Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

20. Ένα έκτακτο περιστατικό



-          Πού να βρεθούμε; Και για ποια εισιτήρια μιλάς; κατάφερε να ρωτήσει.
Από την άλλη πλευρά της γραμμής ακούστηκε το γέλιο της. Ναι, ήταν η Τατιάνα, δε χωρούσε αμφιβολία.
-   Εσύ με ρωτάς; Αφού εσύ το πρότεινες το μέρος, του είπε. Και τα εισιτήρια είναι αυτά που μου είπες να βγάλω. Μάριγε, είσαι εκεί;
Κάποιος μου παίζει κάποιο παιχνίδι, σκέφτηκε. Με την Τατιάνα είχε να μιλήσει πάνω από δέκα χρόνια. Πότε της είχε προτείνει συνάντηση; Και πότε της είχε ζητήσει να βγάλει εισιτήρια; Και για πού;
-   Μάριγε, ξανακούστηκε η φωνή της Τατιάνας, είσαι καλά; Μάριγε… Ααααααα!!!
Ο καθηγητής σαν να ξύπνησε από κάποιο όνειρο. Τι τσιρίδα ήταν αυτή; Από το μυαλό του πέρασαν σε κλάσματα δευτερολέπτου μια σειρά εικόνες: η Τατιάνα με το κίτρινο φόρεμα στο πάρκο, το χαρτάκι με τον αριθμό 2, ο Περικλής, οι γλάστρες με τον αριθμό 8, η Μαριάννα Παπαδοπούλου με το περίστροφο στα χέρια, η Μαριάννα Παπαδοπούλου να τον κοιτάει από το αυτοκίνητο, η Λιλήθ με το σίδερο στο χέρι, η Παρθένα Βαλαωρίτη… Ανατρίχιασε.
-   Τατιάνα! φώναξε στο ακουστικό, αλλά δεν πήρε απάντηση. Στο βάθος ακουγόταν φασαρία, σαν έπιπλα που σέρνονταν, πράγματα που έπεφταν, και πού και πού ακουγόταν και μια τσιρίδα, της Τατιάνας, προφανώς.
Προσπαθούν να την απαγάγουν, σκέφτηκε έντρομος. Να δεις που η Μαριάννα Παπαδοπούλου, ή όπως αλλιώς τη λένε, ανήκει σε εγκληματική οργάνωση. Να δεις που θέλουν να απαγάγουν την καημένη την Τατιάνα για να με αναγκάσουν να τους δώσω τα χαρτάκια με τα ολογράμματα. Καημένη Τατιάνα! Αλλά η Τατιάνα είναι δυνατή, παλεύει, άκου, κι άλλος κρότος, κάποια καρέκλα θα έσπασε, αντιστάσου, Τατιάνα, πώς γίνεται να πετάξω, να βρεθώ δίπλα σου – αλλά εδώ που τα λέμε, τι μπορώ να σου προσφέρω, ποτέ δεν ήμουν καλός στη γυμναστική, αν πεις στην ιστορία, ναι, αλλά στη γυμναστική, όχι – βάστα, Τατιάνα, αχ, Τατιάνα…
-   Τατιάνα! ξαναφώναξε.
Ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε και ύστερα ησυχία. Την χτύπησαν και την άφησαν αναίσθητη, σκέφτηκε και ένιωσε απελπισία. Πού θα την πήγαιναν τώρα; Ηρέμησε, Μάριε, αν την απήγαγαν για να ζητήσουν τα χαρτάκια, θα επικοινωνήσουν μαζί σου. Δεν θα την σκοτώσουν, την χρειάζονται ζωντανή. Να κλείσω το τηλέφωνο, ναι, να κλείσω το τηλέφωνο, κάποιος θα πάρει σε λίγο να ζητήσει τα χαρτάκια.
-   Έλα, Μάριγε, ακούστηκε η φωνή της Τατιάνας ξανά, πάνω που ετοιμαζόταν να το κλείσει.
-    Τατιάνα, εσύ;
-   Ναι, ποιον άλλον περίμενες; Είσαι καλά; ρώτησε ανήσυχη.
Δόξα τω Θεώ, το είχε σκάσει!
-   Πόσο ανησύχησα! της είπε χαρούμενος.
-   Για ποιο πράγμα; ρώτησε αυτή.
-   Μα, για πριν… Ήταν πολλοί;
-   Ποιοι; Για ποιο «πριν» ρωτάς;
-   Δεν προσπάθησαν να σε απαγάγουν;
-   Πότε;
Κάποιος τον δούλευε ψιλό γαζί.
-   Τώρα, πριν από λίγο. Δεν προσπάθησαν κάποιοι να σε απαγάγουν;
-   Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Αλλά ανησυχώ για εσένα…
-   Μα, αφού τσίριξες!
-   Α, για την κατσαρίδα, μιλάς; Τσίριξα, ναι, αλλά έπρεπε να τη δεις: σαν πούρο Αβάνας ήταν. Δεν έχω δει μεγαλύτερη στη ζωή μου. Δεν είχα δει, δηλαδή. Την σκότωσα, πάντως, μην ανησυχείς. Μάριγε, με ακούς;
-   Ναι, είπε και ένιωσε ότι δεν μπορούσε να ξαναμιλήσει στη ζωή του.
-   Τι είναι αυτό το κακό που έχεις, είναι σα να μιλάω μόνη μου. Λοιπόν, εγώ απλώς πήρα να σου πω ότι το ραντεβού μας ισχύει και ότι έχω και τα εισιτήρια που ζήτησες. Οπότε, θα τα πούμε στις 6.
-  
-   Στις 6, Μάριγε, ακούς;
-   … ναι.
-   Μην αργήσεις. Σ’αφήνω τώρα, πρέπει να συγυρίσω. Χάλια το έκανα το σπίτι κυνηγώντας την κατσαρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου