Κυριακή 20 Απριλίου 2014

39. Επιστροφή στο σπίτι της Λιλήθ



Κοίταξε το ρολόι του. Πολύ νωρίς για το ραντεβού με την Τατιάνα. Πού θα έπρεπε, λοιπόν, να πάει; Με δεδομένο ότι μόνο το σπίτι της Λιλήθ γνώριζε, οι επιλογές του ήταν πολύ περιορισμένες.
-                 Στο σπίτι της Λιλήθ, λοιπόν, μονολόγησε.
-                 Είπατε τίποτα; τον ρώτησε μια από τους συνεπιβάτες του, που πήγαινε ακριβώς μπροστά του.
-                 Όχι, είπε σα να είχε ξυπνήσει από λήθαργο.
Στο σπίτι της Λιλήθ, λοιπόν. Σίγουρα δε θα τον περίμενε. Θα αρκούσε ο αιφνιδιασμός για να πάρει κάποιες απαντήσεις;
Αλλά τώρα νέες σκέψεις του ήρθαν στο μυαλό. Κι αν πήγαινε στο ραντεβού με την Τατιάνα, για να ακούσει τι θα του έλεγε, προσποιούμενος ότι την πίστευε; Θα την άφηνε να του πει ό,τι ήθελε και ύστερα θα έκανε το αντίθετο από εκείνο στο οποίο εκείνη θα τον είχε προτρέψει. Γιατί, σίγουρα, κάτι θα τον προέτρεπε να κάνει. Όχι ανοιχτά, βέβαια, αλλά αυτός τώρα πια ήταν υποψιασμένος, μάθαινε σιγά-σιγά να ανακαλύπτει τα κρυμμένα νοήματα πίσω από τα λεγόμενά της…
Όχι, όχι, το καλύτερο σχέδιο ήταν το αρχικό. Θα πήγαινε πρώτα στη Λιλήθ και θα την ανάγκαζε να του δώσει απαντήσεις, και στη συνέχεια θα μπορούσε να πάει και στο ραντεβού με την Τατιάνα για να δει τι θα του έλεγε κι εκείνη.
Αν, όμως, η Τατιάνα και η Λιλήθ συνεργάζονταν, η Λιλήθ θα ενημέρωνε την Τατιάνα, οπότε δε θα είχε κανένα νόημα να πάει στο ραντεβού. Εκτός αν ανάγκαζε τη Λιλήθ να τον ακολουθήσει…
Είχε ήδη φτάσει στη στάση του λεωφορείου, όπου μία μικρή διαδήλωση περίμενε το λεωφορείο. Κοινώς, το λεωφορείο είχε αργήσει τόσο, που το περίμενε ένα σωρό κόσμος. Ο Βεντούζας ένιωσε να κόβονται τα πόδια του.
-                 Ας πάρω ένα ταξί καλύτερα, σκέφτηκε.
Προχώρησε λίγο πιο πέρα και περίμενε. Ένα ταξί φάνηκε στην άκρη του δρόμου. Δέκα χέρια τεντώθηκαν. Προφανώς, εκεί δεν ήταν και το καλύτερο σημείο για να βρεις ταξί. Αν ήταν νέος, θα πήγαινε με τα πόδια. Αλλά δεν ήταν πια…
-                 Ταξί περιμένετε; τον ρώτησε ένας κύριος.
Ο Βεντούζας κούνησε το κεφάλι του.
-                 Άδικα περιμένετε, του είπε. Έχουν απεργία.
-                 Μα είδα ένα ταξί μόλις προηγουμένως…
-                 Ε, θα έτυχε…
Φτου να πάρει, γκαντεμιά! Τώρα δεν του έμενε άλλη λύση, από το λεωφορείο.
Σα να είχε καταλάβει, ένα λεωφορείο έφτασε στη στάση. Ήταν γεμάτο. Οι άνθρωποι που το περίμεναν άρχισαν να σπρώχνονται για να μπουν. Ο Βεντούζας πλησίασε, αλλά δεν τόλμησε να μπει. Όλη αυτή η σκηνή του θύμισε Ινδία. Έτσι στριμώχνονται και οι Ινδοί στα τρένα. Κάποιος τον σκούντησε καθώς έτρεξε να μπει και στριμώχτηκε ίσα-ίσα στο τελευταίο σκαλοπάτι. Η πόρτα έκλεισε με δυσκολία. Το λεωφορείο ξεκίνησε.
