Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

9. Το τρίτο χαρτάκι

     Ούτε που κατάλαβε πώς έφτασε στο σπίτι. Αν τον ρωτούσε κάποιος αργότερα, το μόνο που θα θυμόταν ήταν κάτι κορναρίσματα και κάτι σφυρίγματα, μάλλον τροχονόμου (η αλήθεια ήταν ότι έτσι που έτρεχε και με τις παραβάσεις που έκανε, ήταν απορίας άξιο πως δεν τον σταμάτησε η τροχαία). Όρμησε μέσα στο σπίτι και βρήκε την καθαρίστρια να σκουπίζει στην κρεβατοκάμαρά του.
     - Κύριε Μάριε, τι κάνετε εσείς εδώ τέτοια ώρα; Ξεχάσατε τίποτα; τον ρώτησε.
     - Ε... ναι κυρία Αντιγόνη... Η αλήθεια είναι πως... Έχετε καθαρίσει το γραφείο μου;
     Η γυναίκα γέλασε καλόκαρδα και του απάντησε:
     - Όχι ακόμα κύριε Μάριε. Πριν από δέκα λεπτά ήρθα. Δεν το έχετε μάθει ακόμα το πρόγραμμά μου; Πρώτα καθαρίζω το σαλόνι, που είναι και το πρώτο δωμάτιο που βλέπει ο κόσμος που έρχεται, μετά την κρεβατοκάμαρα, μετά το γραφείο και τελευταία αφήνω την κουζίνα και το μπάνιο που έχουν και την πιο πολλή δουλειά...
     Η κυρία Αντιγόνη συνέχιζε να μιλάει αλλά ο Βεντούζας είχε πάψει να την παρακολουθεί. Δεν είχε καθαρίσει ακόμα το γραφείο! Άρα, το χαρτάκι βρισκόταν ακόμα μέσα στο καλάθι! Έπρεπε να το δει. Έπρεπε να μάθει αν είχε και αυτό πάνω του ένα υδατογράφημα και αν ναι, αν απεικόνιζε και αυτό το νούμερο 8.
     - ...έτσι δεν είναι κύριε Μάριε;
     Η γυναίκα τον κοίταζε περιμένοντας απάντηση στην ερώτηση που ο καθηγητής δεν είχε ακούσει καν.
     - Ε...ναι... ναι, βέβαια, έτσι είναι όπως τα λέτε της απάντησε αμήχανος.
     - Κύριε Μάριε, είστε καλά; τον ρώτησε εκείνη ανήσυχη. Δούλευε πολλά χρόνια στο σπίτι του καθηγητή και, παρόλο που τον θεωρούσε λίγο μονόχνωτο (και εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήταν λίγο ύποπτο ένας άντρας στην ηλικία του να μην έχει παντρευτεί ποτέ), τον συμπαθούσε. Και τώρα καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
     - Ναι, κυρία Αντιγόνη, μια χαρά, απάντησε εκείνος όχι πολύ πειστικά. Απλά να... όπως σας είπα, ξέχασα κάτι στο γραφείο μου και ήρθα άρον άρον... Και πρέπει να ξαναγυρίσω αμέσως... Έχω πολλή δουλειά και την άφησα στη μέση. Γι' αυτό με συγχωρείτε, πρέπει να βιαστώ, είπε και έτρεξε προς το γραφείο του χωρίς να περιμένει απάντηση.
     Η γυναίκα σταυροκοπήθηκε και συνέχισε τη δουλειά της. Άλλωστε, ό,τι και να συνέβαινε δεν την αφορούσε. Α, όλα κι όλα, κουτσομπόλα δεν ήταν!
     Ο Βεντούζας άδειασε το περιεχόμενο του καλαθιού στο πάτωμα (ένας Θεός ήξερε τι θα έλεγε η κυρα-Αντιγόνη όταν θα το έβλεπε) και βρήκε το λευκό χαρτάκι. Μην μπορώντας να περιμένει μέχρι να γυρίσει στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο, άναψε το φωτιστικό, το έβαλε από κάτω και είδε ότι όντως, και αυτό είχε ένα υδατογράφημα. Μόνο που αυτή τη φορά ο αριθμός που σχηματιζόταν ήταν ο αριθμός 2. Ε, διάολε, τι σήμαιναν όλα αυτά επιτέλους; Ποιός τον είχε μπλέξει σε αυτήν την ιστορία; Και πάλι το πρόσωπο της Λιλήθ σχηματίστηκε στο μυαλό του. Το γράμμα που αναφερόταν στην σκανδιναβική μυθολογία, τα χαρτάκια που βρέθηκαν μέσα στο μαξιλάρι που εκείνη του είχε κάνει δώρο... Ε, δεν μπορεί όλα αυτά να ήταν σύμπτωση. Να του έστειλε εκείνη το γράμμα; Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Έφερε την εικόνα του φακέλου στο μυαλό του. Εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο γραφικός χαρακτήρας του ήταν άγνωστος. Και στο κάτω κάτω της γραφής, μπορεί να έβλεπε εκατοντάδες γραπτά κάθε χρόνο αλλά τα γράμματα της Λιλήθ θα τα αναγνώριζε αμέσως. Όχι, δεν ήταν τα δικά της, ήταν βέβαιος. Μα τότε, ποιός; Και ποια ήταν αυτή η υποτιθέμενη Μαριάννα Παπαδοπούλου που ήθελε πάση θυσία να πάρει το γράμμα από τα χέρια του;
     Εκείνη τη στιγμή, μια καινούρια ανησυχία άρχιζε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Αυτή, η "Παπαδοπούλου" είχε ζητήσει επίμονα το γράμμα και τον φάκελο. Άραγε ήξερε για το υδατογράφημα; Μήπως αυτό έψαχνε; Και, όταν ανακάλυπτε ότι δεν το είχε, θα γύριζε πίσω για να το πάρει; Τελικά, κινδύνευε η ζωή του;
     Αυτή η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να βρει απαντήσεις. Αποφάσισε να μιλήσει στη Λιλήθ. Ακόμα και αν δεν ήξερε τίποτα για το γράμμα, θα μπορούσε ίσως να τον βοηθήσει να βγάλει μια άκρη με το περίεργο κείμενο. Στο κάτω κάτω, ήταν το αντικείμενό της.
     - Ναι, αυτός είναι ο μόνος λόγος, είπε η ίδια φωνή μέσα στο μυαλό του.
     Σήκωσε και πάλι το ακουστικό και της ξανατηλεφώνησε. Και για άλλη μια φορά το κατέβασε αφού, μετά από έντεκα χτυπήματα δεν απάντησε κανείς. Σκέφτηκε να πάει να την δει στο σπίτι της. Μα... μπορούσε; Ύστερα από όσα είχαν γίνει μεταξύ τους; Το τελευταίο πράγμα που του είχε πει ήταν ότι δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της. Η ματιά του έπεσε στο λευκό χαρτάκι που κρατούσε ακόμα στο χέρι του, θυμήθηκε την "Παπαδοπούλου" και το πιστόλι της και, ξεπερνώντας τους δισταγμούς του, αποφάσισε να πάει αμέσως να την δει. Βγήκε από το σπίτι χωρίς να χαιρετήσει την κυρία Αντιγόνη, την παρουσία της οποίας είχε εντελώς ξεχάσει, και ξεκίνησε προς το σπίτι της Λιλήθ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου