Αν η συνάντηση με τη Λιλήθ του είχε δημιουργήσει αφόρητη
αμηχανία και είχε ανασύρει πικρές μνήμες από την παλιά, τρικυμιώδη σχέση τους,
η συζήτηση με τον φίλο του Περικλή τον είχε σίγουρα οδηγήσει σε νέα μονοπάτια
σκέψης. Δύο ήταν τα πορίσματα από αυτή τη σημαντική συνάντηση: α) έπρεπε
επειγόντως να βρει τον αποστολέα του γράμματος β) οι αριθμοί που έκρυβαν τα
χαρτάκια θα μπορούσαν να εξετασθούν ως άριθμός δέκα, και όχι σαν δύο και οχτώ
ξεχωριστά όπως εκείνος πρωτύτερα είχε βαλθεί να σκέφτεται. Στα δύο αυτά
συμπεράσματα, ο Βεντούζας έσπευσε νοερά να προσθέσει και ένα τρίτο: έπρεπε να
βρει επειγόντως ποια ήταν πλέον αυτή η σκοτεινή γυναίκα , η Μαριάννα Παπαδοπούλου,
ώστε να ξεδιαλύνει μια για πάντα αυτή την υπόθεση που είχε συνταράξει συθέμελα
τη ζωή του μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα.
Όσον αφορά τον αποστολέα του γράμματος, θα ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο
να τον εντοπίσει, αλλά ίσως θα μπορούσε να ρωτήσει αν είχε δει κανείς τη συγκεκριμένη
γυναίκα να μπαίνει στο δωμάτιο προτού
τον απειλήσει. Ξαφνικά, θυμήθηκε τα διαφωτιστικά λόγια του φίλου του Περικλή ο
οποίος του είχε επισημάνει ότι το όνομα
Μαριάννα Παπαδοπούλου δεν θα μπορούσε παρά να είναι ψεύτικο. «Σωστά, πώς δεν το
σκέφτηκα, ο βλαξ, τόσον καιρό; Τόσους φοιτητές κόβω κάθε χρόνο, εγώ θα έπρεπε
να μην μείνω ούτε μεταξεταστέος» φώναξε
δυνατά και η κυρία Αντιγόνη ξεπρόβαλε από
το μέσα δωμάτιο με γουρλωμένα μάτια , λες και έβλεπε φάντασμα. «Μα τι συνέβη»
ρώτησε όλο ταραχή. «Τίποτα, τίποτα, κάνω πρόβα έναν μονόλογο του Ίψεν που θα
παραδώσω αύριο στους φοιτητές μου» της απάντησε ο καθηγητής, και κρυφογέλασε με τη γελοία δικαιολογία που είχε
προβάλει για να τα μπαλώσει.
Σαν να είχε μόλις λάβει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος,
ο Βεντούζας έφερε στη μνήμη του την εικόνα της κυρίας Παπαδοπούλου. Κατά τον
σύντομο διαπληκτισμό τους, είχε προλάβει να παρατηρήσει ότι η εν λόγω γυναίκα,
παρά τα γκριζωπά μαλλιά της, είχε μια ασυνήθιστα νεανική φυσιογνωμία. Συνεπώς,
η συγκεκριμένη κάλλιστα θα μπορούσε να είναι νεώτερη και να είχε επιμελώς
αποκρύψει την κανονική της εμφάνιση όπως ακριβώς είχε κάνει με το πραγματικό της όνομα. Και αν ήταν
κάποια φοιτήτρια που είχε αφήσει στο παρελθόν και διψούσε για εκδίκηση; Όσο
συλλογιζόταν τη συγκεκριμένη πιθανότητα, τόσο περισσότερο φωτιζόταν το πρόσωπό
του καθηγητή. Θα μπορούσε λοιπόν να
απαριθμήσει τις φοιτήτριες με τις οποίες είχε τσακωθεί στο παρελθόν,
ώστε να καταλάβει ποια ήταν η θρασυτάτη νεαρή που είχε εισβάλλει με τέτοια
βιαιότητα στην προσωπική του ζωή. Το όλο εγχείρημα φάνταζε ιδιαιτέρως δύσκολο,
μιας και ο Βεντούζας, άνθρωπος ζαβός και συχνά εριστικός απέναντι στους φοιτητές
τους, είχε στο παρελθόν έρθει σε σύγκρουση με διάφορους φοιτητές και των δύο φύλων.
Κυρίως, δε, με τους φοιτητές που ανήκαν σε φοιτητικές παρατάξεις. Αυτοί οι
ρεμπεσκέδες αμφότερων φύλων, που παρακολουθούσαν τις παραδόσεις του για να του μπουν στη μύτη
ή να τον διακόψουν για να ανακοινώσουν την έναρξη των ανούσιων
συνελεύσεών τους, θα μπορούσαν να έχουν στήσει κάποιου είδους συνωμοσία. Η
λίστα με τις υποψήφιες, λοιπόν, όλο και μεγάλωνε.
Και έπειτα υπήρχε ο αριθμός δέκα. Αμέσως
ανακάλεσε στο νου του ο καθηγητής τον δέκατο αιώνα που συμπίπτει με την εξαφάνιση της ειδωλολατρίας
και την επικράτηση του Χριστιανισμού. Ουσιαστικά, ο δέκατος αιώνας σηματοδοτεί
το τέλος της εποχής των Βίκινγκς και τον χωρισμό της Σκανδιναβίας σε επιμέρους βασίλεια. Κατά συνέπεια, ο
αριθμός δέκα θα μπορούσε να συνιστά ένα είδος απειλής για τον ίδιο τον
καθηγητή, ότι δηλαδή οι μέρες του στη Σχολή (αλλά και στη γη) ήταν μετρημένες.
Ο Βεντούζας πάγωσε και μόνο στη σκέψη μιας τέτοιας πιθανότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου