Στον δρόμο για το σπίτι της παλιάς
αγαπημένης του, θυμήθηκε για άλλη μια φορά το φινλανδικό απόσπασμα που είχε
διαβάσει στο γραφείο του, προτού τον διακόψει η χαιρέκακη γεροντοκόρη κυρία
Βαλαωρίτη: «Mikään ei kuitenkaan ole ikuista, ja jopa Yggdrasilin on määrä kuihtua. Nornat yrittävät estää tämän, tai ainakin
hidastaa prosessia kaatamalla kohtalon kaivosta mutaa ja vettä maailmanpuun
juurille. Taianomainen neste pysäyttää mädäntymisen toistaiseksi».
«Τίποτα, όμως, δεν διαρκεί για
πάντα, ακόμη και το δέντρο της ζωής Yggdrasil μαραίνεται. Οι Νόρνες προσπαθούν να
αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο, ή
τουλάχιστον να επιβραδύνουν τη διαδικασία του ρίχνοντας λάσπη και
νερό στις ρίζες του δέντρου
του κόσμου. Μια μαγική λύση για να σταματήσει η σήψη».
Μουρμουρίζοντας μέσα στο
λεωφορείο εναλλάξ στα φινλανδικά και στα ελληνικά, δεν άργησε να τραβήξει τα
βλέμματα των υπολοίπων επιβατών. Η γηραιά κηρία που καθόταν δίπλα του κούνησε
το κεφάλι της και με σιγανή φωνή, αλλά αρκετά δυνατή για να ακουστούν τα λόγια της
στον Βεντούζα, πρόφερε: «Καλά λένε ότι ουδείς μωρότερος των διδασκάλων αν δεν
υπήρχαν οι γιατροί. Κάτι ξέρω γω που παράτησα το σχολείο στα οχτώ μου». Ένας νεαρός
ντυμένος στα κατάμαυρα που καθόταν ακριβώς απέναντι στο λεωφορείο, και με
θεοτρύπητα αυτιά από τα σκουλαρίκια, ψιθύρισε κάτι κοροϊδευτικό στο αυτί της παχύσαρκης
κοπέλας του, η οποία με αφάνταστη αναίδεια έβγαλε τη γλώσσα της στον καθηγητή
και φώναξε: «Α ρε νούμεροοοο!» με φωνή που περισσότερο θα ταίριαζε σε νταλικέρη
στη βραχνάδα.
Ο Βεντούζας ανακάθισε στη θέση
του εκνευρισμένος και στη συνέχεια, αγνοώντας τις αντιδράσεις του «αυτοσχέδιου»
κοινού του, βυθίστηκε σε σκέψεις για τη σχέση της σκανδιναβικής μυθολογίας, της
κυρίας Παπαδοπούλου, και ίσως της Λιλήθ με την
οποία θα συναντιόταν, εκτός απροόπτου, σε λίγη ώρα, μετά από τόσο μεγάλο
χρονικό διάστημα.
Συλλογιζόμενος τον μύθο για τις μοίρες
της σκανδιναβικής μυθολογίας, αναρωτήθηκε: μήπως εκείνες με το νήμα τους θέλησαν
να με φέρουν σε επαφή με τη Λιλήθ; Μήπως το πεπρωμένο μου είναι να
ξανασυναντηθούμε και να αναθερμάνουμε την όποια μας σχέση που είχε βυθιστεί στη
λήθη; Τα κρυφά σημειώματα όμως σίγουρα δεν ήταν μέρος αυτής της «θεϊκής
επέμβασης» στην ερωτική του ζωή, ενώ η ζοφερή εικόνα της γυναίκας που τον είχε
απειλήσει έδιωξε κάθε ίχνος ρομαντισμού από το νου του.
Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο,
κούμπωσε το σακάκι του και πέρασε με διστακτικό βήμα από την πλατεία όπου παλαιότερα
συχνά είχαν καθίσει σε κάποιο λερωμένο παγκάκι με την αγαπημένη του μιλώντας
για τα ζητήματα που τους αφορούσαν. Προχώρησε πιο αποφασιστικά, μέχρι που
έφτασε στο παλιό, αλλά καλά ανακαινισμένο, νεοκλασσικό σπίτι της Λιλήθ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου