Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

52. Σε άλλη διάσταση

     Ο Βεντούζας άνοιξε τα μάτια του, αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Το φως στο δωμάτιο ήταν πολύ δυνατό. Αισθάνθηκε σαν να ήταν υπό ανάκριση. Τα βλέφαρά του έτσουζαν. Αν ήταν πράγματι υπό ανάκριση, ήταν έτοιμος να ομολογήσει.
     - Ξύπνησε, φωνάξτε το γιατρό! άκουσε μία φωνή και πίστεψε ότι ακόμα κοιμόταν, ότι ήταν ακόμα δέσμιος των περίεργων ονείρων του των τελευταίων ημερών. Αποφάσισε να ξαναβυθιστεί στον ύπνο.
     Αλλά ο θόρυβος ήταν έντονος. Ο θόρυβος και αυτή η φωνή... Πού την ήξερε αυτή τη φωνή;
     - Αδελφή, φωνάξτε το γιατρό! ακούστηκε και πάλι η φωνή και ο Βεντούζας ένιωσε να ταράζεται.
     Αυτή η φωνή, ναι, αυτή η φωνή, έπαιρνε όρκο, ήταν ίδια η φωνή του Περικλή!
     Με κόπο ξανάνοιξε τα μάτια του, στην αρχή δύο λεπτές σχισμές, και ύστερα πιο πολύ, και πιο πολύ, μέχρι που κατάφερε να τα ανοίξει τελείως. Το φως συνέχιζε να είναι έντονο, τώρα όμως ο Βεντούζας ένιωσε ότι μάλλον ήταν ξύπνιος.
     Κοίταξε γύρω-γύρω. Προφανώς, ήταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Κανένας άλλος δεν βρισκόταν εκεί. Ούτε, φυσικά, και ο Περικλής. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε;
     Το στόμα του ήταν στεγνό, διψούσε. Κοίταξε δεξιά του, στο κομοδίνο, και το μόνο που είδε ήταν μία μικρή εικόνα του Χριστού. Δίπλα από το κομοδίνο, διάφορα μηχανήματα με οθόνες έβγαζαν ήχους και έδειχναν μεταβαλλόμενα διαγράμματα. 
     Η πόρτα άνοιξε και ένας γιατρός με δύο νοσοκόμες όρμησαν μέσα. Η μία νοσοκόμα έκλεισε την πόρτα. Ο γιατρός έριξε μια βιαστική ματιά στις οθόνες, και ύστερα κοίταξε τα μάτια του, χρησιμοποιώντας ένα μικρό φακό που κρατούσε στο χέρι του. Ο Βεντούζας έκλεισε τα μάτια του και πάλι. Ένιωσε κάτι να του σφίγγει το μπράτσο. Η μία νοσοκόμα του έπαιρνε την πίεση.
     - Πώς λέγεστε; ρώτησε ο γιατρός.
     Άλλο πάλι και τούτο, δεν ήξεραν το όνομά του; Ο Βεντούζας ξανάνοιξε τα μάτια του. Ο γιατρός δεν τον σημάδευε πια με το φακό.
     - 13 με 8, είπε η νοσοκόμα και του έβγαλε το πιεσόμετρο από το μπράτσο.
     - Πώς λέγεστε; ξαναρώτησε ο γιατρός και σημείωσε κάτι στην καρτέλα που κρατούσε.
     - Μάριος Βεντούζας.
     - Πόσων ετών είστε;
     - Σαράντα εννέα.
     - Πού κατοικείτε;
     - Στο Κουκάκι.
     - Οδός;
     - Παρθενώνος 27, στο ισόγειο. Μα, γιατί με ρωτάτε;
     - Αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας, κύριε. Εξετάζουμε τις εγκεφαλικές σας λειτουργίες. Οικογενειακή κατάσταση;
     - Άγαμος. Είναι όλο αυτό απαραίτητο;
     - Φυσικά και είναι. Επάγγελμα;
     - Καθηγητής Πανεπιστημίου, δηλαδή, λέκτορας.
     - Τι θυμάστε πριν να έρθετε εδώ;
     - Ήμουν στο σπίτι μιας φίλης, νομίζω...
     - Το όνομα αυτής της φίλης, το θυμάστε;
     - Φυσικά και το θυμάμαι, Λιλήθ Καραμήτρου.
     Ο γιατρός και οι νοσοκόμες αλληλοκοιτάχτηκαν.
     - Η μνήμη του δεν έχει επανέλθει πλήρως, είπε ο γιατρός. Μάλλον ακόμη συγχέει την πραγματικότητα με τη φαντασία.
     Ο Βεντούζας άκουγε χωρίς να πολυκαταλαβαίνει.
     - Τι εννοείτε; ρώτησε, αλλά οι άλλοι τρεις συνέχισαν να μιλούν μεταξύ τους, σαν να μην υπήρχε.
     - Να μεταφερθεί σε έναν απλό θάλαμο, είπε ο γιατρός. Ο ορός ας παραμείνει για άλλη μια μέρα, και από αύριο σιγά-σιγά θα αρχίσει να τρέφεται κανονικά. Αν η πορεία της ανάρρωσης το επιτρέψει, ίσως πάρει εξιτήριο σε καμιά δεκαριά μέρες.
     - Θα επανέλθει πλήρως η μνήμη του, γιατρέ;
     - Έτσι φαίνεται, απλώς θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο ακόμη.
     Ο Βεντούζας έμεινε να τους κοιτάζει σαν άγαλμα, καθώς έφευγαν.
     - Φροντίστε να ενημερώσετε τους δικούς του, ακούστηκε να λέει ο γιατρός, προτού κλείσει την πόρτα πίσω του.
     Ο Βεντούζας έμεινε και πάλι μόνος του στο δωμάτιο. Τι είχε πει ο γιατρός;
     Να ενημερώσουν τους δικούς του... Ποιους δικούς του να ενημερώσουν; Έναν δικό του άνθρωπο είχε ο Βεντούζας όλο κι όλο, τον Περικλή, και τώρα ο Περικλής, εκεί που ήταν, σίγουρα δε θα αναρωτιόταν για την υγεία του Βεντούζα. Να ειδοποιούσαν την κυρία Αντιγόνη, εκείνη μάλιστα, ίσως και να ανησυχούσε. Τόσα χρόνια δούλευε στο σπίτι του, του συγύριζε, του μαγείρευε, του μπάλωνε, έκανε ό,τι θα έκανε και μία γυναίκα αγαπημένη, μία μάνα ή μία σύζυγος, με μόνη διαφορά πως εκείνη πληρωνόταν. Και τι μ'αυτό; Μήπως η πληρωμή της στερούσε τα ανθρώπινά της συναισθήματα; Δεν μπορεί, τόσα χρόνια γνωριμίας, όλο και θα ανησυχούσε η κυρία Αντιγόνη για το Βεντούζα...
     Και μήπως δε θα ανησυχούσε η Λιλήθ; Βέβαια, η Λιλήθ! Στο σπίτι της είχε πάθει το έμφραγμα, εξάλλου, δε θα έπρεπε να ανησυχεί; Μα, φυσικά, η Λιλήθ τον είχε επισκεφτεί κιόλας, τον είχε επισκεφτεί αρκετές φορές, η Λιλήθ θα ανησυχούσε, ήταν καλός άνθρωπος η Λιλήθ. Καμία σχέση με την Τατιάνα. Όχι, η Τατιάνα σίγουρα δεν ανησυχούσε, πόσες μέρες είχε να τη δει, όχι η Τατιάνα αδιαφορούσε για το άτομό του, κρίμα τα όσα είχαν ζήσει μαζί...
     Και η Παρθένα ήταν παρούσα, βέβαια, ήταν παρούσα στο σπίτι της Λιλήθ, ούτε εκείνη τον είχε επισκεφτεί τώρα τελευταία, όμως... Και να σκεφτεί κανείς ότι του την έπεφτε σε κάθε ευκαιρία... Και, παρ'όλα αυτά... Αλλά, πού το έχεις το μυαλό σου, καημένε, αφού η Παρθένα νοσηλεύεται στο ίδιο νοσοκομείο, με δηλητηρίαση, πώς το ξέχασες; σου το είπε η Λιλήθ, πώς να σε επισκεφτεί η Παρθένα;
     Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν. Τα βήματα ήταν βιαστικά. Η Λιλήθ, μήπως; Αλλά όχι, τα βήματα ακούγονταν πιο βαριά, η Λιλήθ φορούσε τακούνια, άλλο ήχο κάνουν τα τακούνια... Τα βήματα σταμάτησαν και ο Βεντούζας γύρισε το βλέμμα του προς την πόρτα. Το πόμολο της πόρτας άρχισε να στρίβει. Το φάντασμα του Περικλή ήταν το τελευταίο που θα περίμενε να δει.
     - Τα κατάφερες και πάλι, Βεντούζα μου! του είπε το φάντασμα του Περικλή.