Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

37. Επικοινωνιακός καταιγισμός



-  Ρομίνα! Ρομίναααα!
Ο τύπος με το σκουλαρίκι που καθόταν δίπλα του στο λεωφορείο, στην επιστροφή από το αεροδρόμιο, κυριολεκτικά τον ξεκούφανε. Γύρισε και τον κοίταξε επιτιμητικά.
-  Ρομίνααα! ξαναφώναξε ο σκουλαρικάκιας, αγνοώντας τον επιδεικτικά. Σήκωσέ το, μωρέ! Πού γυρνάς; Ρομίνα, το ξέρω ότι είσαι στο σπίτι, σήκωσε το τηλέφωνο!
Η Ρομίνα, προφανώς αγνοούσε τις ευγενικές παραινέσεις του τύπου και συνέχιζε να μην απαντάει στο τηλέφωνο.
-  Σήκωσέ το, ρε γαμώτο! φώναξε αυτός ξανά.
-  Συγγνώμη, κύριε, ακούστηκε μια ηλικιωμένη κυρία από ένα από τα απέναντι καθίσματα, δεν μπορείτε να μη φωνάζετε; Είμαστε από ταξίδι, και πολύ κουρασμένοι.
-  Ναι, πετάχτηκε ένας άλλος από πιο πίσω, δεν έχουμε καμία όρεξη να σας ακούμε να φωνάζετε αυτή την Κορίννα, που απ’ό,τι φαίνεται δεν έχει όρεξη να σας μιλήσει.
-  Δεν είναι Κορίννα, είναι Ρομίνα, είπε αυτός ενοχλημένος.
-   Τι Λωζάννη, τι Κοζάνη…
 Εγώ δε σας είπα τι να κάνετε, άρχισε τώρα ο νεαρός, δεν είναι σωστό να μου λέτε εσείς…
 Ναι, αλλά εμείς δεν σας ξεκουφαίνουμε με τις επιλογές μας, είπε ξανά η ηλικιωμένη.
-  Εσείς τώρα τα λέτε αυτά, είπε εκείνος, επειδή δεν ξέρετε. Και σέβομαι και την ηλικία σας, αλλιώς θα σας έλεγα, είπε με χαμηλότερη φωνή. Η Ρομίνα…
-  Εμένα δε με νοιάζει, χριστιανέ μου, ούτε η Ρομίνα, ούτε η Κορίννα, ούτε η Πωλίνα, ούτε καμιά άλλη, είπε ο κύριος από τα μετόπισθεν. Μπορείς να σταματήσεις να φωνάζεις, να ησυχάσουμε λιγάκι; Δέκα ώρες καθυστέρηση είχε το αεροπλάνο μου. Άντε, μην την πληρώσεις εσύ τώρα!
-  Και τι φταίω εγώ;
-  Ησυχία εκεί πίσω, ακούστηκε και ο δερβέναγας-οδηγός, αλλιώς σταματάω το όχημα και δεν πάω πουθενά.
-  Μα είμαστε ακόμα στην Αττική Οδό!
-  Δε με ενδιαφέρει, όπου θέλω σταματάω. Θα με αφήσετε να κάνω τη δουλειά μου; Μου έχετε πάρει το κεφάλι. Άντε, επιτέλους!
Το αμάξωμα έτριξε. Μια κυρία έκλεισε κάποιο από τα παράθυρα του λεωφορείου. Ένα αυτοκίνητο κορνάρισε λίγο πιο πέρα. Ένας κύριος στα πίσω καθίσματα φύσηξε τη μύτη του. Επιτέλους, ησυχία!
Ένα καψουροτράγουδο ακούστηκε. Ήταν το κινητό του νεαρού.
-  Έλα, βρε Ρομίνα, πού είσαι και σε ψάχνω; ακούστηκε και πάλι η φωνή του που σκαρφάλωνε τις οκτάβες σαν κατσίκι.
Ο οδηγός του λεωφορείου τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη.
-  Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, θα σε πάρω μόλις φτάσω, είπε ο νεαρός και έκλεισε το τηλέφωνο.
Όλοι ανάσαναν με ανακούφιση. Το ίδιο και ο Βεντούζας, που επιτέλους θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στις σκέψεις του. Τι του είχαν πει; Α, ναι, σε μια-δυο μέρες θα του έστελναν τη βαλίτσα στο σπίτι του, αλλά δεν ήξεραν τι ώρα ακριβώς, οπότε θα έπρεπε να μείνει στο σπίτι του και να περιμένει. Είχε μάθημα στην σχολή, όμως…
Και είχε και τον Μπάσση. Θα έπρεπε να συζητήσουν για τη διπλωματική του. Μια γρήγορη ματιά που είχε ρίξει στις σημειώσεις του για τους αριθμούς 2 και 8 δεν έδειχνε ιδιαίτερα ελπιδοφόρα. Άδικα είχε εναποθέσει τις ελπίδες του επάνω στον νεαρό, ας επικεντρώνονταν τουλάχιστον στη διπλωματική. Τελικά, από ό,τι φαινόταν, ήταν ολομόναχος σε αυτήν την ιστορία.
Στο μυαλό του ξαναήρθαν τα λόγια της Παπαδοπούλου στο αεροδρόμιο. Σε τι θα μπορούσε να τον μπλέξει η Τατιάνα; Προσπάθησε να θυμηθεί κάθε της λέξη, κάθε της νεύμα, κάθε κυματισμό στη φωνή της, κατά το χρονικό διάστημα που ξαναμπήκε στη ζωή του, με τρόπο τόσο ιδιαίτερο και ασυνήθιστο… Και για όλα ήταν υπεύθυνη εκείνη η επιστολή… Ή μήπως η επιστολή ήταν το πρόσχημα; Και τα χαρτάκια; Και η Λιλήθ; Πόσα να ήξερε η Λιλήθ;
Κι αν όλα είχαν ξεκινήσει από την Τατιάνα; Κι αν η επιστολή είχε γραφτεί από εκείνη; Όχι, δεν ήταν ο γραφικός της χαρακτήρας εκείνος. Άλλος την είχε γράψει την επιστολή. Αλλά ποιος; Και τι ρόλο έπαιζε η Παπαδοπούλου, που από τη μία του πήρε με το ζόρι την επιστολή και ήξερε πολλά περισσότερα από εκείνον, αλλά από την άλλη επιχειρούσε να τον προστατέψει από την Τατιάνα;
 Έπρεπε στ’αλήθεια να προστατευτεί από την Τατιάνα; Ναι, μέσα του δεν είχε σχεδόν καμία αμφιβολία. Το ίδιο δεν του είχε γράψει και ο Περικλής; Αν η Τατιάνα ήταν εντάξει, τότε γιατί παρακολουθούσε τον Περικλή; Ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται: κι αν τον Περικλή τον είχε σκοτώσει η Τατιάνα;
     Από την άλλη, φαινόταν πραγματικά ανήσυχη όταν έμαθε τα νέα για τον Περικλή και στο νοσοκομείο ήταν πολύ στενοχωρημένη. Εκτός αν έπαιζε θέατρο, αλλά τόσο καλή ηθοποιός ήταν;
Το λεωφορείο είχε βγει από την Αττική Οδό. Η κίνηση ήταν αυξημένη. Ένα κινητό τάραξε την ησυχία του λεωφορείου. Δε θα ησύχαζαν ποτέ τελικά. Καταραμένη τεχνολογία! Το κινητό χτυπούσε συνέχεια. Ας το σηκώσει κάποιος! Κοίταξε τον νεαρό με το σκουλαρίκι. Ο νεαρός του έστειλε ένα θυμωμένο βλέμμα. Ο Βεντούζας εκνευρίστηκε. Δεν έφτανε που χτυπούσε το κινητό του και ενοχλούσε όλο το λεωφορείο, είχε το θράσος να ζητάει και τα ρέστα;
Όχι, δε θα κατέβαζε το βλέμμα του, που να τον κοίταζαν όλοι οι σκουλαρικάδες της Αθήνας μαζί. Ορίστε, κύριε, σε κοιτάζω κι εγώ, να δούμε τι θα καταλάβεις. Σήκωσε, τέλος πάντων, το κινητό σου, να ησυχάσουμε, ή κλείσ’το τελείως. Τι κοιτάς σαν χάνος; Σήκωσε το σκατοκινητό σου!
-  Το κινητό σας, κύριε, του είπε ο νεαρός κοιτώντας τον ειρωνικά.
-  Τι;
-  Το κινητό σας χτυπάει, δεν το ακούτε; Κατά τ’άλλα, εγώ σας ενοχλούσα…
Ήταν το δικό του κινητό, ναι, ήταν αλήθεια. Αλλά ποιος τον έψαχνε τέτοια ώρα; Δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο έντονη κοινωνική ζωή. Κοίταξε την οθόνη του κινητού. Άγνωστο νούμερο. Να το σηκώσει;
-  Τι θα γίνει, κύριε; ακούστηκε ο κύριος από τα μετόπισθεν. Σταμάτησε ο ένας, άρχισε ο άλλος; Σηκώστε το το ρημάδι!
Ντροπιασμένος, έβαλε το ακουστικό στο αυτί του.
-  Εμπρός, είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά.
-  Γκιατί αργκείς να το σηκώσεις, Μάριγε;
Τατιάνα! είπε έκπληκτος. Τατιάνα, ξαναείπε πιο χαμηλόφωνα, καθώς ο οδηγός του λεωφορείου τον παρακολουθούσε από τον καθρέφτη.
-  Το ξέρω το όνομά μου, του είπε, δεν χρειάζεται να το επαναλαμβάνεις. Πού είσαι;
-  Στο λεωφορείο, γυρίζω στο σπίτι μου…
-  Α, ντεν ταξίδεψες τελικά…
-  Με δουλεύεις; ρώτησε εκνευρισμένος, προσπαθώντας όμως να μην ανεβάσει τον τόνο της φωνής του.
-  Ντεν σε δουλεύω κατόλου, του είπε.
-  Ναι, καλά… Αφού εσύ βρήκες το εισιτήριό μου και το έδωσες σε έναν νεαρό να μου το παραδώσει.
-  Ντεν ήμουν εγκώ. Ψέματα σου είπαν.
-  Δεν έχει σημασία.
-  Έχει.
-  Δεν έχει.
Ο νεαρός δίπλα ξεφύσηξε δυσαρεστημένος.
-  Ύστερα εγώ είμαι που ενοχλώ, είπε.
-  Δεν περιμένω να καταλάβεις, είπε η Τατιάνα.
-  Δεν θέλω να καταλάβω, την ησυχία μου θέλω.
Από τα πίσω καθίσματα ακούστηκε «Και εμείς το ίδιο!»
-  Ντεν σου τα είπαν καλά, πάντως, είπε η Τατιάνα.
-  Δεν πειράζει, δεν έχει σημασία.
-  Έχει.
-  Δεν έχει.
-  Έχει.
-  Δεν…
-  Καλά, δεν πειράζει που ντεν με πιστεύεις. Ελπίζω, τουλάχιστον, να κράτησες το εισιτήριό σου.
Ένα κλικ δήλωσε περίτρανα ότι η Τατιάνα είχε κλείσει το τηλέφωνο.
-  Τατιάνα! είπε ο Βεντούζας και ανέβασε λίγο τον τόνο της φωνής του.
Ένα σωρό μάτια του έριξαν δολοφονικά βλέμματα. Δεν τόλμησε να ξαναφωνάξει το όνομά της. Τι ήθελε, πάλι, από εκείνον; Το μυαλό του ξαναγέμισε αμφιβολίες. Μήπως τελικά η Τατιάνα δεν είχε ιδέα για το συμβάν, αλλά κάποιος ήθελε να τον κάνει να πιστέψει πως είχε; Εξάλλου, η Παπαδοπούλου είχε πει «Προσέξτε τον» και όχι «προσέξτε την».
Τα χαρτιά που είχε μαζί του άρχισαν να γλιστράνε στα πόδια του. Τα έπιασε λίγο προτού πέσουν κάτω και σκορπίσουν. Ένα χαρτί, όμως, έπεσε κάτω. Ήταν το εισιτήριό του. Έσκυψε και το μάζεψε. Γιατί η Τατιάνα του είχε ζητήσει να το κρατήσει; Το κράτησε μπροστά στα μάτια του και το κοίταξε. Τίποτα το περίεργο.
-  Χαζομάρες της Τατιάνας, σκέφτηκε.
Αλλά όπως έκανε να βάλει το εισιτήριο μέσα στο φάκελο όπου το είχε αρχικά, κάτι τράβηξε την προσοχή του: στο πίσω μέρος του εισιτηρίου κάτι ήταν γραμμένο με μαύρο μελάνι. Και ο γραφικός χαρακτήρας ήταν της Τατιάνας.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

36. Μια βαλίτσα ταξιδεύει ασυνόδευτη



-  Μπορώ να δω την κάρτα επιβίβασής σας, κύριε; ρώτησε ο υπάλληλος της ασφάλειας.
-   Φυσικά, είπε και έδωσε το διαβατήριο που κρατούσε στο χέρι του.
-   Θα χρειαστώ και την κάρτα επιβίβασης, είπε ο υπάλληλος.
Ο Βεντούζας κοίταξε το διαβατήριο, που βρισκόταν στα χέρια του υπαλλήλου. Μέσα στο διαβατήριο ήταν η κάρτα επιβίβασης, το θυμόταν καλά.
Ανήσυχος κοίταξε κάτω, αλλά δεν είδε τίποτα. Δεν του είχε πέσει από το χέρι, αλλιώς θα ήταν εκεί.
-   Λυπάμαι, κύριε, συνέχισε ο υπάλληλος της ασφάλειας, χωρίς κάρτα επιβίβασης δεν μπορώ να σας αφήσω να περάσετε.
Ο Βεντούζας κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, το μυαλό του ήταν ήδη αλλού.
-   Αν θέλετε, περάστε πιο δίπλα, εμποδίζετε τη σειρά. Πάρτε και το διαβατήριό σας.
Μηχανικά πήρε το διαβατήριο και το κοίταξε. Τουλάχιστον, ήταν το δικό του διαβατήριο, αλλά κάποιος του είχε πάρει την κάρτα επιβίβασης. Μήπως, όμως, είχε γίνει υπερβολικά καχύποπτος; Μήπως απλώς του είχε πέσει εκεί που καθόταν;
Γύρισε πίσω και έψαξε με αγωνία. Από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου τον καλούσαν ήδη να εμφανιστεί, είχε αργήσει.
-   Πού στα κομμάτια είναι; μονολόγησε.
Μίστερ Βεντούζας πληζ προσήντ του γκέιτ νάμπερ εϊτήν, συνέχιζε η φωνή στα αγγλικά.
Άρχισε να ψάχνεται ο ίδιος. Κοίταξε τις τσέπες του, ύστερα άνοιξε τις σημειώσεις, το βιβλίο του, τίποτα. Άφαντη η κάρτα επιβίβασης.
Πληζ προσήντ του γκέιτ νάμπερ εϊτήν, ξαναείπε η φωνή.
Νόου γκέιτ εϊτήν φορ μι, είπε ο Βεντούζας απογοητευμένος, λες και η φωνή επρόκειτο να τον ακούσει. Γκουντμπάι Ελσίνκι, συνέχισε.
Σωριάστηκε σε ένα κάθισμα. Και τώρα, τι θα γινόταν; Τι θα έπρεπε να κάνει; Έπρεπε να βγάλει καινούργιο εισιτήριο; Αλλά αν το ταξίδι για κάποιον λόγο έπρεπε να πραγματοποιηθεί τη συγκεκριμένη μέρα, αυτό δε θα είχε νόημα. Μήπως θα έπρεπε να περιμένει οδηγίες; Αλλά, από ποιον; Έτσι κι αλλιώς, σε αυτήν την ιστορία μάλλον ήταν μόνος. Όλοι έμοιαζαν να ξέρουν περισσότερα από εκείνον. Μόνο «ο Περικλής αντιλήφθηκε αυτόν τον παραλογισμό», είχε πει η Παπαδοπούλου, αλλά ο Περικλής δεν μπορούσε να τον βοηθήσει πια, η Νόρνα Σκουλντ τον επισκέφτηκε νωρίτερα. Σκουλντ, η Νόρνα που σήμαινε το πρέπον. Αφού όμως, η Νόρνα Σκουλντ ήταν το πρέπον, γιατί ήρθε νωρίτερα για τον Περικλή; Ήταν λίγο οξύμωρο, από τη μία είναι η Νόρνα που σχετίζεται με αυτό που πρέπει να γίνει – άρα ο Περικλής έπρεπε να «φύγει» όταν «έφυγε» – από την άλλη ήρθε νωρίτερα από όταν έπρεπε. Κι άλλος γρίφος. Ή, μήπως, η Παπαδοπούλου τον κορόιδευε;
Αλλά όχι, φαινόταν ειλικρινής, τουλάχιστον όσο ειλικρινής φαινόταν και η Τατιάνα τη νύχτα που πέθανε ο Περικλής. «Ξέρει πολύ περισσότερα από όσα λέει», είχε πει η Παπαδοπούλου, για την Τατιάνα, «έχει αποφασίσει να σας μπλέξει σε κάτι φοβερό»… Τι το φοβερό θα μπορούσε να υπάρχει, όπου να είναι μπλεγμένη η Τατιάνα, η ρώσικη μαφία;
Παρελθόν-παρόν-μέλλον, άρχισε να σκέφτεται. Η Ληλίθ του παρελθόντος είναι η Ληλίθ του παρόντος… Και η Τατιάνα, τότε, και αυτή ήταν και του παρελθόντος και του παρόντος. Μήπως αυτό σήμαινε ότι η ιστορία του με τις δύο γυναίκες απλώς δεν είχε τελειώσει ακόμα ή ότι δε θα τελείωνε ποτέ;
-   Προσέξτε τον, σκέφτηκε ξαφνικά. Προσέξτε τον.
Ήταν τα τελευταία λόγια της Παπαδοπούλου, προτού εξαφανιστεί από μπροστά του.
Ποιον θα έπρεπε να προσέξει, πάλι; Τον χρόνο; Τον άντρα της Ληλίθ; Τον Μπάσση; Τον πρύτανη; Τον γείτονα; Τον εαυτό του;
Οι σκέψεις του είχαν μετατραπεί σε φωνές μέσα στο κεφάλι του. Τις άκουγε όλες μαζί να διατυπώνονται μέσα στο μυαλό του και ήταν σαν σα είχε στο κρανίο του μία κυψέλη γεμάτη μέλισσες και όχι έναν εγκέφαλο. Οι φωνές άρχισαν να δυναμώνουν, τόσο που φαίνονταν πραγματικές.
-   Συγγνώμη, κύριε, ακούστηκε μία από τις φωνές καθαρότερα.
Ο Βεντούζας συνειδητοποίησε ότι αυτή η φωνή δεν έβγαινε από το κεφάλι του. Γύρισε πίσω του. Ένας νεαρός με σγουρά μαλλιά ήταν εκεί και τον κοίταζε.
-   Συγγνώμη, επανέλαβε ο νεαρός, αλλά μήπως χάσατε αυτό;
Ο Βεντούζας κοίταξε το χέρι που του έτεινε ο νεαρός. Ήταν η κάρτα επιβίβασής του!
«Προσέξτε τον».
Κοίταξε το νεαρό καχύποπτα.
-   Πού την βρήκατε; ρώτησε.
-   Ήταν πεσμένη εδώ δίπλα, κάτω από το κάθισμα.
-   Και πώς ξέρατε ότι ήταν δικιά μου;
-   Μια κυρία μου το είπε.
Η Παπαδοπούλου!
- …Ήταν ψηλή, ξανθιά, μάλλον ρωσίδα, συνέχισε ο νεαρός σαν να ήξερε ότι έπρεπε να την περιγράψει. Φορούσε κάποιο είδος στολής, μάλλον αεροσυνοδός…
Η Τατιάνα!
Ο Βεντούζας κοίταξε βιαστικά γύρω του, προσπαθώντας να διακρίνει την Τατιάνα ανάμεσα στο πλήθος. Άδικος κόπος. Δεν πειράζει, σημασία είχε προς το παρόν ότι θα μπορούσε να ταξιδέψει.
-   Ευχαριστώ, είπε στο νεαρό και πήρε την κάρτα επιβίβασης.
Μέσα στον ενθουσιασμό του δεν πρόσεξε ότι η πτήση προς Ελσίνκι είχε αφαιρεθεί από τον πίνακα αναχωρήσεων. Και ίσως γι’αυτό δεν ένιωσε την παραμικρή ζήλεια, που εκείνη την ώρα η ωραία τακτοποιημένη βαλίτσα του ταξίδευε ήδη, στριμωγμένη στο χώρο αποσκευών του αεροσκάφους.