-                 Άντε τώρα, να δούμε πότε θα έρθει το επόμενο, σκέφτηκε ο Βεντούζας απογοητευμένος.
Στην άκρη του δρόμου φάνηκε ένα λεωφορείο. Καλά θα ήταν να ήταν αυτό που περίμενε, αλλά πού…
Κι όμως, το λεωφορείο ήταν το σωστό! Μην πιστεύοντας την τύχη του, ο Βεντούζας του έκανε σήμα να σταματήσει. Η πόρτα άνοιξε ακριβώς μπροστά του. Μπήκε. Καμιά δεκαριά επιβάτες, που ήταν καθισμένοι μέσα, γύρισαν και τον κοίταξαν. Κάθησε στο πρώτο κάθισμα που βρήκε μπροστά του. Το λεωφορείο ξεκίνησε.
Μακάρι η τύχη του να συνεχιζόταν. Γιατί πάντα υπήρχε η πιθανότητα αυτή του η προσπάθεια να πήγαινε χαμένη. Θα μπορούσε η Λιλήθ να μην του πει τίποτα. Θυμόταν με πόσο μεγάλη ευκολία του είχε αποκρύψει το γεγονός ότι ήταν χωρισμένη. Ή, ακόμα, θα μπορούσε να λείπει και να μην την βρει. Αλλά όχι, υπήρχαν τα παιδιά. Όσο να’ναι, δεν ήταν ελεύθερη να γυρνάει όποτε της κάπνιζε. Στο σπίτι θα ήταν, χωρίς αμφιβολία.
Στο επόμενο φανάρι το λεωφορείο του πρόλαβε το προηγούμενο λεωφορείο. Οι στριμωγμένοι επιβάτες του άλλου οχήματος έριχναν ματιές όλο ζήλεια στο Βεντούζα και τους συνεπιβάτες του, όταν δε άναψε το φανάρι και το άδειο λεωφορείο προσπέρασε το γεμάτο, τότε σίγουρα όλοι θα το σκυλομετάνιωσαν που δεν είχαν λίγη υπομονή να περιμένουν, όπως είχε κάνει εκείνος. Ο Βεντούζας γύρισε από την άλλη πλευρά και αφέθηκε να απορροφηθεί από την κίνηση των οχημάτων.
Δεν άργησε πολύ να φτάσει στον προορισμό του. Κατέβηκε από το λεωφορείο με το καρδιοχτύπι, όχι ενός ανθρώπου που πάει να συναντήσει μια παλιά του αγαπημένη, αλλά ενός ανθρώπου που πάει να δώσει μια μάχη. Χωρίς να δίνει σημασία στο περιβάλλον, όπως είχε κάνει την προηγούμενη φορά, χωρίς να προσπαθεί να θυμηθεί πώς ήταν η γειτονιά της Λιλήθ πριν από τόσα χρόνια που ήταν μαζί, πλησίασε στο σπίτι της. Άρχισε να επιβραδύνει. Πάντα ήταν διστακτικός, γιατί θα άλλαζε τώρα;
Κοντοστάθηκε στην προηγούμενη από το σπίτι της γωνία και προσπάθησε να κινηθεί με τρόπο που να μην ήταν ορατός από εκεί. Η αλήθεια ήταν ότι η Λιλήθ θα μπορούσε να τον δει. Κι αν πλησίαζε το σπίτι από άλλη πλευρά; Μπα, άδικος κόπος. Το σπίτι της, έτσι κι αλλιώς, ήταν μονοκατοικία και είχε παράθυρα προς όλες τις διευθύνσεις. Διστακτικά έκανε μερικά βήματα. Και τότε, σαν κάποιος να τον είχε φωνάξει, το βλέμμα του γύρισε στο πλάι και τις είδε. Η Τατιάνα και η Παπαδοπούλου μαζί!
Ήταν πιασμένες αλά μπρατσέτα και διέσχιζαν τον δρόμο μιλώντας μεταξύ τους. Ο Βεντούζας οπισθοχώρησε και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, όσο μπορούσε να κρυφτεί.
Ώστε μ’έναν σμπάρο τρία τρυγόνια! Θα τις έπιανε όλες στα πράσα, και τη Λιλήθ, και την Τατιάνα, και την Παπαδοπούλου. Και τότε, θα έπρεπε να του δώσουν εξηγήσεις. Αισθάνθηκε περήφανος για την ιδέα που είχε.
Η Παπαδοπούλου και η Τατιάνα προχώρησαν προς την είσοδο του σπιτιού της Λιλήθ, ανέβηκαν γρήγορα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια και χτύπησαν το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα. Η πόρτα έκλεισε και πάλι.
-                 Τώρα είναι η ευκαιρία να πλησιάσω χωρίς να με δουν, σκέφτηκε ο Βεντούζας, και με γρήγορα βήματα διέσχισε τον δρόμο.
Μπροστά του βρισκόταν η σκάλα της εισόδου. Οι δύο μαρμάρινες γλάστρες συνέχιζαν να έχουν σκαλισμένο επάνω τους τον αριθμό 8.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

38. Διαδρομή προς τη χειραφέτηση



«Ραντεβού στο γνωστό μας μέρος. Θα σε περιμένω στις 8. Πρέπει να σου μιλήσω ιδιαιτέρος»
-                 Κι άλλη ανορθογραφία, σκέφτηκε ο Βεντούζας και ο νους του πήγε κατευθείαν στη λέξη «αεροπορικός», που ήταν γραμμένη στο φάκελο που είχε λάβει με το ταχυδρομείο.
Τι ήταν πάλι αυτό; Νέα συνάντηση του πρότεινε η Τατιάνα; Και τι άραγε θα είχε να του πει; Ότι ίσως εκείνη ήταν πίσω από όλα αυτά, πίσω και από το «αεροπορικός», πίσω και από το «ιδιαιτέρος»; Θα ομολογούσε έτσι απλά την ενοχή της, ή ήθελε να του θολώσει τα νερά και πάλι; Μήπως ήθελε να τον παρασύρει στο θάνατο, όπως πιθανώς (πιθανός, σύμφωνα με την Τατιάνα) είχε παρασύρει και τον καημένο τον Περικλή;
Μπα, όχι, αν ήθελε να τον παρασύρει στο θάνατο, τότε γιατί δεν του έδινε ραντεβού σε κανένα νταμάρι ή σε καμιά ερημική τοποθεσία; Σε ένα ταβερνάκι, όπως το γνωστό τους μέρος, το να τον σκοτώσει θα ήταν μάλλον δύσκολο. Εκτός αν ήθελε να τον δηλητηριάσει.
Αλλά, και πάλι, γιατί θα έπρεπε να του κλείσει ραντεβού; Δε θα μπορούσε να τον σκοτώσει με ένα στημένο ατύχημα; Και τι μακάβριες σκέψεις ήταν αυτές; Γιατί θα έπρεπε κάποιος να τον σκοτώσει;
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Και στο δρόμο είχε αυξηθεί η κίνηση. Τώρα το λεωφορείο πήγαινε σχεδόν σημειωτόν.
-     Δε θα φτάσω ποτέ στο σπίτι, σκέφτηκε ο Βεντούζας και αναστέναξε.
Έπρεπε, τελικά, να πάει στο ραντεβού; Μήπως έπρεπε να αγνοήσει το μήνυμα, έτσι ώστε να την αναγκάσει να αλλάξει τα τυχόν σχέδιά της; Και γιατί όχι, εξάλλου; Εκείνη δεν είχε ξεκινήσει την ιστορία με τα εισιτήρια, τον έβαλε να ετοιμαστεί για το Ελσίνκι και ύστερα του πήρε το εισιτήριο και δεν τον άφησε να ταξιδέψει; Μία ανατροπή σχεδίων της την χρωστούσε.
Βέβαια, στο τηλέφωνο, του είχε πει ότι δεν ήταν εκείνη που του είχε πάρει το εισιτήριο. Αλλά ποιος ένοχος ομολογεί την ενοχή του; Κι αν δεν ήταν αυτή, ποιος άλλος μπορούσε να ήταν; Η Παπαδοπούλου, μήπως;  
Και αν ήταν η Παπαδοπούλου, πότε του είχε πάρει το εισιτήριο, και μάλιστα χωρίς εκείνος να το καταλάβει; Αφού οι δυο τους δεν είχαν ανταλλάξει ούτε χειραψία. Μήπως την ώρα που η Παπαδοπούλου τον προειδοποιούσε, τάχα, κάποιος άλλος του αφαιρούσε με τρόπο το εισιτήριο; Μήπως το «προσέξτε τον» που είχε πει αναφερόταν σε εκείνον τον ίδιο και η Παπαδοπούλου απλώς ειδοποιούσε τον κλέφτη του εισιτηρίου να προσέχει τον Βεντούζα; Πού βρισκόταν το εισιτήριο, όση ώρα του μιλούσε η Παπαδοπούλου;
Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Θυμόταν, όμως, πολύ καλά, το μήνυμα του Περικλή. «Με παρακολουθεί η Τατιάνα». Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, η Τατιάνα να ήταν αθώα, αφού παρακολουθούσε τον Περικλή;
Στη θύμηση του Περικλή αναστέναξε ξανά. Ήταν, τελικά, ο μόνος δικός του άνθρωπος. Τώρα που πια δεν υπήρχε στη ζωή του, ο Βεντούζας ήταν πραγματικά μόνος κι έρημος.
Πόσοι «κακοί» υπήρχαν σε αυτή την ιστορία, άραγε; Αυτός ήταν σίγουρα με τους καλούς, δηλαδή ήταν ο μόνος καλός. Ο Μπάσσης θα μπορούσε να θεωρηθεί κι αυτός καλός, αλλά του ήταν παντελώς άχρηστος. Κρίμα το πάθος του για τους γρίφους! Αθώα και η Αγγελικούλα…
Η Παρθένα Βαλαωρίτη; Α, αυτή ένοχη! Ένοχη που του την έπεφτε με κάθε ευκαιρία, ένοχη που γνώριζε τη Λιλήθ… Ένοχη, αλλά με ελαφρυντικά. Τον είχε ενημερώσει για το χωρισμό της Λιλήθ, όπως και να το κάνεις. Από την άλλη, πόσο καλά την ήξερε τη Λιλήθ; Ήξερε και για την παλιά τους σχέση; Σίγουρα θα ήξερε. Και τότε, μήπως οι πληροφορίες που του έδωσε για τη Λιλήθ ήταν εγκεκριμένες από την ίδια τη Λιλήθ; Ένοχη, χωρίς ελαφρυντικά!
Η Τατιάνα; Ένοχη, ασυζητητί. Εμφανίστηκε από το πουθενά, μέσω του τηλεφώνου, ύστερα μια συνάντηση στο ταβερνάκι, που διακόπηκε από την είδηση της επίθεσης στον Περικλή, η επίσκεψη στο νοσοκομείο, μετά εξαφανίστηκε, και εμφανίστηκε και πάλι όταν έγινε η επίθεση στο γραφείο του, όπου βρισκόταν και η Βαλαωρίτη, μέσω τηλεφώνου που έγινε στο σπίτι της Λιλήθ, η οποία του αποκάλυψε ότι είχε γνωριστεί με την Τατιάνα σε ένα ταξίδι.
Και αν ήταν ένοχη η Τατιάνα, πόσο πολύ πιο ένοχη ήταν η Λιλήθ, που είχε εξαφανιστεί από τη ζωή του, αλλά του είχε αφήσει το μαξιλάρι με τα χαρτάκια, για τα οποία δήλωνε ότι δεν γνώριζε τίποτα, όπως δήλωνε ακόμα παντρεμένη με τον δικηγόρο της φωτογραφίας…
Και, φυσικά, ένοχη και η Παπαδοπούλου, που είχε εισβάλει στη ζωή του και είχε δώσει το έναυσμα για όλον αυτόν τον κυκεώνα.
-                 Τελικά είμαι μόνος μου σε αυτήν την ιστορία, σκέφτηκε άλλη μια φορά ο Βεντούζας. Μόνος μου εναντίον όλων.
Ένιωσε εντονότερα από κάθε άλλη φορά σαν να ήταν πιόνι στα χέρια ενός αόρατου παίκτη, μόνο που τον παίκτη μάλλον τον ήξερε. Ή, μάλλον, τους παίκτες.
Ξαφνικά ένιωσε θυμό. Με ποιο δικαίωμα έπαιζαν μαζί του; Και γιατί εκείνος το επέτρεπε;
-                 Ήρθε η ώρα να πάρω την τύχη μου στα χέρια μου, σκέφτηκε αποφασιστικά. Δε θα είμαι το πιόνι κανενός!
Τραντάχτηκε στη θέση του. Το λεωφορείο είχε φρενάρει. Είχαν φτάσει στο τέρμα.