφτόμουν, λοιπόν, κάποιου είδους συγκριτική μελέτη. Το ξέρω ότι εσείς είστε ιστορικός, αλλά θα μπορούσα να συμπεριλάβω και το ιστορικό πλαίσιο στη μελέτη, τι νομίζετε εσείς;
-   Σας ενδιαφέρει η μυθολογία των Βόρειων χωρών; ρώτησε ο Βεντούζας, που σαν να ξύπνησε από λήθαργο.
-   Είναι το πάθος μου, για να είμαι ακριβής, είπε εκείνος.
-   Με τους γρίφους πώς τα πάτε;