-Ντεν έχω πολύ χρόνο, του είπε εκείνη κοφτά με την παράξενη
προφορά στην οποία δεν είχε δώσει αρχικά ιδιαίτερη σημασία. Άκου, κύριε καθηγητά, τα πράγκματα
είναι σοβαρά, πρέπει να φύγκεις αύριο κιόλας στο εξωτερικό. Παραήταν περίεργο
όλο αυτό, ο Βεντούζας άρχισε να εκνευρίζεται.
-Ποια είστε και γιατί προσποιείστε
πως είστε η Τατιάνα, αφού δεν είστε, κι αυτή η γελοία προφορά, τι είναι όλο
αυτό, καμιά ανόητη φάρσα; Ο καθηγητής άρχισε να ξεκουμπώνει το πάνω κουμπί του
πουκαμίσου του, ένιωθε τον λαιμό του πρησμένο, είχε ανεβάσει σίγουρα πυρετό,
ενώ ένα ποταμάκι ιδρώτα γλιστρούσε από την κορυφή του κεφαλιού ως χαμηλά στους κροτάφους
του. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του, σωριάστηκε για την ακρίβεια, περιμένοντας μια
εύλογη απάντηση απ’ την άλλη μεριά του τηλεφώνου που θα έδινε ένα τέλος σε όλη
αυτή τη γελοιότητα. Εμπρός, με ακούτε, είναι κανείς εκεί; ήταν φανερή η αγωνία
του Βεντούζα, αλλά δεν έλαβε καμιά απάντηση.
Έκλεισε το τηλέφωνο, δεν πήρε όμως το χέρι του από το
ακουστικό, κάτι του έλεγε πως το μυστήριο πρόσωπο θα του ξανατηλεφωνούσε. Όπερ κι
εγένετο. Θα μου πείτε επιτέλους τι συμβαίνει και ποια είστε; Εγώ είμαι Μάριε, ο
Περικλής, τι έπαθες; Τα παράξενα παιχνίδια της σημερινής μέρας είχαν βάλει
σκοπό να τον αποτρελάνουν. Και αυτός δεν είχε καμιά διάθεση για άλλα παιχνίδια,
είχε πια κουραστεί. Με ακούς, τι συμβαίνει, Μάριε, ανησυχώ, εντάξει είμαι
Περικλή, είχα μια δύσκολη μέρα αυτό είναι όλο, άκουσέ με, τον διέκοψε εκείνος,
δεν θα το πιστέψεις ποια με πήρε πριν λίγο τηλέφωνο και με ρωτούσε για σένα,
ποια η Τατιάνα, του λέω εγώ, ναι πώς το ξέρεις, επικοινώνησε μαζί σου; Ο Βεντούζας
ένιωσε ένα δεύτερο κύμα δυνανεξίας έτοιμο να σκάσει. Άκου, Περικλή, δεν έχω χρόνο
τώρα, θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά, θα σε πάρω εγώ, είπε κι ελευθέρωσε το χέρι του από
το ακουστικό, έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του πίσω στην καρέκλα.
Ήταν σίγουρος πως είχε πράξει σωστά. Κάτι του έλεγε πως
έπρεπε να δείξει λίγη υπομονή και πως το πρόσωπο που προσποιούνταν πως ήταν η
Τατιάνα θα του τηλεφωνούσε και πάλι. Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Βεντούζας δε βιάστηκε
να απαντήσει.
-Μάριγιε, εγώ είμαι, κάτι συνέβη στην τηλεφωνική γραμμή, δεν
μπορούσα να σε ακούσω, Μάριγιε με ακούς; Αυτή την φορά ο καθηγητής, θυμήθηκε το
ηχόχρωμα της φωνής της Τατιάνας, μα φυσικά, ήταν η Τατιάνα, πώς ξεγελάστηκε,
αλλά προς τι τούτη η γελοία προφορά, τι συμβαίνει επιτέλους Τατιάνα; Αυτό το
ερώτημα αντήχησε στα αυτιά του, καθώς πρόσμενε μια οριστική απάντηση από την άλλη γραμμή, αλλά εκείνη του απάντησε σε μια άλλη ερώτηση που εκείνος δεν έκανε ποτέ:
-Ναι, θα ήταν ωραία να βρεθούμε εκεί, να τα πούμε ήσυχα. Θα έχω μαζί μου και τα
αεροπορικά εισιτήρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου