Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

8. Ένα νέο στοιχείο στέλνει τον καθηγητή άρον άρον στο σπίτι του

     Τι να σήμαινε αυτός ο αριθμός; Και γιατί και τα δύο χαρτάκια να είναι λευκά; Και γιατί να βρίσκονται εκεί; Μήπως τα είχε κρύψει εκεί μέσα κάποιος άλλος εκτός από τη Λιλήθ; Και αν τα είχε κρύψει η Λιλήθ μέσα στο μαξιλάρι, γιατί να το έκανε;
     Ένιωσε την ανάγκη να την πάρει τηλέφωνο. Ποιος ήταν ο αριθμός της; Η μνήμη του τον βοήθησε και αυτή τη φορά. Πήγε στο τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό. Με το πρώτο χτύπημα, έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά.
     Κι αν η Λιλήθ απαντούσε, τι θα της έλεγε; Ήταν τόσα χρόνια που είχαν χωρίσει, εκείνη θα είχε προχωρήσει, δεν ήταν μονόχνωτη όπως εκείνος, ναι, σίγουρα θα την είχε φτιάξει τη ζωή της, θα είχε οικογένεια και παιδιά. Κι αν αντί για τη Ληλίθ το σήκωνε ο άντρας της, τι θα του έλεγε;
     Άσε που δεν είχαν χωρίσει και με τον καλύτερο τρόπο. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που από τότε δεν έκανε καμιά άλλη σχέση στη ζωή του. Ύστερα από τη Λιλήθ, το μόνο που κατάφερε ήταν να βγει δυο-τρεις φορές για ποτό με μια συνάδελφο της αδερφής του, η οποία πολύ τον γούσταρε. Την τρίτη φορά πήγαν στο σπίτι της, όπου εκείνη έγινε ιδιαίτερα διαχυτική. Και εκείνος, όμως, δεν συγκρατήθηκε καθόλου. Όρμησε επάνω της σαν ταύρος στο κόκκινο πανί... και κατέληξε να κλαίει στην αγκαλιά της με αναφιλητά.
     - Δεν πειράζει, του έλεγε εκείνη ευγενικά. Συμβαίνει καμιά φορά. Είμαστε κι οι δυο κουρασμένοι.
     Όμως εκείνος το ήξερε, το ήξερε μέσα του ότι πια δε θα μπορούσε να πάει με καμιά άλλη γυναίκα, η Λιλήθ τον είχε σημαδέψει για πάντα. Αυτή έφταιγε για την κατάντια του. Αυτή και κανείς άλλος.
     - Ναι, άκουσε μια φωνή μέσα στο μυαλό του, ρίξε το φταίξιμο στη Λιλήθ. Ποτέ σου δεν ανέλαβες καμία ευθύνη για τίποτα. Γιατί τώρα να δεις ότι δεν της φέρθηκες καθόλου σωστά; Είχε κάθε δίκιο να σε αφήσει και μέσα σου το ξέρεις πολύ καλά. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες.
     Το πράσινο μαξιλάρι έχασκε ξεκοιλιασμένο εκεί που το είχε αφήσει. Δεν είχε άλλο μαξιλάρι να βάλει στην καρέκλα του. Πλησίασε και πάλι το τηλέφωνο.
     - Θα της πω ότι χρειάζομαι τη βοήθειά της, σκέφτηκε. Ότι έχω ένα πρόβλημα να λύσω και μόνο εκείνη μπορεί να με βοηθήσει.
     Τώρα που το ξανασκεφτόταν, μπορεί να του έκλεινε και το τηλέφωνο στα μούτρα. Ίσως να έπρεπε να της ζητήσει συγγνώμη... Σήκωσε το ακουστικό, πιο αποφασισμένος από πριν. Σχημάτισε τον αριθμό της Λιλήθ και περίμενε. Ένα χτύπημα, δύο χτυπήματα, τρία, τέσσερα,...δέκα... κανείς. Απογοητευμένος, κατέβασε το ακουστικό.
     - Θα της ξανατηλεφωνήσω αργότερα, είπε και κάθησε ξανά στο γραφείο του. Η καρέκλα ήταν πολύ άβολη χωρίς το μαξιλάρι. Μπροστά του ήταν τα δυο λευκά χαρτάκια. Δύο λευκά χαρτάκια, ολόλευκα, με ένα υδατογράφημα το καθένα. Λευκά, ολόλευκα. Σαν το λευκό χαρτάκι που ήταν μέσα στο φάκελο. Να είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους, τα λευκά χαρτάκια του μαξιλαριού με το λευκό χαρτάκι του φακέλου; 
     - Παραλογίζεσαι, είπε στον εαυτό του. Το μαξιλάρι το έχω τόσα χρόνια και μου το έδωσε η Λιλήθ. Ο φάκελος ήρθε σήμερα και ήρθε με το ταχυδρομείο.
     Βέβαια, όλη η ιστορία του φακέλου που τάχα ήρθε κατά λάθος σε εκείνον ήταν πολύ παράξενη. Ίσως, τελικά, να μην έπρεπε να το πετάξει το λευκό χαρτάκι, τουλάχιστον όχι προτού να του ρίξει μια ματιά. Όταν θα γύριζε στο σπίτι, θα το μάζευε από το καλάθι και θα το κοιτούσε προσεκτικά. Χτύπησε η πόρτα του γραφείου του.
     - Εμπρός, είπε.
     - Καλημέρα, κύριε καθηγητά, είπε ένας νεαρός με γυαλιά. Ήρθα για να συζητήσουμε το θέμα της διπλωματικής μου, όπως μου είχατε πει.
     - Πότε το είχαμε πει; Είστε σίγουρος; ρώτησε απορημένος.
     - Την προηγούμενη Τρίτη ήταν. Ήρθα στο γραφείο σας και μου είπατε ότι ήσαστε πνιγμένος και ότι θα το προτιμούσατε αν ερχόμουν την επόμενη Τρίτη, δηλαδή σήμερα, που θα είχατε περισσότερο χρόνο... Μα δεν το θυμάστε καθόλου;
     - Δεν... ξεκίνησε να λέει ο Μάριος Βεντούζας και ξαφνικά, στάθηκε τρομαγμένος.
     - Τι μέρα έχουμε σήμερα; ρώτησε σαν να μην είχε ακούσει προηγουμένως.
     - Τρίτη...
     - Τρίτη; Δεν είναι δυνατόν!
     - Κι όμως...
     - Πρέπει να φύγω, φώναξε.
     - Και η διπλωματική... ξεκίνησε να λέει ο άλλος.
     - Αύριο! φώναξε ο Μάριος και έτρεξε προς την πόρτα, αφού πρώτα έβαλε τα δυο λευκά χαρτάκια στην τσέπη του σακακιού του.
     Σα σίφουνας όρμησε στο διάδρομο και άρχισε να τρέχει. Τρίτη ήταν η μέρα που ερχόταν η καθαρίστρια στο σπίτι. Θα την προλάβαινε προτού αδειάσει το καλάθι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου