Όρμησε στην πόρτα και βγήκε έξω. Ήθελε να της φωνάξει, αλλά πώς να την αποκαλέσει; Το "κυρία Παπαδοπούλου" του φάνηκε γελοίο. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος της ξεχνώντας να κοιτάξει δεξιά αριστερά, με αποτέλεσμα να γλυτώσει παρά τρίχα την σύγκρουση με ένα διερχόμενο αυτοκίνητο.
- Είσαι πολύ μ... , ακούστηκε η φωνή του οδηγού, αλλά ο Βεντούζας ούτε που το πρόσεξε.
Η γυναίκα όμως, που είχε φτάσει στην γωνία του δρόμου, άκουσε και την φωνή και το τρίξιμο των φρένων λίγο πριν και γύρισε. Είδε τον καθηγητή να έρχεται προς το μέρος της και κοντοστάθηκε. Δεν φάνηκε έκπληκτη, ούτε και ανήσυχη. Αντιθέτως, τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα απόλυτα ήρεμη και μετά έστριψε στην γωνία.
- Περίμενε, της φώναξε ο Βεντούζας.
Έτρεξε πιο γρήγορα και, λαχανιάζοντας πια, έστριψε και εκείνος. Την είδε να μπαίνει σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, από τη μεριά του συνοδηγού. Την ώρα που έκλεινε την πόρτα του φάνηκε πως... Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία βρισκόταν ο ίδιος. Εκείνη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και τον κοίταξε. Μα ναι, είχε δίκιο! Η "Παπαδοπούλου" του χαμογελούσε. Δεν ήταν ένα ευχάριστο χαμόγελο, ούτε και χαιρέκακο. Θα το χαρακτήριζε μάλλον... περιπαικτικό.Έτρεξε για λίγο ακόμα για να προλάβει να δει τις πινακίδες του αυτοκινήτου. ΙΗΒ 1058.
Όταν ξαναβρήκε την ανάσα του ξεκίνησε για το σπίτι, πιο μπερδεμένος από ποτέ. Η "Παπαδοπούλου" ήταν εκεί, στη γειτονιά του. Να βρέθηκε εκεί τυχαία; Δεν μπορεί, αφού δεν έδειξε καμία έκπληξη που τον είδε. Ήξερε ότι έμενε εκεί. Πώς όμως το ήξερε; Θυμήθηκε το σχόλιο του Περικλή, σχετικά με το πόσο εύκολο θα ήταν για κάποιον να τον παρακολουθήσει και να την βρει. Ώστε λοιπόν αυτή η γυναίκα τον παρακολουθούσε; Παρόλο που φαινόταν πολύ πιθανή αυτή η περίπτωση, ξαφνικά δεν αισθανόταν φόβο. Ίσως να έφταιγε η έκφρασή της όταν τον κοίταζε, αλλά η συμπεριφορά της δεν του φαινόταν πια απειλητική. Το μόνο που αισθανόταν πλέον, εκτός από την περιέργειά του που μεγάλωνε κάθε λεπτό, ήταν θυμός. Ναι, πλέον ήταν θυμωμένος. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά ήταν πια σχεδόν σίγουρος ότι κάποιος ή κάποιοι διασκέδαζαν εις βάρος του. Ποιοι; Η Λιλήθ; Μάλλον ενοχλημένη έδειξε που τον ξανασυνάντησε μετά από τόσα χρόνια κι ας του δήλωσε στο τέλος ότι τελικά "χάρηκε που τον είδε". Η Τατιάνα; Παρόλο που δεν θα το παραδεχόταν στον Περικλή, συμφωνούσε μαζί του. Μια νέα και τόσο ωραία γυναίκα σιγά να μην θυμόταν πια την σύντομη ιστορία που είχε με έναν βαρετό τύπο σαν κι αυτόν. Άλλωστε, εκείνη είχε δώσει τέλος στη σχέση τους. Τι περίεργο όμως που τη θυμήθηκε στο όνειρό του! Και το ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι την ονειρεύτηκε να αναφέρεται σε θεούς της σκανδιναβικής μυθολογίας, ένα θέμα για το οποίο η Τατιάνα δεν θα έδειχνε ποτέ ενδιαφέρον. Ακόμα θυμόταν τα πειράγματά της όταν εκείνος, παρασυρμένος από την αγάπη του για την ιστορία και την μυθολογία, άρχιζε από μια απλή παρατήρηση και κατέληγε να της κάνει διάλεξη. Ήταν να απορεί κανείς τι του βρήκε αυτή η γυναίκα. Η ίδια ήταν πάντα τόσο ξέγνοιαστη, τόσο περιπετειώδης, πράγμα που φαινόταν και από το επάγγελμα που είχε επιλέξει... Ο Βεντούζας πάγωσε στη θέση του. Η Τατιάνα ήταν αεροσυνοδός! Μήπως η λέξη αεροπορικός...;
Ο θυμός ξαναφούντωσε μέσα του. Όταν θα έβρισκε αυτόν που τον είχε μπλέξει σε αυτή την απίθανη ιστορία, ούτε που ήξερε τι θα του έκανε. Ένα ήταν σίγουρο: αν ανακάλυπτε ότι πίσω από αυτό κρυβόταν κάποια φοιτήτρια, θα έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε αυτή η... κυρία να μην πάρει πτυχίο μέχρι να βγει ο ίδιος στην σύνταξη. Εντάξει, δεν ήταν μνησίκακος άνθρωπος, αλλά και η υπομονή είχε τα όριά της. Είναι δυνατόν ποτέ, σοβαρός άνθρωπος, καθηγητής Πανεπιστημίου, να κάθεται να ασχολείται με χαρτάκια με υδατογραφήματα, μυστηριώδεις αριθμούς και παιχνίδια με λέξεις; Να τρέχει βραδιάτικα πίσω από γυναίκες φαντάσματα και να γυρνάει σπίτι ξέπνοος και... κλειδωμένος απ' έξω;
Πάνω στη βιασύνη του να προλάβει την "Παπαδοπούλου", έτρεξε έξω χωρίς να σκεφτεί να πάρει μαζί του τα κλειδιά του. Όπως ήταν φυσικό, η πόρτα έκλεισε πίσω του και τώρα υψωνόταν ειρωνικά μπροστά του θυμίζοντάς του την κατάντια του. Από μέσα ακουγόταν το τηλέφωνο να χτυπάει επίμονα. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει ποιος ήταν. Ο καημένος ο Περικλής, πρέπει να είχε τρομάξει έτσι που του έκλεισε το τηλέφωνο και έπαιρνε να δει αν είναι καλά. Ποιος τον γλύτωνε τώρα από το δούλεμα που είχε να του ρίξει...
- Είσαι πολύ μ... , ακούστηκε η φωνή του οδηγού, αλλά ο Βεντούζας ούτε που το πρόσεξε.
Η γυναίκα όμως, που είχε φτάσει στην γωνία του δρόμου, άκουσε και την φωνή και το τρίξιμο των φρένων λίγο πριν και γύρισε. Είδε τον καθηγητή να έρχεται προς το μέρος της και κοντοστάθηκε. Δεν φάνηκε έκπληκτη, ούτε και ανήσυχη. Αντιθέτως, τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα απόλυτα ήρεμη και μετά έστριψε στην γωνία.
- Περίμενε, της φώναξε ο Βεντούζας.
Έτρεξε πιο γρήγορα και, λαχανιάζοντας πια, έστριψε και εκείνος. Την είδε να μπαίνει σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, από τη μεριά του συνοδηγού. Την ώρα που έκλεινε την πόρτα του φάνηκε πως... Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία βρισκόταν ο ίδιος. Εκείνη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και τον κοίταξε. Μα ναι, είχε δίκιο! Η "Παπαδοπούλου" του χαμογελούσε. Δεν ήταν ένα ευχάριστο χαμόγελο, ούτε και χαιρέκακο. Θα το χαρακτήριζε μάλλον... περιπαικτικό.Έτρεξε για λίγο ακόμα για να προλάβει να δει τις πινακίδες του αυτοκινήτου. ΙΗΒ 1058.
Όταν ξαναβρήκε την ανάσα του ξεκίνησε για το σπίτι, πιο μπερδεμένος από ποτέ. Η "Παπαδοπούλου" ήταν εκεί, στη γειτονιά του. Να βρέθηκε εκεί τυχαία; Δεν μπορεί, αφού δεν έδειξε καμία έκπληξη που τον είδε. Ήξερε ότι έμενε εκεί. Πώς όμως το ήξερε; Θυμήθηκε το σχόλιο του Περικλή, σχετικά με το πόσο εύκολο θα ήταν για κάποιον να τον παρακολουθήσει και να την βρει. Ώστε λοιπόν αυτή η γυναίκα τον παρακολουθούσε; Παρόλο που φαινόταν πολύ πιθανή αυτή η περίπτωση, ξαφνικά δεν αισθανόταν φόβο. Ίσως να έφταιγε η έκφρασή της όταν τον κοίταζε, αλλά η συμπεριφορά της δεν του φαινόταν πια απειλητική. Το μόνο που αισθανόταν πλέον, εκτός από την περιέργειά του που μεγάλωνε κάθε λεπτό, ήταν θυμός. Ναι, πλέον ήταν θυμωμένος. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά ήταν πια σχεδόν σίγουρος ότι κάποιος ή κάποιοι διασκέδαζαν εις βάρος του. Ποιοι; Η Λιλήθ; Μάλλον ενοχλημένη έδειξε που τον ξανασυνάντησε μετά από τόσα χρόνια κι ας του δήλωσε στο τέλος ότι τελικά "χάρηκε που τον είδε". Η Τατιάνα; Παρόλο που δεν θα το παραδεχόταν στον Περικλή, συμφωνούσε μαζί του. Μια νέα και τόσο ωραία γυναίκα σιγά να μην θυμόταν πια την σύντομη ιστορία που είχε με έναν βαρετό τύπο σαν κι αυτόν. Άλλωστε, εκείνη είχε δώσει τέλος στη σχέση τους. Τι περίεργο όμως που τη θυμήθηκε στο όνειρό του! Και το ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι την ονειρεύτηκε να αναφέρεται σε θεούς της σκανδιναβικής μυθολογίας, ένα θέμα για το οποίο η Τατιάνα δεν θα έδειχνε ποτέ ενδιαφέρον. Ακόμα θυμόταν τα πειράγματά της όταν εκείνος, παρασυρμένος από την αγάπη του για την ιστορία και την μυθολογία, άρχιζε από μια απλή παρατήρηση και κατέληγε να της κάνει διάλεξη. Ήταν να απορεί κανείς τι του βρήκε αυτή η γυναίκα. Η ίδια ήταν πάντα τόσο ξέγνοιαστη, τόσο περιπετειώδης, πράγμα που φαινόταν και από το επάγγελμα που είχε επιλέξει... Ο Βεντούζας πάγωσε στη θέση του. Η Τατιάνα ήταν αεροσυνοδός! Μήπως η λέξη αεροπορικός...;
Ο θυμός ξαναφούντωσε μέσα του. Όταν θα έβρισκε αυτόν που τον είχε μπλέξει σε αυτή την απίθανη ιστορία, ούτε που ήξερε τι θα του έκανε. Ένα ήταν σίγουρο: αν ανακάλυπτε ότι πίσω από αυτό κρυβόταν κάποια φοιτήτρια, θα έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε αυτή η... κυρία να μην πάρει πτυχίο μέχρι να βγει ο ίδιος στην σύνταξη. Εντάξει, δεν ήταν μνησίκακος άνθρωπος, αλλά και η υπομονή είχε τα όριά της. Είναι δυνατόν ποτέ, σοβαρός άνθρωπος, καθηγητής Πανεπιστημίου, να κάθεται να ασχολείται με χαρτάκια με υδατογραφήματα, μυστηριώδεις αριθμούς και παιχνίδια με λέξεις; Να τρέχει βραδιάτικα πίσω από γυναίκες φαντάσματα και να γυρνάει σπίτι ξέπνοος και... κλειδωμένος απ' έξω;
Πάνω στη βιασύνη του να προλάβει την "Παπαδοπούλου", έτρεξε έξω χωρίς να σκεφτεί να πάρει μαζί του τα κλειδιά του. Όπως ήταν φυσικό, η πόρτα έκλεισε πίσω του και τώρα υψωνόταν ειρωνικά μπροστά του θυμίζοντάς του την κατάντια του. Από μέσα ακουγόταν το τηλέφωνο να χτυπάει επίμονα. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει ποιος ήταν. Ο καημένος ο Περικλής, πρέπει να είχε τρομάξει έτσι που του έκλεισε το τηλέφωνο και έπαιρνε να δει αν είναι καλά. Ποιος τον γλύτωνε τώρα από το δούλεμα που είχε να του ρίξει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου