Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

41. Σε καταστολή




-   Εσύ φταις, είπε η Λιλήθ. Δεν έπρεπε να πάρεις αυτό το ύφος. Μέχρι και εμείς τρομάξαμε. Εγώ πίστεψα ότι θα του τα έλεγες όλα.
-   Για τόσο ηλίθια με έχεις; της είπε η Βαλαωρίτη. Εξάλλου, δεν φταίω εγώ. Αφού τον είδατε, είχε ήδη τα χάλια του, προτού εμφανιστώ.
-   Τέλος πάντων, είπε η Τατιάνα, δεν υπάρχει λόγκος να τσακωνόμαστε. Ο Μάριος τα πρέπει να πληρώσει και όχι να γκλιτώσει.
Η Λιλήθ χαμογέλασε.
-   Έκανες ομοιοκαταληξία, είπε.
-   Πάντως μας αιφνιδίασε, είπε η Βαλαωρίτη. Δεν το περίμενα να κινηθεί τόσο δυναμικά. Δεν είναι του χαρακτήρα του.
-   Σιγά μη δεν είναι, είπε η Λιλήθ. Αν τον είχες γνωρίσει νωρίτερα, όταν τον γνώρισα εγώ, τότε θα γνώριζες έναν διαφορετικό Βεντούζα.
-   Ναι, είπε και η Τατιάνα. Τώρα μοιάζει με την σκιά του εαυτού του.
-   Βέβαια, συνέχισε η Λιλήθ – ρίχνοντας μια λοξή ματιά στην Τατιάνα – και τότε είχε τα κολλήματά του, αλλά τότε τα έβρισκα γοητευτικά.
-   Ενώ τώρα δεν τα βρίσκεις; είπε η Βαλαωρίτη.
Η Λιλήθ την κοίταξε απορημένα.
-   Τότε γιατί δεν του είπες ότι έχεις χωρίσει; συνέχισε η Βαλαωρίτη.
-   Και γιατί θα έπρεπε να του δώσω αναφορά για τη ζωή μου; είπε εκείνη. Εξάλλου, τι σημασία έχει; Αφού φρόντισες εσύ να το μάθει…
-   Νόμιζα ότι είχαμε έναν σκοπό, είπε η Τατιάνα.
-   Φυσικά και είχαμε, είπε η Λιλήθ. Και νομίζω ότι τον έχουμε ακόμα. Δεν θα τον πετύχουμε όμως αν δεν είμαστε ενωμένες.
-   Αυτά να τα πεις αλλού, της είπε η Βαλαωρίτη. Τόσον καιρό που γνωριζόμαστε δε νομίζω να σου έδωσα την εντύπωση ότι δεν κρατάω το λόγο μου.
-   Θα σταματήσετε επιτέλους; είπε η Τατιάνα. Μην ξεχνάτε πού βρισκόμαστε. Μπορεί να μας ακούσει κανείς.
Οι άλλες δύο σταμάτησαν. Η Λιλήθ κοίταξε το ρολόι της.
-   Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, είπε. Τα παιδιά είναι μόνα τους.
-   Και εγώ έχω να διορθώσω κάτι εργασίες, είπε η Βαλαωρίτη. Αν και ξέρω περίπου τι χάλια θα συναντήσω και πάλι…
Έφυγε μουρμουρίζοντας.
-   Εσύ δε θα φύγεις; ρώτησε η Λιλήθ την Τατιάνα.
-   Θα μείνω λίγκο ακόμα, είπε εκείνη. Τον λυπάμαι λίγο, πρόσθεσε.
Η Λιλήθ την κοίταξε διερευνητικά.
-   Μην ανησυχείς, είπε η Τατιάνα, δεν ξεχνάω τον στόχο μας.
Η Λιλήθ πήρε την τσάντα της και έφυγε.
Απ’έξω ακούστηκε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου που πλησίαζε. Η Τατιάνα πήγε μέχρι το παράθυρο. Κοίταξε λίγο έξω. Ο ουρανός ήταν γκρίζος. Της θύμιζε λίγο την πατρίδα της. Κοίταξε προς την πόρτα. Ήταν κλειστή.
Πήγε βιαστικά μέχρι την ντουλάπα. Την άνοιξε και άρχισε να ψαχουλεύει. Έψαξε το παντελόνι, το μπουφάν. Τίποτα. Σε μία τσέπη βρήκε μια αρμαθιά κλειδιά. Κοντοστάθηκε. Ύστερα πήρε τα κλειδιά, τα έβαλε στην τσάντα της και βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Βεντούζας άνοιξε τα μάτια του. Πού βρισκόταν; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι είχε καθήσει στον καναπέ της Λιλήθ περιμένοντας απαντήσεις… Ένιωθε πολύ κουρασμένος. Ξαναβυθίστηκε στον ύπνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου