Ο Βεντούζας ακούμπησε το ακουστικό στη βάση του πιο μπερδεμένος από ποτέ. Πριν από λίγες ώρες (αν είχαν περάσει και ώρες δηλαδή, πλέον ούτε γι' αυτό δεν ήταν σίγουρος) είχε θυμηθεί την Τατιάνα και εκείνη μόλις τον πήρε τηλέφωνο. Μετά από τόσα χρόνια που είχαν να μιλήσουν, μετά από τόσον καιρό που είχε να τη σκεφτεί, μόλις την ονειρεύτηκε εκείνη επικοινώνησε μαζί του. Ο καθηγητής ποτέ δεν πίστευε στα μεταφυσικά φαινόμενα και στις τηλεπαθητικές ικανότητες και τέλος πάντων όλες εκείνες τις βλακείες τις οποίες άκουγε η αδερφή του στις μεσημεριανές εκπομπές και τον ζάλιζε μετά. Παρόλα αυτά, για μια στιγμή κλονίστηκε. Αμέσως μετά βέβαια συνήλθε και άρχισε να σκέφτεται τα πράγματα λογικά. Τι είχε πει η Τατιάνα; Ότι αυτός της ζήτησε να συναντηθούν; Πώς είναι δυνατόν; Να είχε λάβει και αυτή κάποιο γράμμα, δήθεν από τον ίδιο; Ναι, αυτό το ενδεχόμενο του φαινόταν πολύ πιθανό. Ένα γράμμα, στο οποίο της ζητούσε να συναντηθούν και να του εκδώσει κάποια αεροπορικά εισιτήρια... "Αεροπορικός"... Έφερε την εικόνα του φακέλου στο μυαλό του για άλλη μια φορά. Δεν θα έπρεπε όμως να την είχε παραξενέψει το γεγονός ότι επικοινώνησε μαζί της μετά από τόσον καιρό και μάλιστα για να της ζητήσει μια χάρη; Σίγουρα την παραξένεψε, απάντησε στον εαυτό του, αφού μάλιστα έφτασε στο σημείο να τηλεφωνήσει στον Περικλή και να τον ρωτήσει για εκείνον. Κακώς δεν ζήτησε από τον φίλο του να του μεταφέρει ακριβώς την συζήτηση που έκαναν, αλλά ήταν τόσο αιφνιδιασμένος εκείνη τη στιγμή που δεν του πέρασε καν από το μυαλό η ιδέα. Όπως και να 'χει τώρα, από τη στιγμή που θα έβλεπε την Τατιάνα θα φρόντιζε να πάρει τις απαντήσεις που χρειαζόταν. Θα την έβλεπε είναι μια κουβέντα βέβαια γιατί, όπως συνειδητοποίησε, ενώ η Τατιάνα ήξερε τον τόπο συνάντησης, εκείνος δεν είχε ιδέα ούτε για το πού, ούτε για το πότε. Στις 6, αλλά πού και ποια μέρα; Τώρα ήταν βράδυ, κόντευε 10. Να ήταν το ραντεβού τους για την επόμενη ή τη μεθεπόμενη; Έπρεπε να την ξανακαλέσει για να μάθει. Αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να μην της πει από τηλεφώνου ότι δεν ήξερε τίποτα για την συνάντηση τους, για να μην την εκνευρίσει (ή να μην την τρομάξει) και αρνηθεί να έρθει τελικά. Σήκωσε το ακουστικό. Έψαξε την τελευταία εισερχόμενη κλήση και, άθελά του, χαμογέλασε. Η Τατιάνα δεν είχε αλλάξει νούμερο όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ήξερε γιατί, αλλά αυτή η διαπίστωση τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Είχε κάτι το... παρηγορητικό, μέσα σε όλον αυτό το χαμό των τελευταίων ημερών.
Στο τέταρτο χτύπημα άκουσε τη φωνή της.
- Παρακαλώ;
- Εγώ είμαι πάλι Τατιάνα, ο Μάριος.
- Μάριγε; Ξέχασες κάτι;
Ο Βεντούζας δίστασε. Τι λένε τώρα; Πώς να της αποσπάσει τον τόπο και τον χρόνο της συνάντησης χωρίς να της πει ότι δεν την ζήτησε εκείνος;
- Εεεε...
- Συνέβη κάτι; Μήπως τέλεις να το αναβάλουμε;
"Να μου ζήσεις Τατιάνα μου", σκέφτηκε ο καθηγητής, αρχίζοντας να σχηματίζει μια στρατηγική στο μυαλό του.
- Ε, ναι, κοίτα, πριν λίγο θυμήθηκα ότι περιμένω έναν φοιτητή στο γραφείο μου για να μιλήσουμε για την διπλωματική του.
Αλήθεια, θυμήθηκε εκείνον τον νεαρό με τα γυαλιά που ήρθε στο γραφείο του την ημέρα που έτρεξε να προλάβει την κυρία Αντιγόνη πριν πετάξει τα χαρτάκια. Πότε του είχε πει να ξαναπεράσει; Την Τρίτη; Δηλαδή χτες; Και όμως, εκείνος δεν ξαναπέρασε. Τέλος πάντων, είχε πιο επείγοντα θέματα να ασχοληθεί τώρα.
- Αχ, βρε Μάριγε, μεγκάλωσες και ξεχνάς; είπε εκείνη γελώντας ανάλαφρα.
Το γέλιο της του ζέστανε την καρδιά, όπως και τότε. Επίσης, τον διασκέδαζε η προφορά της, που όντως, δεν ήταν έντονη, αλλά θυμήθηκε ότι είχε την τάση να ξεπετάγεται που και που σε κάποιες λέξεις.
- Κάπως έτσι, είπε γελώντας κι εκείνος. Έλεγα λοιπόν, αν μπορούσες κι εσύ, να συναντηθούμε αύριο το μεσημέρι, κατά τις 2.
Εκείνη το σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.
- Ναι, μπορώ, αλλά όχι γκια πολλή ώρα. Στο ίδιο μέρος;
Ωχ, τελικά δεν θα τη γλύτωνε τόσο εύκολα...
- Ε, έλεγα, μια που θα είναι ώρα για φαγητό να πάμε σε εκείνο το ωραίο ταβερνάκι που πηγαίναμε τότε. Θυμάσαι πού είναι, έτσι; τη ρώτησε, αποφεύγοντας να απαντήσει "ναι" ή "όχι" στο αν το μέρος ήταν το ίδιο.
- Μα και βέβαια. Εντάξει, λοιπόν. Αύριγιο, στις 2, στο ίδιο μέρος.
Το χέρι του Βεντούζα πάγωσε στο ακουστικό. Όποιος είχε επικοινωνήσει με την Τατιάνα δεν ήξερε μόνο για τη σχέση της μαζί του, αλλά ήξερε και πού πήγαιναν για φαγητό πριν από τόσα χρόνια, κάτι το οποίο ήταν σίγουρος ότι δεν είχε αναφέρει ούτε καν στον Περικλή. Αποφάσισε να ρισκάρει με την επόμενη ερώτηση:
- Αλήθεια, Τατιάνα... μήπως σου είναι εύκολο να φέρεις μαζί με τα εισιτήρια και το γράμμα;
Τα δευτερόλεπτα που έκανε να απαντήσει η Τατιάνα φάνηκαν ώρες στον Βεντούζα, ο οποίος είχε αρχίσει να ιδρώνει.
- Εντάξει, αφού το τέλεις, θα το φέρω. Τα λέμε αύριο. Γεια σου Μάριγε.
- Καλό βράδυ.
Ο καθηγητής έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα δίπλα στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Δεν είχε κάνει λάθος. Η Τατιάνα είχε λάβει και αυτή μία επιστολή, δήθεν από τον ίδιο. Η υπόθεση γινόταν όλο και πιο περίπλοκη. Η λογική και σχετικά ανώδυνη εξήγηση που είχε δώσει στον εαυτό του λίγο αφότου είχε κυνηγήσει την "Παπαδοπούλου", ότι δηλαδή όλα αυτά ήταν φάρσα ενός ή περισσότερων φοιτητών του φάνταζε τώρα σχεδόν απίθανη. Κάτι σοβαρότερο συνέβαινε.
Πήγε να ξαπλώσει και προσπάθησε να ηρεμήσει μέχρι την αυριανή συνάντηση. Τελικά κατάφερε να τον πάρει ο ύπνος περίπου δύο ώρες πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ντύθηκε (με λίγη περισσότερη προσοχή από ό,τι συνήθως, έπρεπε να το παραδεχτεί), πήγε στη δουλειά του και φρόντισε να κρατάει το μυαλό του απασχολημένο μέχρι τις 2, διορθώνοντας γραπτά φοιτητών. Ευτυχώς που δεν είχε μάθημα εκείνη την ημέρα γιατί, με όλη αυτή την απίθανη ιστορία από τη μία και την επικείμενη συνάντηση με την Τατιάνα μετά από τόσα χρόνια από την άλλη, ένας Θεός ξέρει τι παράδοση θα έκανε στα παιδιά. Κατά τη μία και μισή σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το ταβερνάκι, που ήταν σχετικά κοντά στο πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το είχε διαλέξει τότε ώστε, όταν τον ειδοποιούσε η Τατιάνα ότι θα βρισκόταν εκτάκτως στην Αθήνα για λίγες ώρες, να μπορεί να πηγαίνει με τα πόδια μέχρι εκεί στο κενό ανάμεσα στα μαθήματά του. Μπήκε μέσα, έψαξε με το βλέμμα του δεξιά αριστερά και κοντοστάθηκε. Η Τατιάνα ήταν ήδη εκεί, ψηλή, ξανθιά, πανέμορφη όπως τότε, αλλά με την ωριμότητα των δέκα χρόνων που είχαν περάσει να της προσθέτει ακόμα περισσότερη γοητεία. Εκείνη γύρισε, τον κοίταξε και σηκώθηκε να τον χαιρετήσει. Το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της του θύμισε ότι είχε καθήσει και την κοίταζε σαν χαζός. Την πλησίασε, αγκαλιάστηκαν και κάθησαν στο τραπέζι. Παρήγγειλαν και μίλησαν για λίγο ανέμελα, λέγοντας ο ένας στον άλλον τα νέα τους. Όταν ήρθε το φαγητό, συνέχισαν να μιλούν σαν δυο καλοί φίλοι που είχαν να ιδωθούν καιρό. Όσο περνούσε η ώρα όμως, ο Βεντούζας δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον φάκελο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Κάποια στιγμή, την ώρα που ο σερβιτόρος μάζευε τα πιάτα, δεν άντεξε και την ρώτησε:
- Αυτά, είπε δείχνοντας τον φάκελο, είναι τα εισιτήρια;
- Ναι, αυτά είναι, είπε εκείνη και έσπρωξε τον φάκελο προς το μέρος του.
- Και το γράμμα;
- Α, ναι, μισό λεπτό.
Σήκωσε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα έναν άλλον φάκελο και του τον έδωσε. Όπως και στην επιστολή που είχε λάβει ο ίδιος, δεν υπήρχε αποστολέας, παρά μόνο το όνομα και η διεύθυνση της Τατιάνας στη θέση του παραλήπτη, γραμμένα με τα ίδια, στρωτά γράμματα που είχε θαυμάσει όταν τα πρωτοδιάβασε. Μόνο που αυτή τη φορά, η πειθαρχία που εξέπεμπε ο γραφικός χαρακτήρας και η υφή του χαρτιού δεν αρκούσαν για να του τραβήξουν την προσοχή από την λέξη που δέσποζε πάνω, στο ίδιο σημείο... "Αεροπορικός"... Άρχισε να διαβάζει το σύντομο κείμενο της επιστολής.
"Αγαπημένη μου Τατιάνα,
Σίγουρα θα ξαφνιαστείς με το γράμμα μου, άλλωστε έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Ίσως μάλιστα να μην με θυμάσαι καν πια. Πρέπει να σου πω όμως ότι εγώ δεν έπαψα ποτέ να σε σκέφτομαι. Οι μέρες που περάσαμε μαζί ήταν από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Ακόμα και τώρα, σε αισθάνομαι σαν έναν πολύ δικό μου άνθρωπο κι ας έχουν χωρίσει προ πολλού οι δρόμοι μας. Γι' αυτό και παίρνω το θάρρος να επικοινωνήσω μαζί σου αυτήν την τόσο περίεργη στιγμή για μένα και να ζητήσω την βοήθειά σου.
Ξέρεις, Τατιάνα, τον τελευταίο καιρό μου έχουν συμβεί πολλά πράγματα που με έκαναν να αναθεωρήσω την μέχρι τώρα πορεία μου. Είναι καιρός να κάνω κάποιες αλλαγές στη ζωή μου και μία από αυτές είναι ο τόπος διαμονής μου. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια νέα αρχή στην Φινλανδία, όπου δέχτηκα μια θέση στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Όπως ξέρεις εγώ, σε αντίθεση με σένα, δεν έχω ζήσει ποτέ στο εξωτερικό, με μοναδική εξαίρεση την σύντομη παραμονή μου στο Λονδίνο. Εσύ όμως, έχεις γυρίσει όλο τον κόσμο και απ' ό,τι θυμάμαι έχεις ζήσει και στο Ελσίνκι. Θα ήθελα λοιπόν, αν δεν έχεις αντίρρηση, να συναντηθούμε κάποια στιγμή ώστε να μου μιλήσεις λίγο για αυτήν την πόλη και να μου δώσεις κάποιες συμβουλές. Τι θα έλεγες για την Πέμπτη στις 6 το απόγευμα; Στο ίδιο ταβερνάκι που πηγαίναμε κάποτε;
Αιώνια δικός σου,
Μάριος Βεντούζας.
Υ.Γ. Με κίνδυνο να καταχραστώ την καλοσύνη σου, θα μπορούσα να σου ζητήσω να μου εκδώσεις δύο αεροπορικά εισιτήρια από Αθήνα για Ελσίνκι για την 1η του μήνα; Ένα στο όνομα μου και ένα στο όνομα Μαριάννα Παπαδοπούλου;"
Ο καθηγητής κόντεψε να πέσει από την καρέκλα του όταν διάβασε το όνομα στο τέλος. Άπλωσε το χέρι του στον φάκελο με τα εισιτήρια και τον άνοιξε για να τα δει. Το όνομα "Μαριάννα Παπαδοπούλου" ήταν εκεί, τυπωμένο με σκούρα, απειλητικά γράμματα του λατινικού αλφαβήτου...
Στο τέταρτο χτύπημα άκουσε τη φωνή της.
- Παρακαλώ;
- Εγώ είμαι πάλι Τατιάνα, ο Μάριος.
- Μάριγε; Ξέχασες κάτι;
Ο Βεντούζας δίστασε. Τι λένε τώρα; Πώς να της αποσπάσει τον τόπο και τον χρόνο της συνάντησης χωρίς να της πει ότι δεν την ζήτησε εκείνος;
- Εεεε...
- Συνέβη κάτι; Μήπως τέλεις να το αναβάλουμε;
"Να μου ζήσεις Τατιάνα μου", σκέφτηκε ο καθηγητής, αρχίζοντας να σχηματίζει μια στρατηγική στο μυαλό του.
- Ε, ναι, κοίτα, πριν λίγο θυμήθηκα ότι περιμένω έναν φοιτητή στο γραφείο μου για να μιλήσουμε για την διπλωματική του.
Αλήθεια, θυμήθηκε εκείνον τον νεαρό με τα γυαλιά που ήρθε στο γραφείο του την ημέρα που έτρεξε να προλάβει την κυρία Αντιγόνη πριν πετάξει τα χαρτάκια. Πότε του είχε πει να ξαναπεράσει; Την Τρίτη; Δηλαδή χτες; Και όμως, εκείνος δεν ξαναπέρασε. Τέλος πάντων, είχε πιο επείγοντα θέματα να ασχοληθεί τώρα.
- Αχ, βρε Μάριγε, μεγκάλωσες και ξεχνάς; είπε εκείνη γελώντας ανάλαφρα.
Το γέλιο της του ζέστανε την καρδιά, όπως και τότε. Επίσης, τον διασκέδαζε η προφορά της, που όντως, δεν ήταν έντονη, αλλά θυμήθηκε ότι είχε την τάση να ξεπετάγεται που και που σε κάποιες λέξεις.
- Κάπως έτσι, είπε γελώντας κι εκείνος. Έλεγα λοιπόν, αν μπορούσες κι εσύ, να συναντηθούμε αύριο το μεσημέρι, κατά τις 2.
Εκείνη το σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.
- Ναι, μπορώ, αλλά όχι γκια πολλή ώρα. Στο ίδιο μέρος;
Ωχ, τελικά δεν θα τη γλύτωνε τόσο εύκολα...
- Ε, έλεγα, μια που θα είναι ώρα για φαγητό να πάμε σε εκείνο το ωραίο ταβερνάκι που πηγαίναμε τότε. Θυμάσαι πού είναι, έτσι; τη ρώτησε, αποφεύγοντας να απαντήσει "ναι" ή "όχι" στο αν το μέρος ήταν το ίδιο.
- Μα και βέβαια. Εντάξει, λοιπόν. Αύριγιο, στις 2, στο ίδιο μέρος.
Το χέρι του Βεντούζα πάγωσε στο ακουστικό. Όποιος είχε επικοινωνήσει με την Τατιάνα δεν ήξερε μόνο για τη σχέση της μαζί του, αλλά ήξερε και πού πήγαιναν για φαγητό πριν από τόσα χρόνια, κάτι το οποίο ήταν σίγουρος ότι δεν είχε αναφέρει ούτε καν στον Περικλή. Αποφάσισε να ρισκάρει με την επόμενη ερώτηση:
- Αλήθεια, Τατιάνα... μήπως σου είναι εύκολο να φέρεις μαζί με τα εισιτήρια και το γράμμα;
Τα δευτερόλεπτα που έκανε να απαντήσει η Τατιάνα φάνηκαν ώρες στον Βεντούζα, ο οποίος είχε αρχίσει να ιδρώνει.
- Εντάξει, αφού το τέλεις, θα το φέρω. Τα λέμε αύριο. Γεια σου Μάριγε.
- Καλό βράδυ.
Ο καθηγητής έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα δίπλα στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Δεν είχε κάνει λάθος. Η Τατιάνα είχε λάβει και αυτή μία επιστολή, δήθεν από τον ίδιο. Η υπόθεση γινόταν όλο και πιο περίπλοκη. Η λογική και σχετικά ανώδυνη εξήγηση που είχε δώσει στον εαυτό του λίγο αφότου είχε κυνηγήσει την "Παπαδοπούλου", ότι δηλαδή όλα αυτά ήταν φάρσα ενός ή περισσότερων φοιτητών του φάνταζε τώρα σχεδόν απίθανη. Κάτι σοβαρότερο συνέβαινε.
Πήγε να ξαπλώσει και προσπάθησε να ηρεμήσει μέχρι την αυριανή συνάντηση. Τελικά κατάφερε να τον πάρει ο ύπνος περίπου δύο ώρες πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ντύθηκε (με λίγη περισσότερη προσοχή από ό,τι συνήθως, έπρεπε να το παραδεχτεί), πήγε στη δουλειά του και φρόντισε να κρατάει το μυαλό του απασχολημένο μέχρι τις 2, διορθώνοντας γραπτά φοιτητών. Ευτυχώς που δεν είχε μάθημα εκείνη την ημέρα γιατί, με όλη αυτή την απίθανη ιστορία από τη μία και την επικείμενη συνάντηση με την Τατιάνα μετά από τόσα χρόνια από την άλλη, ένας Θεός ξέρει τι παράδοση θα έκανε στα παιδιά. Κατά τη μία και μισή σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το ταβερνάκι, που ήταν σχετικά κοντά στο πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το είχε διαλέξει τότε ώστε, όταν τον ειδοποιούσε η Τατιάνα ότι θα βρισκόταν εκτάκτως στην Αθήνα για λίγες ώρες, να μπορεί να πηγαίνει με τα πόδια μέχρι εκεί στο κενό ανάμεσα στα μαθήματά του. Μπήκε μέσα, έψαξε με το βλέμμα του δεξιά αριστερά και κοντοστάθηκε. Η Τατιάνα ήταν ήδη εκεί, ψηλή, ξανθιά, πανέμορφη όπως τότε, αλλά με την ωριμότητα των δέκα χρόνων που είχαν περάσει να της προσθέτει ακόμα περισσότερη γοητεία. Εκείνη γύρισε, τον κοίταξε και σηκώθηκε να τον χαιρετήσει. Το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της του θύμισε ότι είχε καθήσει και την κοίταζε σαν χαζός. Την πλησίασε, αγκαλιάστηκαν και κάθησαν στο τραπέζι. Παρήγγειλαν και μίλησαν για λίγο ανέμελα, λέγοντας ο ένας στον άλλον τα νέα τους. Όταν ήρθε το φαγητό, συνέχισαν να μιλούν σαν δυο καλοί φίλοι που είχαν να ιδωθούν καιρό. Όσο περνούσε η ώρα όμως, ο Βεντούζας δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον φάκελο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Κάποια στιγμή, την ώρα που ο σερβιτόρος μάζευε τα πιάτα, δεν άντεξε και την ρώτησε:
- Αυτά, είπε δείχνοντας τον φάκελο, είναι τα εισιτήρια;
- Ναι, αυτά είναι, είπε εκείνη και έσπρωξε τον φάκελο προς το μέρος του.
- Και το γράμμα;
- Α, ναι, μισό λεπτό.
Σήκωσε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα έναν άλλον φάκελο και του τον έδωσε. Όπως και στην επιστολή που είχε λάβει ο ίδιος, δεν υπήρχε αποστολέας, παρά μόνο το όνομα και η διεύθυνση της Τατιάνας στη θέση του παραλήπτη, γραμμένα με τα ίδια, στρωτά γράμματα που είχε θαυμάσει όταν τα πρωτοδιάβασε. Μόνο που αυτή τη φορά, η πειθαρχία που εξέπεμπε ο γραφικός χαρακτήρας και η υφή του χαρτιού δεν αρκούσαν για να του τραβήξουν την προσοχή από την λέξη που δέσποζε πάνω, στο ίδιο σημείο... "Αεροπορικός"... Άρχισε να διαβάζει το σύντομο κείμενο της επιστολής.
"Αγαπημένη μου Τατιάνα,
Σίγουρα θα ξαφνιαστείς με το γράμμα μου, άλλωστε έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Ίσως μάλιστα να μην με θυμάσαι καν πια. Πρέπει να σου πω όμως ότι εγώ δεν έπαψα ποτέ να σε σκέφτομαι. Οι μέρες που περάσαμε μαζί ήταν από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Ακόμα και τώρα, σε αισθάνομαι σαν έναν πολύ δικό μου άνθρωπο κι ας έχουν χωρίσει προ πολλού οι δρόμοι μας. Γι' αυτό και παίρνω το θάρρος να επικοινωνήσω μαζί σου αυτήν την τόσο περίεργη στιγμή για μένα και να ζητήσω την βοήθειά σου.
Ξέρεις, Τατιάνα, τον τελευταίο καιρό μου έχουν συμβεί πολλά πράγματα που με έκαναν να αναθεωρήσω την μέχρι τώρα πορεία μου. Είναι καιρός να κάνω κάποιες αλλαγές στη ζωή μου και μία από αυτές είναι ο τόπος διαμονής μου. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια νέα αρχή στην Φινλανδία, όπου δέχτηκα μια θέση στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Όπως ξέρεις εγώ, σε αντίθεση με σένα, δεν έχω ζήσει ποτέ στο εξωτερικό, με μοναδική εξαίρεση την σύντομη παραμονή μου στο Λονδίνο. Εσύ όμως, έχεις γυρίσει όλο τον κόσμο και απ' ό,τι θυμάμαι έχεις ζήσει και στο Ελσίνκι. Θα ήθελα λοιπόν, αν δεν έχεις αντίρρηση, να συναντηθούμε κάποια στιγμή ώστε να μου μιλήσεις λίγο για αυτήν την πόλη και να μου δώσεις κάποιες συμβουλές. Τι θα έλεγες για την Πέμπτη στις 6 το απόγευμα; Στο ίδιο ταβερνάκι που πηγαίναμε κάποτε;
Αιώνια δικός σου,
Μάριος Βεντούζας.
Υ.Γ. Με κίνδυνο να καταχραστώ την καλοσύνη σου, θα μπορούσα να σου ζητήσω να μου εκδώσεις δύο αεροπορικά εισιτήρια από Αθήνα για Ελσίνκι για την 1η του μήνα; Ένα στο όνομα μου και ένα στο όνομα Μαριάννα Παπαδοπούλου;"
Ο καθηγητής κόντεψε να πέσει από την καρέκλα του όταν διάβασε το όνομα στο τέλος. Άπλωσε το χέρι του στον φάκελο με τα εισιτήρια και τον άνοιξε για να τα δει. Το όνομα "Μαριάννα Παπαδοπούλου" ήταν εκεί, τυπωμένο με σκούρα, απειλητικά γράμματα του λατινικού αλφαβήτου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου