Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

12. Μια συνάντηση χωρίς πολλές απαντήσεις, αλλά με μια ενδιαφέρουσα κατάληξη

     Αυτό που ένιωσε - εκτός από τα σφιγμένα της χείλη - ήταν ένα κάψιμο στο αριστερό του μάγουλο. Τον είχε χαστουκίσει.
     - Πώς τολμάς; του φώναξε. Φύγε από το σπίτι μου εδώ και τώρα!
     Έμεινε ακίνητος, να την κοιτάζει. Το μυαλό του είχε αδειάσει.
     Σαν να την είχε υπνωτίσει, έμεινε και εκείνη να τον κοιτάζει. Το βλέμμα της ήταν διερευνητικό. Εκείνος συνέχιζε να είναι σιωπηλός.
     - Τι θέλεις από τη ζωή μου; έσπασε τη σιωπή ξανά εκείνη. Τι ήρθες να κάνεις εδώ, ύστερα από τόσα χρόνια;
     - Συγγνώμη, ψέλλισε εκείνος.
     Ήταν μια λέξη που της χρωστούσε από παλιά, αλλά θα μπορούσε να αναφέρεται και στο καινούργιο του ατόπημα. Εκείνη μάλλον την απέδωσε στα παλιά του σφάλματα και ηρέμησε κάπως. Τα χέρια της, πάντως, ήταν σφιγμένα. Όπως και τα χείλη της.
     - Με δουλεύεις; του είπε. Ήρθες μέχρι το σπίτι μου ύστερα από τόσα χρόνια για να μου ζητήσεις συγγνώμη, και θέλεις να το πιστέψω;
     - Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, αποφάσισε να της πει.
     - Α, έτσι εξηγείται η επίσκεψη! Χρειάζεσαι τη βοήθειά μου. Δεν άλλαξες καθόλου, τελικά.
     - Ούτε εσύ, της είπε προσπαθώντας να φανεί ευγενικός, αλλά ήταν ψέμα. Εκείνη είχε αλλάξει, και μάλιστα πολύ.
     Πρώτα-πρώτα, είχε παχύνει. Πού ήταν η Λιλήθ που γνώριζε εκείνος, που ήταν λεπτή και σβέλτη σαν γαζέλα; Στη θέση της ήταν μια ρυτιδιασμένη, παχιά γυναίκα, ντυμένη απλά και με μαλλί κομμωτηρίου. Τότε που ήταν ακόμα μαζί, τα μαλλιά της ήταν μακριά, ίσια και ατημέλητα. Τώρα, ήταν αρκετά πιο κοντά και καλοχτενισμένα. Πρέπει να τα είχε βάψει κιόλας. Δε θυμόταν ποτέ να κοκκίνιζαν τόσο.
     Το κομπλιμέντο του Μάριου έπιασε τόπο. Η Λιλήθ αναστέναξε και του έδειξε το σαλόνι.
     - Κάθησε, του είπε, αλλά να είσαι σύντομος.
     Ούτε ένα ποτήρι νερό δεν του πρόσφερε.
     - Θα πιεις έναν καφέ; τον ρώτησε.
     - Έχεις μηχανή;
     - Φυσικά.
     - Ε, τότε, έναν εσπρέσο θα τον έπινα.
     - Μου έχει τελειώσει ο εσπρέσο.
     - Εντάξει τότε.
     Δεν ήθελε να της δώσει την ευχαρίστηση να τον δουλεύει και δε ζήτησε τίποτα άλλο.
     - Δε θα με παρεξηγήσεις αν συνεχίσω το σιδέρωμα που είχα ξεκινήσει, έτσι; τον ρώτησε αδιαφορώντας εμφανώς για την απάντηση.
     -   Όχι, κάνε τη δουλειά σου της είπε, προσπαθώντας να κρατήσει αυτή την εικόνα στο μυαλό του για πάντα. Η Λιλήθ σιδέρωνε! Το βλέμμα του περιπλανήθηκε επάνω σε ένα σύνθετο: διάφορες φωτογραφίες με τη Λιλήθ και δύο παιδιά - προφανώς δικά της -, κάποιες άλλες με έναν φαλακρό άντρα - τον άντρα της, πιθανώς -, μερικές με την ίδια μόνη της και με τον φαλακρό άντρα μόνο του, άφθονες φωτογραφίες των παιδιών σε διάφορες πόζες.
     - Τα παιδιά σου; τη ρώτησε δείχνοντας προς το σύνθετο.
     - Ναι.
     - Πόσων χρονών είναι;
     - Ο μεγάλος 8 και ο μικρός 5, γιατί ρωτάς;
     Όμως εκείνος ήξερε πολύ καλά γιατί ρωτούσε. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δέκα χρόνια από το χωρισμό τους... Η σκρόφα τον είχε έτοιμο τον αντικαταστάτη! Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στα αυτιά του. Σίγουρα θα είχαν κοκκινήσει.
     - Πάνε στο σχολείο, συνέχισε εκείνη, γι'αυτό δεν είναι εδώ. Αν ήταν εδώ, δε θα μας άφηναν σε ησυχία.
     - Είσαι χρόνια παντρεμένη; τη ρώτησε.
     - Εννέα χρόνια, του είπε.
     Η σκρόφα!
     - Τέλος πάντων, του είπε η Λιλήθ, φανερά ενοχλημένη από το ανακριτικό του βλέμμα. Κάτι με ήθελες, είπες.
     - Θυμάσαι ένα πράσινο μαξιλάρι που μου είχες δωρίσει κάποτε στα γενέθλιά μου;
     - Σοβαρολογείς; Και πώς θέλεις να το θυμάμαι; Ή μήπως νομίζεις ότι δεν κάνω άλλο τίποτα από το να σε σκέφτομαι;
     - Δεν είπα αυτό, θίχτηκε εκείνος. Αλλά ίσως να το θυμάσαι: ήταν πράσινο και μου το είχες πάρει για την καρέκλα μου στο Πανεπιστήμιο. Ήταν τότε που μόλις είχα γίνει λέκτορας.
     Έφερε στο μυαλό του την σκηνή. Θυμήθηκε το πονηρό της χαμόγελο όταν του έλεγε "ένας τόσο ωραίος πισινός είναι αμαρτία να κάθεται ανυπεράσπιστος σε μια τέτοια, παλιά πολυθρόνα. Αλλιώς θα πάψει να είναι τόσο ωραίος". Μα τίποτα δε θυμόταν εκείνη;
     - Τι να σου πω, δε θυμάμαι, έχει τόση σημασία;
     - Βρήκα μέσα στο μαξιλάρι δύο λευκά χαρτάκια κι αναρωτιόμουν μήπως τα είχες βάλει μέσα εσύ...
    - Άλλο πάλι και τούτο! Και γιατί θα έπρεπε να τα έχω βάλει εγώ;
    - Άρα, ούτε θα θυμάσαι από πού το αγόρασες το μαξιλάρι..., συνέχισε το συλλογισμό του εκείνος.
    - Φυσικά και όχι. Πάντως είναι σίγουρο ότι εγώ δεν τα έβαλα, αλλιώς θα τα θυμόμουν. Τι έγραφαν επάνω τα χαρτάκια;
     - Ήταν λευκά και είχαν επάνω από ένα υδατογράφημα.
     - Τι υδατογράφημα;
     - Τον αριθμό οκτώ.
     - Δε μου λέει τίποτα.
     - Εντωμεταξύ, σήμερα έλαβα με το ταχυδρομείο ένα γράμμα, όπου μέσα υπήρχε μια επιστολή σχετική με τη μεσαιωνική σκανδιναβική μυθολογία και ένα λευκό χαρτάκι με ένα άλλο υδατογράφημα. Επειδή δεν ξέρω τι να σκεφτώ, αποφάσισα να ζητήσω τη βοήθειά σου. Είσαι ειδική στην σκανδιναβική μυθολογία.
     - Ένα είναι σίγουρο, είπε εκείνη. Τα υδατογραφήματα δεν έχουν καμία σχέση.
     - Πώς δεν έχουν σχέση;
     - Αφού το υδατογράφημα δεν υπήρχε την εποχή που διαμορφωνόταν η σκανδιναβική μυθολογία. Είναι μεταγενέστερη εφεύρεση, του 13ου αιώνα, αν δεν κάνω λάθος.
     - Μα και η σκανδιναβική μυθολογία καταγράφτηκε για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα, το ξέχασες; Φυσικά και έχουν σχέση. Εξάλλου, και μόνο που βρέθηκαν στον ίδιο φάκελο μας οδηγεί σίγουρα σε κάποιον συσχετισμό.
     - Τι να σου πω, εγώ δεν βλέπω κανέναν συσχετισμό. Και τι έλεγε το κείμενο που υπήρχε στο γράμμα;
     - Μιλούσε για τις Νόρνες...
     - Α, ναι...
     - ...αλλά το πιο αξιοπερίεργο δεν είναι το κείμενο, όσο η επίσκεψη που δέχτηκα από μία γυναίκα, που ισχυρίστηκε ότι λεγόταν Μαριάννα Παπαδοπούλου.
     - Παπαδοπούλου... συνηθισμένο επίθετο.
     - Μάλλον δεν είναι το πραγματικό. Μου πήρε το φάκελο μαζί με την επιστολή, απειλώντας με με ένα πιστόλι.
     - Όχι δα!
     Η Λιλήθ φαινόταν να το διασκεδάζει.
     - Ναι, σου λέω. Ήρθε και μου είπε ότι τάχα το γράμμα ήρθε κατά λάθος στα χέρια μου και ότι προοριζόταν ουσιαστικά για το σύζυγό της, ο οποίος - και εδώ είναι το αστείο - λεγόταν Μάριος Βεντούζας.
     - Κάποιος θα σου έκανε πλάκα, αλλιώς δεν βγάζει νόημα.
     - Και το πιστόλι για πλάκα το κρατούσε;
     - Μπορεί να ήταν ψεύτικο, πού το ξέρεις;
     - Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά... μπορείς να με βοηθήσεις; Ή μάλλον, καλύτερα, θέλεις να με βοηθήσεις;
     - Δεν είναι το θέμα αν θέλω, είπε η Λιλήθ και πήγε προς το παράθυρο. Πού έχεις παρκάρει; ρώτησε. Δεν βλέπω το αυτοκίνητό σου.
     - Δεν έχω αυτοκίνητο, με το λεωφορείο ήρθα.
     Η Λιλήθ σήκωσε λίγο τα φρύδια και κοίταξε αλλού. "Δίκιο είχα" έμοιαζε να σκέφτεται "δεν ήσουν ικανός για τίποτα περισσότερο".
     - Ο άντρας σου, τι δουλειά κάνει; ρώτησε και εκείνος σε μια προσπάθεια να αντεπιτεθεί.
     - Δικηγόρος, του είπε με ένα ύφος, σαν να του έλεγε "ρούφα το αυγό σου". Τέλος πάντων, συνέχισε, δε νομίζω να μπορώ να σε βοηθήσω. Άσε που πραγματικά νομίζω ότι κάποιος σου κάνει πλάκα.
     - Ναι, καλά, έπρεπε να τη δεις αυτήν την τύπισσα με το πιστόλι και θα σου έλεγα εγώ.
     - Γιατί, πώς ήταν, δηλαδή;
     - Μέτριο ύψος, κανονικό βάρος, ελαφρώς γκρίζα μαλλιά, αλλά το πιο αξιοπερίεργο ήταν το πρόσωπό της, φαινόταν εντελώς παιδικό.
     Η Λιλήθ στάθηκε σαστισμένη.
     "Και η ώρα θα'ρθει, τη μέρα που η Νόρνα με το παιδικό πρόσωπο θα φύγει από το Άσγκαρντ για τη χώρα των ανθρώπων. Φοβού και ετοιμάσου, η μέρα πλησιάζει!" απήγγειλε μηχανικά.
     - Τι είναι αυτό;
     - Από το βιβλίο "Η Ύστατη Ώρα", ένα όχι και τόσο γνωστό βιβλίο του καθηγητή Στούρλουσον σχετικά με τις προβλέψεις των Σκανδιναβών.
     - Τι σημαίνει;
     - Δεν ξέρω. Ο καθηγητής το αναφέρει ως ένα από τα πολλά δείγματα της διορατικότητας των Σκανδιναβών. Βρέθηκε χαραγμένο σε έναν μονόλιθο στο νησί Έλαντ.
     Κοίταξε το ρολόι της.
     - Συγγνώμη, αλλά θα πρέπει να φύγεις τώρα, είπε. Όπου να'ναι σχολάει ο μικρός και θα πρέπει να πάω να τον πάρω. Και αν δεν ξεκινήσω τώρα, δε θα βρίσκω να παρκάρω κοντά στο νηπιαγωγείο.
     Να το πάλι το σχόλιο για το αυτοκίνητο που εκείνος δεν είχε! Ο Μάριος το αγνόησε και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
     - Αντίο, είπε. Κρίμα που δεν μπορείς να με βοηθήσεις.
     - Δεν πειράζει. Τελικά, χάρηκα που σε είδα. Αλλά καλύτερα να μην ξανάρθεις.
     Η ξυλόγλυπτη πόρτα έκλεισε πίσω του. Άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Τι θα έκανε τώρα; Ποιος άλλος θα μπορούσε να τον βοηθήσει;
     Το βλέμμα του έπεσε τυχαία στις δύο μαρμάρινες γλάστρες, που βρίσκονταν εκατέρωθεν, στην κορυφή της σκάλας. Ήταν λευκές και σκαλιστές, όμοιες σαν δυο δίδυμες αδερφές. Επάνω τους είχαν σκαλισμένο από έναν αριθμό. Και στις δύο ήταν το 8. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου