Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

30. Στο σπίτι της Λιλήθ και πάλι



Έμεινε στη μέση του σαλονιού ακίνητος, να κοιτάζει το κενό. Τι του είχε πει μόλις τώρα η Λιλήθ; Έβαλαν φωτιά στο γραφείο; Στο δικό του γραφείο; Ναι, στο δικό του, όχι σε κάποιο οποιοδήποτε γραφείο, στο δικό του… Είχε καεί ολοσχερώς, του είπαν; Του το είπαν ή το φαντάστηκε;
-   Μάριε, είπε η Λιλήθ, είσαι καλά; Έλα και κάθησε λίγο.
Αλλά ο Βεντούζας βρισκόταν χαμένος στο λαβύρινθο των σκέψεών του. Ναι, κάηκαν όλα: υπολογιστές, βιβλία, τα βιβλία του που τόσο τον βοηθούσαν στις μελέτες του, και θα κάηκαν και τα γραπτά των φοιτητών, και η καρέκλα του θα κάηκε, και το πράσινο μαξιλάρι που του είχε δωρίσει η Ληλίθ… Δολοφονική απόπειρα, είπαν… Άραγε, ποιος βρισκόταν πίσω από αυτά; Μήπως η Παπαδοπούλου; Και ήταν και αυτή η αντιπαθητική, η Βαλαωρίτη… Τι δουλειά είχε στο σπίτι της Λιλήθ;
Σαν να ξύπνησε ξαφνικά.
-   Εσείς, πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε τη χήρα βυζαντινολόγο, η οποία ήταν κατάχλωμη και δεν σκέφτηκε να του κάνει το παραμικρό σχόλιο.
-   Γνωριζόμασταν από παλιά, απάντησε η Λιλήθ σαν αυτόκλητη δικηγόρος.
-   Από παλιά;
-   Ναι, είχαμε γνωριστεί σε μια γιορτή που είχε γίνει στο Πανεπιστήμιο πριν από πολλά χρόνια. Ήταν τη χρονιά που έγινες λέκτορας, τότε που ακόμα ήμαστε μαζί… Ήσουν ο κοινός μας γνωστός. Εξάλλου, η Παρθένα είναι και γειτόνισσα.
Η Βαλαωρίτη περιορίστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι.
-   Αλήθεια; Δεν το ήξερα.
-   Είναι πολλά που δεν ξέρεις, είπε η Λιλήθ κοιτάζοντάς τον αρκετά επίμονα. Αλλά εσύ τι ήρθες να κάνεις;
-   Και πάλι, συνέχισε ο Βεντούζας, που άρχισε να συνέρχεται από το αρχικό σοκ, δεν καταλαβαίνω πώς η κυρία Βαλαωρίτη… Θέλω να πω, είστε τόσο καλές φίλες;
-   Ε, δεν είμαστε και κολλητές, αλλά δεν σε βρήκε στο Πανεπιστήμιο, και καθώς δεν ήξερε πού είναι το σπίτι σου, πέρασε από το σπίτι μου, μήπως και εγώ ήξερα πού θα μπορούσε να σε βρει. Εξάλλου, μην ξεχνάς, είναι μια γυναίκα μόνη. Τόσο κακό είναι που ήρθε σε εμένα;
-   Όχι, απλώς είναι λίγο παράξενο.
-   Τι να σου πω, βρε Μάριε, πάντα ήσουν τόσο ανάποδος! Δίνεις σημασία στα ασήμαντα και τα σημαντικά τα αφήνεις να περνάνε κάτω από τη μύτη σου!
Τώρα, τι ήταν αυτό; Το ίδιο του είχε πει και η Τατιάνα στο όνειρό του…
-   Αλήθεια, τι κάνει η αεροσυνοδός; ρώτησε η Λιλήθ, σαν να διάβαζε την σκέψη του.
-   Ποια;
-   Τατιάνα, έτσι δεν την έλεγαν; συνέχισε εκείνη.
-   Ναι, Τατιάνα… Αλλά δεν την βλέπω πια…
-   Α, δεν είστε μαζί;
-   Τι θέλεις να πεις;
-   Τίποτα.
Ένα αγοράκι ίσα με πέντε χρονών μπήκε στο δωμάτιο.
-   Μαμά, είπε, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
-   Γιατί, αγάπη μου; ρώτησε η Λιλήθ και πήγε κοντά του.
-   Ποιος είναι αυτός ο κύριος; ρώτησε ο μικρός, που μόλις είχε προσέξει την παρουσία του Βεντούζα.
-   Τίποτα, ένας φίλος της μαμάς, είπε η Λιλήθ και τον έπιασε από το χέρι. Έλα, πάμε να ξαπλώσουμε μαζί και θα δεις τι ωραία που θα κοιμηθείς.
Γύρισε προς τον Βεντούζα και χαμογέλασε ελαφρά, σαν να του ζητούσε συγγνώμη. Εκείνος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Η Βαλαωρίτη κοίταζε αφηρημένα το τραπεζάκι του σαλονιού.
-   Τι φίλος; ρώτησε ο μικρός. Όπως εγώ και ο Μανώλης;
-   Ναι, είπε η Λιλήθ και εξαφανίστηκαν και οι δυο πίσω από μια πόρτα.
Έμειναν ο Βεντούζας και η Βαλαωρίτη.
-   Περνάει δύσκολα από τότε που βγήκε το διαζύγιο, είπε η Βαλαωρίτη, σαν να περίμενε να φύγει η Λιλήθ για να μιλήσει.
Ο Βεντούζας δεν κατάλαβε.
-   Και είναι και τα παιδιά στη μέση, συνέχισε η Βαλαωρίτη. Θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο σε αυτήν την ηλικία. Όλο θα ζητάνε τον πατέρα τους.
Τότε ήταν που κατάλαβε. Ώστε είχε χωρίσει; Δεν ήταν η περήφανη σύζυγος δικηγόρου που είχε αφήσει να εννοηθεί την τελευταία φορά;
-   Πότε χώρισε; ρώτησε τη Βαλαωρίτη, που καθόταν ακόμα στην ίδια πόζα που την είχε δει μπαίνοντας.
-   Θα είναι τώρα σχεδόν ένας χρόνος.
-   Και οι φωτογραφίες;
-   Ποιες φωτογραφίες;
-   Οι φωτογραφίες στο σύνθετο, αυτές με τον άντρα της…
-   Α, αυτές… Της είπε η ψυχολόγος να προσέξει λίγο για να μην τραυματίσει τα παιδιά και την προειδοποίησε να μην αποκόψει τον πατέρα από τη ζωή των παιδιών απότομα. Γι’αυτό άφησε τις φωτογραφίες όπως ήταν τον παλιό, καλό καιρό. Για να μη νιώσουν τα παιδιά ξαφνικά ότι μένουν χωρίς πατέρα.
-   Εντάξει, κοιμήθηκε, είπε η Λιλήθ καθώς έμπαινε στο σαλόνι. Τον τελευταίο καιρό ξυπνάει κάθε βράδυ. Ελπίζω να είναι παροδικό, αλλιώς δεν ξέρω τι να κάνω.
Κάθησε στον καναπέ, στην άλλη άκρη από αυτήν όπου είχε καθήσει ο Βεντούζας.
-   Λοιπόν, είπε, τι λέγαμε; Α, ναι, για την αεροσυνοδό. Ξέρεις, την πέτυχα σε μία πτήση, θα είναι τώρα δύο χρόνια… Πήγαινα για ένα συνέδριο ισλανδικής ποίησης στο Τάμπερε, τότε που εσύ είχες ακυρώσει τη συμμετοχή σου λόγω μιας γαστρεντερίτιδας, αν θυμάμαι καλά…
Ο Βεντούζας κούνησε το κεφάλι του. Όλοι οι γνωστοί του άνθρωποι φαίνονταν να πλέκουν γύρω του έναν ιστό. Έναν ιστό που ολοένα τον έσφιγγε όλο και πιο πολύ…
-   Ώστε δεν είστε πια μαζί, είπε η Λιλήθ, σαν να απαντούσε στον εαυτό της. Κρίμα, πολύ συμπαθητική κοπέλα…
Τον κοίταξε. Άραγε να το εννοούσε αυτό που είπε ή μήπως τον δούλευε;
-   Χώρισες έμαθα, της είπε, προσπαθώντας να αλλάξει θέμα.
Τον κοίταξε και πάλι, αλλά δεν έβγαλε μιλιά.
-   Ήταν τρομερό, είπε και η Βαλαωρίτη ξαφνικά, σαν να απαντούσε σε κάποια ερώτηση που της είχε μόλις γίνει.
Ο Βεντούζας και η Λιλήθ γύρισαν και την κοίταξαν. Αλήθεια, σκέφτηκε ο Βεντούζας, δεν ρώτησα τίποτα για τη φωτιά. Ντράπηκε για την αναισθησία του.
-   Ήσαστε μέσα την ώρα που έγινε; ρώτησε.
-   Ναι, απάντησε εκείνη. Ήταν τρομερό, ξαναείπε.
-   Τι ώρα ήταν;
-   Ήταν αρκετά αργά, 6.30, ίσως και 7. Εγώ είχα μείνει στο γραφείο για να διορθώσω κάτι εργασίες. Ξέρετε, δεν παίρνω τις εργασίες στο σπίτι, προτιμώ να τις διορθώνω στο γραφείο.
Σταμάτησε λίγο και ύστερα συνέχισε:
-   Εκεί που διόρθωνα, λοιπόν, άκουσα ξαφνικά έναν ήχο σαν κάτι να σπάει. Δεν έδωσα σημασία, καθώς ήμουν πολύ απορροφημένη στη δουλειά μου. Χρειάστηκε κανα λεπτό μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι το γραφείο μας είχε αρχίσει να καίγεται. Η δικιά σας πλευρά είχε ήδη λαμπαδιάσει. Τα βιβλία καίγονταν και η καρέκλα σας είχε επίσης τυλιχτεί στις φλόγες. Πανικοβλήθηκα, δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπάθησα να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω για να σβήσω τη φωτιά, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να σώσω ίσως τον υπολογιστή, αλλά η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να γλείφει το πληκτρολόγιο. Είπα, τότε, να σώσω τουλάχιστον τα δικά μου πράγματα. Μόνο τότε γύρισα από την άλλη πλευρά και είδα ότι η φωτιά είχε φτάσει και από εκεί. Το γραφείο είχε γεμίσει καπνούς. Τότε συνειδητοποίησα ότι κινδύνευα και ότι έπρεπε να φύγω το συντομότερο δυνατό. Έτρεξα προς την πόρτα, αλλά λιποθύμησα μόλις την έπιασα για να την ανοίξω… Ευτυχώς, τη φωτιά την είχε πάρει είδηση και ο φύλακας, που είχε ειδοποιήσει την πυροσβεστική, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι ήρθε ο ίδιος επάνω για να δει αν ήμουν καλά, επειδή με είχε δει νωρίτερα και του είχα πει ότι θα είμαι στο γραφείο μου. Αυτός με έσωσε, λίγο πριν οι φλόγες με φτάσουν και λίγο πριν η πυροσβεστική φτάσει στο κτίριο του Πανεπιστημίου.
-   Πάλι καλά που σωθήκατε, είπε ο Βεντούζας, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν ότι μόλις είχε πει μια φράση που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα είχε πει ποτέ.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
-   Θα μου ξυπνήσουν τα παιδιά, είπε η Λιλήθ και έτρεξε να το σηκώσει.
-   Εμπρός, είπε στο ακουστικό. Ναι, όχι, κανένα πρόβλημα… Ναι, εδώ είναι… Ναι, μισό λεπτό να τον φωνάξω…
Γύρισε και τον κοίταξε.
-   Είναι για εσένα, του είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου