-Σου είχα πει πως η εκδρομή στην εξοχή θα μας κάνει καλό, είπε μαζεύοντας μια μικρή τουφίτσα μαλλιά απ’ το μέτωπό μου. Και επιτέλους σταμάτα
να έχεις αυτήν την έκφραση, ποια έκφραση είπα εγώ, δεν έχει τίποτα η έκφρασή
μου. Είσαι πολύ ευαίσθητος όσον αφορά τον εαυτό σου, μου είπε, δεν δίνεις,
όμως, καμία σημασία σε πράγματα που θα έπρεπε να σε κάνουν να αμφιβάλεις για
πολλά που θεωρείς δεδομένα.
Ένα αεράκι χάιδεψε τα μαλλιά
της, ήταν πολύ όμορφη με εκείνο το κίτρινο φόρεμα, είχε βγάλει τα μποτάκια και
του χάιδευε απαλά τις γάμπες, ενώ ένα σπουργίτι είχε βάλει στο μάτι τα κορδόνια
και τα τσιμπολογούσε.
-Είσαι κι εσύ ένα απ’ αυτά τα δεδομένα;, την ρώτησα προκλητικά
παίρνοντας τρυφερά το πόδι της και τοποθετώντας το σε ένα σημείο που την έκανε
να κοκκινίσει.
-Όταν σε κοιτάζει κανείς βλέπει έναν αθώο και χαρούμενο Μπαλντρ, στην
πραγματικότητα όμως είσαι ίδιος ο Λόκι, ο πιο πανούργος απ’ όλους τους θεούς. Ενώ
κατέχεις το μυστικό της αιώνιας νιότης, θέλω να πω είσαι ο μόνος που κατέχει αυτή
τη γνώση, την αγνοείς επιδεικτικά, σκορπίζεσαι σε ανόητες πληροφορίες και δε
βλέπεις στην ουσία αυτό που είναι μπροστά στα μάτια σου, πετάει κυριολεκτικά
και μεταφορικά, είπε ανοίγοντας τα χέρια της σαν φτερά και το σπουργίτι τρομαγμένο
πέταξε προς τον θολό ορίζοντα…
-Κύριε Βεντούζα μ’ακούτε;, του ήταν
γνωστή η φωνή, αλλά δυσκολευόταν να πει αν την είχε φανταστεί ή αν πράγματι την
είχε ακούσει, ανοίξτε τα μάτια σας επιτέλους, ένα μικρό επεισόδιο ήταν, μην με
τρομάζετε άλλο, αν δεν ξυπνήσετε αμέσως θα καλέσω ασθενοφόρο.
Μετά από μερικά ελαφρά
χτυπηματάκια στα μάγουλα ο καθηγητής άνοιξε τα μάτια. Το πρώτο πράγμα που
αντίκρισε ήταν το έντρομο βλέμμα της Αντιγόνης ακριβώς από πάνω του. Του
χάιδευε συνεχώς τα μάγουλα, ενώ επαναλάμβανε πως όλα θα πάνε καλά από δω και
πέρα και πως γλίτωσε από μεγάλο κίνδυνο.
Ο Βεντούζας ανασηκώθηκε, δεν είχε
συνειδητοποιήσει πολύ καλά τι είχε συμβεί, προφανώς είχε χάσει τις αισθήσεις
του αφού βρισκόταν κατάχαμα στο χαλί του σαλονιού του σπιτιού του. Με τη
βοήθεια της Αντιγόνης σηκώθηκε απ’ το πάτωμα και σύρθηκε μέχρι τον καναπέ σαν
υπνωτισμένος. Μέσα του, όμως, ένιωθε πως είχε γίνει μια μεγάλη αποκάλυψη για την
οποία δε μίλησε καθόλου στην Αντιγόνη, μολονότι ήθελε να μιλήσει επειγόντως σε
κάποιον γι’ αυτό που του συνέβη στη διάρκεια του επεισοδίου.
-Καλά είμαι Αντιγόνη, της είπε
κάπως κοφτά, καλά μην ανησυχείς πια, μπορείς να φύγεις, είσαι ελεύθερη. Παρά τις
αντιδράσεις της εκείνος επέμεινε, ήθελε να την ξεφορτωθεί οπωσδήποτε για να
πάρει τηλέφωνο τον Περικλή, να του διηγηθεί αυτό που συνέβη, έπρεπε να το
μοιραστεί σίγουρα με εκείνον.
-Εγώ στη θέση σας θα καλούσα ένα
γιατρό, σε περίπτωση που..., δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή της κι ο
καθηγητής Βεντούζας την συνόδευε στην έξοδο του σπιτιού. Κουράζεστε πολύ κύριε καθηγητά, τα μαθήματα, οι φοιτητές, δεν τελειώνουν ποτέ, μήπως να παίρνατε μια άδεια για λίγο καιρό, αν γίνεται...
-Νιώθω περίφημα, Αντιγόνη,
καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Με συγχωρείς για την αναστάτωση, δεν υπάρχει όμως λόγος
ν’ ανησυχείς παραπάνω, της είπε σπρώχνοντάς την ευγενικά προς το κατώφλι της πόρτας
και χαιρετίζοντάς την.
Μόλις έκλεισε την πόρτα,
κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Κοίταξε για λίγο έξω απ’ το παράθυρο, ο ήλιος
ακολουθούσε την πορεία του πίσω απ’ τις πολυκατοικίες, έκλεισε τις κουρτίνες κι
άναψε το πορτατίφ, πήρε κοντά του το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του
σπιτιού του Περικλή. Πόσο δίκιο είχε ο Περικλής: αυτό που του είχε διαφύγει
τελείως ήταν πως στον φάκελο υπήρχε η ένδειξη που θα μπορούσε να τους οδηγήσει
στον άγνωστο αποστολέα του γράμματος, ενδεχομένως στην αποκάλυψη του προσώπου
που κρυβόταν πίσω απ’ την Μαριάννα Παπαδοπούλου.
Η ανορθόγραφη λέξη «αεροπορικός»
είχε πετάξει πάνω από τα μάτια του σαν το σπουργίτι στον ορίζοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου