Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

40. Καρέ της Ντάμας

    Ανέβηκε τα σκαλιά δύο-δύο. Πλησίασε την πόρτα και κόλλησε το αυτί του σε αυτήν. Δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα από μέσα. Θυμήθηκε τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού της Λιλήθ, που οδηγούσε στη μεγάλη βεράντα. Ήταν μια αρκετά ζεστή μέρα άρα, με λίγη τύχη, θα ήταν ανοιχτή. Αν μπορούσε να πλησιάσει προσεκτικά, ίσως να έβλεπε τις τρεις γυναίκες και πιθανόν και να άκουγε τη συζήτησή τους.
    Κινήθηκε γρήγορα προς τη δεξιά πλευρά του σπιτιού όπου βρισκόταν η βεράντα. Η μπαλκονόπορτα ήταν όντως ανοιχτή, αλλά αυτό που δε θυμόταν ήταν ότι η βεράντα δεν ενωνόταν με την είσοδο του σπιτιού, αλλά απείχε περίπου δύο μέτρα από το πλατύσκαλο. Ένας νεότερος άντρας θα μπορούσε ίσως να καλύψει την απόσταση με ένα σάλτο, αλλά όχι ο ίδιος. Προς στιγμήν σκέφτηκε να το τολμήσει (άλλωστε, ήταν σε αρκετά καλή φόρμα για την ηλικία του), αλλά απέρριψε την ιδέα. Φαντάστηκε τον Περικλή να γελάει και να του λέει: "Βεντούζα μου, είσαι εσύ για επικίνδυνες αποστολές; Ούτε στο στρατό δεν έκανες τέτοια!". Πράγματι, στον στρατό ήταν μάγειρας, πράγμα για το οποίο πάντα τον πείραζε ο Περικλής. Πάντως, σκέφτηκε, ήταν αρκετά παρακινδυνευμένο να βρίσκεται η βεράντα τόσο κοντά στην είσοδο του σπιτιού της Λιλήθ, ενα σπίτι στο οποίο έμεναν και μικρά παιδιά, σίγουρα κάποιος διαρρήκτης θα...
     Μα τι ήταν αυτά που σκεφτόταν; Εδώ, αυτή η κυρία και οι... φίλες της είχαν κάνει τη ζωή του άνω-κάτω και αυτός ανησυχούσε για την ασφάλειά της; Θυμωμένος με τον εαυτό του και με την ανάμνηση του αδικοχαμένου φίλου του, αποφάσισε να τις αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο. Γύρισε στη μπροστινή μεριά της εισόδου και κόλλησε το δάχτυλό του στο κουδούνι. Όταν είδε ότι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να του ανοίξουν, άρχισε να κοπανάει την πόρτα με τη γροθιά του.
     - Λιλήθ! Τατιάνα! Ανοίξτε, το ξέρω ότι είστε μέσα, φώναξε.
   Άκουσε βήματα και σταμάτησε. Αμέσως μετά η πόρτα άνοιξε και η Λιλήθ τον κοίταξε αναστατωμένη.
     - Μάριε, τι κάνεις εδώ; Και γιατί φωνάζεις έτσι; Τι πράγματα είναι αυτ...
     Δεν την άφησε να συνεχίσει. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα παραμερίζοντάς την.
     - Μάριε, τρελάθηκες; Πού πας; έκανε εκείνη.
   Ο Βεντούζας την αγνόησε και προχώρησε προς το σαλόνι. Βρήκε την Τατιάνα και την Παπαδοπούλου να κάθονται στον καναπέ και να τον κοιτάζουν ξαφνιασμένες. Η πρώτη έδειχνε ταραγμένη με την παρουσία του, η δεύτερη...η δεύτερη έδειχνε μάλλον αμήχανη.
     - Επιτέλους, Μάριε, τι συμπεριφορά είναι αυτή; άκουσε την οργισμένη φωνή της Λιλήθ πίσω του.
     Στράφηκε να την κοιτάξει. Έδειχνε όντως έξαλλη αλλά... Ναι, δεν γελιόταν. Η κυρία Καραμήτρου φοβόταν. Και πολύ καλά έκανε, σκέφτηκε ο καθηγητής. Έτσι του ερχόταν να τις αρπάξει και τις τρεις από το λαιμό και να τις ταρακουνήσει μέχρι να του πουν τι ακριβώς συμβαίνει.
     - Μάριε, περιμένω εξηγήσεις, επέμεινε η Λιλήθ.
     - Εξηγήσεις; απάντησε ο Βεντούζας. Όχι, αγαπητή μου, ό,τι εξηγήσεις είναι να δοθούν, θα δοθούν σε μένα, είπε και στράφηκε στις άλλες δύο. Και αυτή τη φορά δεν φεύγω μέχρι να ακούσω όλη την αλήθεια! Λοιπόν, ποια από τις τρεις θα αρχίσει;
     Το βλέμμα του σταμάτησε στην Παπαδοπούλου, η οποία ομολογουμένως, έμοιαζε να είναι η πιο ψύχραιμη από όλες.
     - Νομίζω ότι είναι προτιμότερο να πηγαίνω εγώ, είπε καθώς σηκωνόταν και περνούσε την τσάντα της στον ώμο. Σίγουρα θα έχετε πολλά να πείτε και φαντάζομαι ότι θα προτιμούσατε αυτή η συζήτηση να μην γίνει παρουσία τρίτων.
     "Τρίτων"; Τον κορόιδευε; Από την εμφάνισή της στο γραφείο του δεν άρχισαν όλα; Θεωρούσε ότι δεν ήταν εξίσου μπλεγμένη στην όλη ιστορία με τις φίλες της;  Μπήκε μπροστά της για να την σταματήσει και παρατήρησε για άλλη μια φορά ότι έδειχνε αμήχανη. Δεν πρέπει να ήταν όμως μόνο η παρουσία του που της προκαλούσε αμηχανία. Το τελευταίο σχόλιό της το απηύθυνε σε όλους. Όταν την είδε να έρχεται στο σπίτι πιασμένη αγκαζέ με την Τατιάνα, θεώρησε βέβαιο ότι επρόκειτο για μια καλή της φίλη που χρησιμοποιήθηκε ως συνεργός στην όλη υπόθεση. Μήπως δεν ήταν έτσι όμως τα πράγματα; Μήπως ήταν για όλους τους παρευρισκόμενους μία ξένη, μία "τρίτη";
     - Κανείς δεν θα φύγει μέχρι να πάρω απαντήσεις, είπε ο Βεντούζας και της έδειξε τον καναπέ.
     Η Παπαδοπούλου ξανακάθισε ήρεμα, η Λιλήθ κάθισε στην πολυθρόνα και ο καθηγητής στράφηκε αυτή τη φορά στην Τατιάνα.
     - Μάριγε, τι τέλεις εδώ; ρώτησε χαμηλόφωνα εκείνη.
     - Δε χαίρεσαι που με βλέπεις, Τατιάνα; απάντησε σαρκαστικά εκείνος. Τι τώρα, τι στις 8; Ίσα-ίσα που σε γλύτωσα από τον κόπο να διασχίσεις τη μισή Αθήνα για να με συναντήσεις.
      Τα μάτια της Τατιάνας γέμισαν τρόμο. Πήγε να μιλήσει, αλλά δεν βγήκε φωνή. Ακούστηκε όμως μία άλλη φωνή από την πόρτα της κουζίνας.
     - Ώστε σκοπεύατε να συναντηθείτε σήμερα στις 8, ε; Πολύ ενδιαφέρον...
     Ο Βεντούζας έστριψε απότομα. Η Βαλαωρίτη στεκόταν και κοίταζε την Τατιάνα σαν καθηγήτρια που κοιτά την φοιτήτρια που έδωσε λάθος απάντηση στην ερώτηση που της έκανε. Ήταν άλλωστε γνωστή στο Πανεπιστήμιο ως απόλυτη στρίγγλα, τουλάχιστον όταν επρόκειτο για (όμορφες) φοιτήτριες. Ο καθηγητής ξανακοίταξε τις άλλες τρεις. Η Παπαδοπούλου καθόταν ήσυχη και διστακτική, σαν κάποια τυχαία φιλοξενούμενη που παρακολουθούσε έναν οικογενειακό καβγά. Η Τατιάνα και η Λιλήθ από την άλλη, έδειχναν φοβισμένες. Για πρώτη φορά από την ώρα που μπήκε στο σπίτι, ο Βεντούζας σκέφτηκε ότι ίσως να μην ήταν η δική του εμφάνιση αυτή που τους προκαλούσε φόβο. Ξαναγύρισε στη Βαλαωρίτη, μπερδεμένος. Εκείνη τώρα τον κοίταζε κοροϊδευτικά.
     - Μα μην στέκεστε όρθιος, κύριε Βεντούζα. Καθήστε, του είπε, δείχνοντάς του το κάθισμα που βρισκόταν πίσω του.
   Εκείνος έμεινε όρθιος από πείσμα. Δεν καταλάβαινε τίποτα, αλλά αυτή τη φορά αυτός θα καθοδηγούσε την συζήτηση. Αρκετά έγινε έρμαιο του παιχνιδιού κάποιων άλλων.
     Το ύφος της Βαλαωρίτη άλλαξε. Η φωνή της έγινε πιο χαμηλή και απειλητική.
     - Αν άκουσα καλά πριν, ζήτησες κάποιες εξηγήσεις, έτσι δεν είναι Μάριε;
     Ο επιτακτικός τόνος της φωνής της, όπως και το γεγονός ότι για πρώτη φορά από τότε που την γνώρισε του μίλησε στον ενικό και τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, έκαναν τον καθηγητή να χάσει την αυτοπεποίθησή του. Εκείνη συνέχισε, χαμογελώντας με κακία:
     - Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να τις ακούσεις όρθιος;
     Ο Βεντούζας κάθισε.