Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

42. Πάνω απ'όλα, μάνα



Η Λιλήθ γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά. Από μέσα ακούστηκαν παιδικές φωνές.
-  Παιδιά, γύρισα, είπε, είστε καλά;
Δυο παιδάκια έτρεξαν να την προϋπαντήσουν.
-  Πώς τα περάσατε σήμερα; ρώτησε.
- Η κυρία με σήκωσε στη γεωγραφία και τα ήξερα όλα, είπε ο μεγάλος. Είπα και εκείνη την ιστορία που μου είπες εσύ. Μου είπε μπράβο.
- Μπράβο, παιδί μου, είπε η Λιλήθ και του έδωσε ένα φιλί.
- Εμείς ζωγραφίσαμε ένα σπίτι με παράθυρα και παίξαμε θέατρο, και η Μαρίνα μου είπε πως με αγαπάει, αλλά εγώ δεν τη θέλω…, άρχισε ο μικρός.
- Γιατί, δεν τη θέλεις τη Μαρίνα, που είναι τόσο καλό κορίτσι, και όμορφο, και που σε αγαπάει, άρχισε να του λέει η Λιλήθ χαϊδεύοντάς του τα μαλλάκια.
- Δεν τη θέλω, είναι κορίτσι, και όλο παίζει με τα άλλα κορίτσια, και μετά έρχεται και με φιλάει, και… δεν τη θέλω σου λέω! είπε ο μικρός και, αφού απελευθερώθηκε από την αγκαλιά της, έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό του.
- Τι μαθήματα έχεις για αύριο; ρώτησε τον μεγάλο.
- Έχουμε ορθογραφία, γλώσσα, αριθμητική…
- Έχεις διαβάσει;
- Ναι, τις κάναμε όλες τι ασκήσεις.
- Εντάξει, μωρό μου, θα έρθω αργότερα να τις δούμε και μαζί. Έφαγες;
- Ναι, φάγαμε στο σχολείο. Σήμερα είχε μακαρόνια με κιμά.
- Ωραία, τότε. Πήγαινε στο δωμάτιό σου να παίξεις και θα έρθω και εγώ σε λίγο.
Ο μεγάλος έφυγε και η Λιλήθ έμεινε μόνη στο δωμάτιο. Έβγαλε τα παπούτσια της. Τι ανακούφιση! Τελικά αυτές οι γόβες την στένευαν πολύ. Όπως στένευε και ο κλοιός γύρω από εκείνη και τις άλλες δύο.Ο Βεντούζας, ευτυχώς, είχε διαφύγει τον κίνδυνο. Όμως, τι θα ακολουθούσε; Η τελευταία τους συνάντηση προφανώς δε θα ήταν η τελευταία.
Και όταν θα ξυπνούσε, τι θα γινόταν; Θα άρχιζε πάλι τα δικά του; Και τι θα του έλεγε την επόμενη φορά που θα την συναντούσε; «Εντάξει, δίκιο έχεις, σου κάναμε μια πλάκα, για να δεις που έπαιζες μαζί μας, οι γυναίκες δεν είναι παιχνίδια έχουν αισθήματα, το κατάλαβες, άχρηστε;»
Τον λυπόταν, βέβαια, που τον ταλαιπωρούσαν έτσι, αλλά εκείνος δεν είχε λυπηθεί καθόλου όταν τη δούλευε ψιλό γαζί, πουλώντας έρωτα παράλληλα και στην Τατιάνα… Και σιγά τον άντρα, εδώ που τα λέμε… Αν και, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, καλά κρατιόταν ακόμα.
Και τώρα εκείνη έπρεπε να συνεργαστεί με εκείνη την πόρνη από την Ουκρανία. Ποτέ της δεν την είχε συμπαθήσει. Αρχικά, επειδή της είχε φάει τον άντρα, και ύστερα, επειδή επέμενε – ύστερα από τόσα χρόνια που ζούσε στην Ελλάδα – να κρατάει εν μέρει εκείνη τη γελοία, ξενική προφορά. Δεν τη χώνευε επειδή ένιωθε ότι η Τατιάνα ασκούσε ακόμα επίδραση επάνω στον Βεντούζα.
Και τι να πει για την άλλη, τη Βαλαωρίτη, αυτή την ξινισμένη γεροντοκόρη που λιμπιζόταν τον Βεντούζα, αλλά δεν ήταν άξια να τον διεκδικήσει με έναν τρόπο καθώς πρέπει, παρά του πετούσε πονηρά υπονοούμενα; Πόσο λυσσασμένη ήταν πια; Τέλος πάντων, αυτή της φαινόταν λιγότερο επικίνδυνη, ο Βεντούζας ούτε να την φτύσει…
Την Παπαδοπούλου, ας την άφηναν απ’έξω. Δεν υπήρχε λόγος να την ξανανακατέψουν.  Ό,τι της είχε ζητηθεί το είχε κάνει. Με το αζημίωτο, φυσικά, αλλά ακόμα και έτσι, παράπονο δεν μπορούσαν να έχουν. Εξάλλου, τι παραπάνω θα μπορούσαν να περιμένουν από μία άνεργη ηθοποιό; Άσε που τώρα τελευταία είχε αρχίσει να έχει ενδοιασμούς για το ρόλο της… Όχι, καλύτερα να διακόψουν τη συνεργασία μαζί της. Καλύτερα να έμεναν αυτές οι τρεις, που είχαν και τον κοινό σκοπό. Και όταν τελείωναν όλα, τότε ίσως κάτι να άλλαζε…
Έπιασε στα χέρια της τη φωτογραφία με τα παιδιά της. Ασυναίσθητα χαμογέλασε. Ύστερα πήγε στο δωμάτιο του μεγάλου, για να τον βοηθήσει με τα μαθήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου