Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

51. Ραντεβού με τη μοίρα



- Γυρίσατε; ρώτησε η νοσοκόμα τη Λιλήθ. Ξεχάσατε τίποτα;
Αντί απάντησης, η Λιλήθ κάθησε – σωριάστηκε, καλύτερα – σε μια καρέκλα που βρισκόταν στο δωμάτιο.
- Είστε καλά; ρώτησε η νοσοκόμα. Να φωνάξω ένα γιατρό;
- Όχι, είπε η Λιλήθ.
- Μα είστε χλωμή.
- Καλά είμαι. Απλώς, έμαθα ότι… έμαθα άσχημα νέα για μια γνωστή μου.
- Μα είναι τόση ώρα που σας το είπα ότι η χθεσινοβραδινή ασθενής πέθανε, τώρα πάθατε σοκ;
- Δε μιλάω για εκείνη, μιλάω για τη γυναίκα που βρίσκεται σε αυτό το κρεβάτι.
- Μη μου πείτε ότι την γνωρίζετε και αυτήν;
Η Λιλήθ κούνησε το κεφάλι της.
- Ο Χριστός κι η Παναγία! αναφώνησε η νοσοκόμα. Και πώς το μάθατε γι’αυτήν εδώ;
- Εσείς μου το είπατε προ ολίγου…
- Μη μου πείτε! Εσείς ήσαστε πριν στο τηλέφωνο;
Η Λιλήθ ξανακούνησε το κεφάλι της.
- Λυπάμαι πολύ, είπε η νοσοκόμα, δεν ήθελα να είμαι άγγελος κακών ειδήσεων, και ειδικά τόσων κακών ειδήσεων μαζεμένων…  Είστε σίγουρη ότι δε θέλετε να φωνάξω έναν γιατρό;
- Ναι, είπε η Λιλήθ ξεψυχισμένα.
- Θα σας αφήσω λίγο με την ασθενή, παρ’όλο που δεν επιτρέπεται, είπε η νοσοκόμα και άνοιξε την πόρτα. Σε λίγο, έτσι κι αλλιώς, θα έρθει και η γιατρός.
Μόνη, στο δωμάτιο με τη ναρκωμένη και τυλιγμένη με επιδέσμους και γύψους Τατιάνα, η Λιλήθ ένιωσε ένα σύγκρυο να διαπερνάει το κορμί της. Τι να συνέβαινε, άραγε; Χθες η Παρθένα, σήμερα η Τατιάνα, να ήταν σύμπτωση; Και αν δεν ήταν σύμπτωση, ποιος να είχε σειρά; Και με ποιον τρόπο; Η Λιλήθ ανατρίχιασε.
Συνειδητοποίησε ότι καθόταν ακριβώς κάτω από το κλιματιστικό. Τράβηξε την καρέκλα της λίγο πιο πέρα και ξανακάθησε.
Άρχισε να θυμάται την πρώτη της γνωριμία με την Τατιάνα. Δεν ήταν μέσω του Μάριου, όχι φυσικά. Είχε μάθει για εκείνην από μια συνάδελφο στη δουλειά.
- Έχε τα μάτια σου ανοιχτά, της είχε πει μόνο, αλλά από τον τρόπο που της το είπε, η Λιλήθ σχεδόν τα είχε καταλάβει όλα.
Μάλλον, όχι λόγω υπερβολικής εξυπνάδας, αλλά περισσότερο λόγω διαίσθησης. Πιθανώς, ο Μάριος θα της είχε δώσει περισσότερα του ενός σημάδια, τα οποία είχαν αποθηκευτεί στο υποσυνείδητο, και με την φράση της συναδέλφου είχαν ξεπεταχτεί όλα μαζί από εκεί, και εν χορώ της είχαν πει όλη την ιστορία.
Είχε θυμώσει, πολύ. Όχι στην αρχή, βέβαια. Στην αρχή, απλώς άρχισε να αναρωτιέται τι λάθος είχε κάνει εκείνη. Όμως, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να βρει τίποτα. Ο θυμός ήρθε μετά. Όταν συνειδητοποίησε ότι εκείνη ήταν το αθώο θύμα. Και ο θυμός είχε κατεύθυνση το τρίτο πρόσωπο. Ποια ήταν εκείνη που της είχε κλέψει τον άντρα;
Και τότε ήταν που την πρωτοσυνάντησε την Τατιάνα, αλλά ήταν μια συνάντηση μονόπλευρη, αφού έγινε υπό καθεστώς παρακολούθησης, με τη Λιλήθ να φοράει μαύρα γυαλιά και να ακολουθεί τον Βεντούζα από απόσταση. Ήταν πολύ νέα τότε, η Τατιάνα. Νέα και πολύ εντυπωσιακή. Η Λιλήθ την είχε ζηλέψει πολύ. Όχι μόνο για τον Βεντούζα, αλλά και για τα μακριά, λεπτά της πόδια, και για τη χάρη με την οποία περπατούσε.
Ένας ήχος ακούστηκε από τον διάδρομο. Η Λιλήθ επανήλθε στο παρόν. Να ερχόταν η γιατρός;
- Δόκτωρ Σκ…ούλ…ντερ, σκέφτηκε με κόπο.
Όμως όχι, κανείς δεν ήταν στο διάδρομο. Η Λιλήθ ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις της.
Η Τατιάνα ποτέ δεν είχε μάθει για εκείνη την «συνάντησή» τους. Και ούτε η Λιλήθ της το ανέφερε ποτέ. Έτσι, η πρώτη «επίσημη» συνάντηση έγινε σε εκείνο το αεροπλάνο, στον δρόμο για τη Φινλανδία.
Η Τατιάνα ήταν πολύ ευγενική μαζί της και της είχε κάνει εν τέλει καλή εντύπωση. Δεν ήταν η σκύλα που φανταζόταν η Λιλήθ στην αρχή και δεν έδειξε καμία ενόχληση όταν της είπε ποια ήταν. Βέβαια, η σχέση και των δύο με το Βεντούζα ήταν ήδη παρελθόν… Πάντως, το ταξίδι είχε κυλήσει πολύ ευχάριστα και όταν αποχαιρετήθηκαν και η Λιλήθ είπε «χάρηκα για την γνωριμία» το εννοούσε. Για όλα έφταιγε ο Βεντούζας τελικά!
Και ύστερα από χρόνια, που ξανασυναντήθηκαν, ο Βεντούζας συνέχιζε να είναι ο μόνος υπαίτιος για ό,τι είχε συμβεί. Και τώρα που το σκεφτόταν, ίσως κακώς να την υποπτευόταν την Τατιάνα η Λιλήθ, ότι είχε ακόμα αισθήματα για τον Μάριο. Αλλά, και πάλι, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις…
Όμως, όπως και να το κάνεις, και η Τατιάνα ένας άνθρωπος ήταν, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, και με ανησυχίες και με όνειρα. Και κοίτα τώρα πώς είχε καταλήξει αυτός ο άνθρωπος!
Βήματα ακούστηκαν και πάλι στο διάδρομο. Και αυτή τη φορά, τα βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν. Το πόμολο της πόρτας άρχισε να γυρίζει. Η Λιλήθ σηκώθηκε από την καρέκλα της.
Η πόρτα άνοιξε και μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα με κατάλευκα μαλλιά και πολλές ρυτίδες στο πρόσωπο εμφανίστηκε.
- Η δόκτωρ Σκούλντερ; ρώτησε η Λιλήθ.
- Δόκτωρ Σκούλντερ; Με εκπλήσσεις δυσάρεστα, αγαπητή μου. Με τις δικές σου σπουδές και γνώσεις, εσύ τουλάχιστον περίμενα να με αναγνωρίσεις αμέσως, είπε η Νόρνα Σκουλντ.