Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

49. Ώρα επισκεπτηρίου



Ο Βεντούζας χασμουρήθηκε. Πόσες ώρες είχε κοιμηθεί από την τελευταία φορά που θυμόταν τον εαυτό του ξύπνιο; Δεν μπορούσε να υπολογίσει. Όμως, σίγουρα αισθανόταν καλύτερα. Μέχρι που του επέτρεπαν να μένει καθιστός στο κρεβάτι του, αν το ήθελε. Του φαινόταν πολύ κουραστικό, αλλά πίεζε τον εαυτό του να μένει καθιστός για να συνηθίζει.
Έτσι και τώρα, ανακάθησε στο κρεβάτι του και ακούμπησε την πλάτη του στο μαξιλάρι, που το είχε ανασηκώσει όσο μπορούσε, για να νιώθει πιο άνετα. Ένα περιστέρι είχε καθήσει έξω από το παράθυρο του δωματίου του και κοίταζε προς τα μέσα.
Η πόρτα του δωματίου του άνοιξε. Δύο νοσοκόμοι έφεραν έναν άλλο ασθενή στο διπλανό κρεβάτι. Ο ασθενής ήταν ηλικιωμένος και του είχαν βάλει ορό. Μαζί του μπήκε και μια αρκετά νεότερη γυναίκα, που κρατούσε ένα σακβουαγιάζ, πιθανώς με τα πράγματα του ασθενή.
-   Καλημέρα, ένευσε η γυναίκα στον Βεντούζα και εκείνος απλώς κούνησε το κεφάλι του. Δυσκολευόταν ακόμα να μιλήσει.
Το περιστέρι πέταξε και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Οι νοσοκόμοι τακτοποίησαν τον ηλικιωμένο στο κρεβάτι του και έφυγαν βιαστικά.
-   Τι έχει; ρώτησε ο Βεντούζας ύστερα από λίγο.
-   Ζάχαρο, απάντησε εκείνη. Ζάχαρο και Αλτσχάιμερ. Και καθώς ξεχνάει ότι έχει ζάχαρο, δεν προσέχει και κάθε τρεις και λίγο τρέχουμε στα νοσοκομεία…
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και, προτού προλάβει κάποιος από τους δύο να μιλήσει, η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Λιλήθ.
-   Καλημέρα, είπε, αφού κοντοστάθηκε μόλις είδε ότι υπήρχαν κι άλλοι στο δωμάτιο.
-   Καλημέρα, είπε ο Βεντούζας.
-   Καλημέρα, είπε και η γυναίκα που συνόδευε τον ηλικιωμένο.
-   Βλέπω έχεις παρέα, είπε η Λιλήθ.
-   Ναι, τώρα τον φέρανε τον κύριο.
-   Πώς είσαι σήμερα;
-   Καλύτερα.
-   Φαίνεται. Το χρώμα σου έχει φτιάξει πολύ.
-   Νυστάζω, όμως, … συνέχεια νυστάζω.
-   Ε, αυτό είναι φυσικό, τόσα φάρμακα παίρνεις ακόμα.
-   Εσύ, τι κάνεις;
-   Καλά είμαι.
Η Λιλήθ φαινόταν ανήσυχη, σαν να ήθελε να πει κάτι και δίσταζε. Ο Βεντούζας το κατάλαβε.
-   Όλα καλά; ρώτησε.
-   Ναι, μια χαρά. Σου είπαν πότε θα βγεις;
-   Όχι ακόμη.
Η Λιλήθ παρέμενε σκεπτική.
-   Συνέβη κάτι; ρώτησε τότε ο Βεντούζας.
-   Σαν τι να συνέβη, δηλαδή;
-   Δεν ξέρω, κάτι… Σε βλέπω πολύ σκεπτική.
Η Λιλήθ παραξενεύτηκε λίγο που είδε ότι ο Βεντούζας την είχε ψυχολογήσει τόσο καλά.
-   Καλά, είπε ύστερα από λίγο, θα σου πω, αλλά θέλω πρώτα να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πάθεις καμία κρίση…
-   Μην ανησυχείς, είπε ο Βεντούζας και χαμογέλασε ελαφρά, ακόμα και να πάθω κάτι, σε νοσοκομείο βρισκόμαστε.
Η Λιλήθ δεν χαμογέλασε, αλλά θεώρησε ότι το χαμόγελο του Βεντούζα ήταν καλό σημάδι.
-   Να, εχθές το βράδυ…
-   Ναι;
-   Η Παρθένα…
-   Η Βαλαωρίτη;
-   Ναι…
-   Πέθανε; είπε έκπληκτος ο Βεντούζας, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι και η Παρθένα Βαλαωρίτη θα μπορούσε να πεθάνει.
-   Όχι, είπε η Λιλήθ, ανακουφισμένη που ο Βεντούζας σχεδόν βρήκε μόνος του την απάντηση. Δεν πέθανε, αλλά κινδυνεύει. Έπαθε κάποιου είδους δηλητηρίαση, οι γιατροί ακόμα δεν έχουν καταλάβει ποιο ήταν το δηλητήριο που πήρε.
-   Πώς έγινε αυτό;
-   Δεν ξέρω, το μόνο που ξέρω είναι ότι βρίσκεται σε κώμα.
-   Βρε, την κακομοίρα… είπε ο Βεντούζας, που ένιωσε πραγματικά συμπόνια για τη Βαλαωρίτη. Περίεργο, όμως… Και εσύ πώς το έμαθες;
-   Με πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο. Το βρήκαν αποθηκευμένο στο κινητό της. Τους τηλεφώνησε, μου είπαν, εχθές το βράδυ και μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της εκείνη ήδη βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση.
-   Και δεν ξέρουν τι δηλητήριο πήρε;
-   Όχι, από όσο ξέρω.
-   Και σε ποιο νοσοκομείο την έχουν;
-   Εδώ βρίσκεται, σε άλλη πτέρυγα όμως.
-   Για δες κάτι συμπτώσεις…
-   Ναι, είπε η Λιλήθ, μεγάλες συμπτώσεις.
Ο Βεντούζας χασμουρήθηκε.
-   Νυστάζεις; ρώτησε η Λιλήθ.
-   Ναι, μου συμβαίνει όλη την ώρα, δε σου το είπα;
-   Να σε αφήσω, τότε, να κοιμηθείς.
Ο Βεντούζας δεν απάντησε. Είχε ήδη αρχίσει να βυθίζεται στον ύπνο.
Η Λιλήθ χαιρέτησε τη γυναίκα που συνόδευε τον ηλικιωμένο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Τα βήματά της αντήχησαν στον άδειο διάδρομο. Θα πήγαινε να δει την Παρθένα. Όχι από συμπόνια, ούτε από ενδιαφέρον, από τυπική υποχρέωση και μόνο. Αν ήθελε να είναι απολύτως ειλικρινής με τον εαυτό της, δεν την ενδιέφερε καθόλου το τι έκανε η Παρθένα ή η Τατιάνα. Ίσα-ίσα που θα τις ήθελε και τις δύο μακριά από εκείνη και τον Βεντούζα. Άλλο αν κατέληξαν οι τρεις τους να συνεργάζονται.
     Κατέβηκε τις σκάλες και έστριψε δεξιά. Πού να ήταν το δωμάτιο νούμερο 327, άραγε; Άρχισε να κοιτάει τις πόρτες των δωματίων: 302, 303, 307, 312, 320, 324…  Κόντευε να φτάσει, όταν η πόρτα του δωματίου 327 άνοιξε. Μια νοσοκόμα βγήκε από μέσα και άρχισε να απομακρύνεται με γρήγορο βήμα. Μια νοσοκόμα με μαλλιά ξανθά, τόσο ξανθά που έμοιαζαν άσπρα.

2 σχόλια:

  1. Α, είναι συνέχειες τα κείμενα... Εγώ διάβασα πρώτα το επόμενο και νόμιζα ότι ήταν αυτοτελές. Μακάρι να είχα χρόνο να δω και την υπόλοιπη ιστορία, γράφεις ωραία και η ιστορία έχει ενδιαφέρον.
    Καλό σου βράδυ. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είναι μία ομαδική προσπάθεια που ξεκίνησα με τρεις φίλους μου. Απλώς τώρα τελευταία οι άλλοι δεν έχουν χρόνο και τη συνεχίζω εγώ. Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή